You are currently viewing Αντώνης Μακρυδημήτρης: Μια πόλη και κάποιοι ορισμοί της

Αντώνης Μακρυδημήτρης: Μια πόλη και κάποιοι ορισμοί της

Στον αδελφό μου που γεννήθηκε εκεί

 

α.         Τα βράδια του καλοκαιριού στην παραλία, όταν έχει φεγγάρι, αλλά και δίχως αυτό, ζευγαράκια ή φίλοι κάθονται κοιτάζοντας τη θάλασσα ή ξαπλώνουν με το βλέμμα στον ουρανό.

 

β.         Η πόλη αυτή σαν μια γυναίκα μοιάζει που νομίζεις ότι έμαθες τα μυστικά της, αλλά πάντα κάτι ή πολλά σου ξεφεύγουν.

 

γ.         Η πόλη είναι ένα μέρος που, αντίθετα με το χωριό, οι άνθρωποι που συναντιούνται στον δρόμο δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους.

 

δ.         Η πόλη είναι ένας τόπος που δεν βαριέσαι να εξερευνάς ποτέ – όσο πιο μεγάλη, όλο και πιο λίγο.

 

ε.         Ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων της πόλης κάτω από τον λόφο του κάστρου και η καμπάνα της Μητρόπολης που χτυπά κάθε τέταρτο ρυθμικά προσφέρει την αίσθηση μιας συνέχειας και μιας αδιάκοπης αναμονής· όπως τότε που παιδί αγνάντευες το μέλλον με μάτια ορθάνοιχτα κι όμως τυφλά, σαν εκείνα των αγαλμάτων.

 

στ.       Η παλιά αγορά της πόλης στο ιστορικό της κέντρο δεν φεύγει από τη μνήμη – οι γριούλες με τα μυρωδικά από τα ορεινά χωριά, οι μανάβηδες σοβαροί, οι σιωπές και τα λόγια, σωστά. Η μάνα επιστρέφοντας φορτωμένη για να μαγειρέψει τα λαδερά.

 

ζ.         Μια φωτιά κάποτε στην βορεινή πλευρά, πάνω από το Μοναστήρι, έζωσε την πόλη με τρόμο πως δεν υπήρχε διέξοδος πια, ούτε διαφυγή από το μοιραίο.

 

η.         Η πόλη που επιστρέφεις στο ψιλόβροχο του φθινοπώρου – βαδίζεις, βαδίζεις και δεν σε γνωρίζει κανείς, ούτε εσύ γνωρίζεις κανέναν. Τι συνέβη; Πέθαναν όλοι οι γνωστοί; Υπήρξαμε ποτέ; Φτάσαμε πια σ’ εκείνο το σημείο του γήρατος;

 

θ.         Ο σταθμός των τραίνων στην παλαιά πόλη, όταν ‘ζούσε’ ακόμη, με τα μόνιππα αμαξάκια να περιμένουν υπομονετικά, καθώς ο συρμός πλησίαζε σφυρίζοντας νικηφόρα αργά το μεσημέρι και είχες την αίσθηση πως όλα τα όνειρα και οι επιθυμίες (του χειμώνα) εκπληρώνονταν επιτέλους μονομιάς.

 

ι.          Η πόλη που έψαχνες στα χαλάσματα μετά τον σεισμό να βρεις τα ίχνη του αγαπημένου σπιτιού των παιδικών σου χρόνων, και δεν έβρισκες τίποτα κι όλα έμοιαζαν με παραμύθια.

 

ια.        Το σπίτι στην πόλη που φορούσες το στρατιωτικό καπέλο του θείου κοιτάζοντας τον καθρέφτη κι ένιωθες να μεγαλώνεις απότομα. Εκείνο το σπίτι που κάποιες νύχτες ο έρωτας σε κύκλωνε απ’ όλες τις πλευρές, ενώ καθόσουν στη σκάλα κοιτάζοντας πέρα, ζητιανεύοντας στο άπειρο προοπτικές.

 

ιβ.        Το σπίτι στην πόλη που η λάμπα έκαιγε ολονυχτίς πάνω από το λεξικό των Αγγλικών ή το εγχειρίδιο του Ποινικού, κάποιο Σεπτέμβρη προτού γυρίσει ο καιρός αλλιώς.

 

ιγ.        Η πόλη που το πάλαι ποτέ ‘νυφοπάζαρο’ έχει αλλάξει αποστολή, όπως και το μεγάλο σιντριβάνι δίχως χρυσόψαρα πια, που κάποτε μαγνήτιζαν το βλέμμα.

 

ιδ.        Η πόλη που πλέον διασχίζεις σαν θάλασσα, σαν να ήσουν ένα καράβι που πλέει για αλλού.

 

ιε.        Η πόλη θυμίζει την γιαγιούλα που ξενύχτισε στον σταθμό περιμένοντας το πρώτο τραίνο το πρωί, αγωνιώντας μη το χάσει, μήπως δεν προφτάσει.

 

ιστ.      Στην παραλία της πόλης αυτής μάθαινες με τον πατέρα να πετάς βότσαλα στη θάλασσα και να συλλαβίζεις λέξεις ελληνικές από τα χρόνια του Ομήρου.

 

ιζ.        Στην πόλη αυτή πάντα επιστρέφεις και δεν είναι ίδια ποτέ.

 

ιη.        Η πάντα όμορφη πόλη σε υποδέχεται σαν τον κύριο Παλαμήδη, που επιστρέφει μετά από χρόνια αναζητώντας τον παλιό του εαυτό και δεν τον βρίσκει, όπως γράφει ένα ποίημα.

 

ιθ.        Η πόλη που ανηφόριζες ξημέρωμα μελαγχολικά προς το κάστρο αναζητώντας ένα μέλλον στον έρωτα, που έσβηνε πια· όταν μιλάς για την πόλη, σκέφτομαι εκείνη.

 

κ.         Η πόλη που δεν μπόρεσες ποτέ, ούτε θέλησες στα σοβαρά να διώξεις από τα όνειρά σου.

 

κβ.       Ποια πόλη είναι αυτή που κάθε πρωί κατέβαινες με το ποδήλατο ακάθεκτος προς την παραλία για διημέρευση και ανάγνωση της Θείας Κωμωδίας;

 


 

Αντώνης Μακρυδημήτρης

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.