Aν είχα σπάσει τον αστράγαλό μου
μια μέρα
καθώς περπατούσα στα βράχια,
κάπου στη θάλασσα,
ή στους λόφους
θα έστεκες δίπλα μου
σαν αμήχανο χάδι.
Τώρα με κοιτάς σ’ εκείνη τη φωτογραφία
με δάκρυα.
Αναρωτιέσαι πώς ξέχασα έτσι ανοιχτό το παράθυρο
εκείνη τη νύχτα
πώς ήρθε αυτή η πράσινη, βαριά βροχή στο σπίτι μας
κι από τότε μουσκεύει τα μάρμαρα
μέρα τη μέρα
και τα χαλιά
—αυτά που δεν προλάβαμε να κρύψουμε—
τέλη Γενάρη
—σχεδόν μελανιάζω—
τρέχω όπου βλέπω βροχές
και λούζομαι
και απορώ μες στα νερά
που οι δείκτες βάρυναν τόσο
και που όλο τρέχω
και γλιστρώ και πέφτω στα μάρμαρα
κι ύστερα βγαίνω στο μπαλκόνι
μ’ ένα μπουρνούζι λευκό
μ’ ένα μυαλό ραγισμένο
κι απλώνω τα μάρμαρα και τα χαλιά
απλώνω τα σεντόνια
να τα δει το φεγγάρι
να τα στεγνώσει
για λίγο να μη νιώθεις κι εσύ
πως για κόρη σου δόθηκε
η τρελή του χωριού.
