Η Αρχοντούλα Διαβάτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται..
Για την εν λόγω συλλογή διηγημάτων που είναι το 9ο βιβλίο της επέλεξε τον γενικό τίτλο Σαραμπάντα από ένα ομότιτλο διήγημα που περιλαμβάνεται σ’ αυτήν. Η συλλογή αποτελείται από 27 μικρά διηγήματα, τα οποία ίσως ξεκίνησαν να γράφονται ως ημερολογιακές εγγραφές, αλλά μετατράπηκαν σε λογοτεχνικά κείμενα. Η ίδια τα χαρακτηρίζει ως μικροιστορίες ημερολογίου αλλά και ως διηγήματα μπονσάι, όρος δόκιμος στη θεωρία της λογοτεχνίας και εν προκειμένω εύστοχος, όχι μόνο λόγω της πολύ μικρής φόρμας, αλλά και επειδή μέσα σε αυτή τη μικρή φόρμα υπάρχει συμπυκνωμένη μία πληρότητα νοηματική και αισθητική.
Η Διαβάτη παρατηρεί και βιώνει. Ύστερα, μας μεταφέρει το βίωμα, διευρύνει την οπτική μας και πυροδοτεί τον στοχασμό μας. Δεν περιμένει βαρυσήμαντα γεγονότα, για να το κάνει. Μιλάει για καταστάσεις εν πολλοίς οικείες. Περιστατικά καθημερινά που τα εξυψώνει σε λογοτεχνία.
Η γλώσσα της είναι απλή και καθημερινή, με μικρές περιόδους και ασύνδετα σχήματα που προσδίδουν ρυθμό και αμεσότητα στο κείμενο. Έτσι, μετατρέπει το καθημερινό σε ποιητικό.
Γενικά, η θεματολογία της Διαβάτη περιλαμβάνει, τις οικογενειακές σχέσεις και τη μοναξιά, την καθημερινή ζωή και τη μνήμη, τον έρωτα και τις απώλειες, με φόντο τη Θεσσαλονίκη. Δεν λείπουν και οι αναφορές σε βιβλία, συγγραφείς ή ταινίες.
Η Διαβάτη συνδυάζει την προσωπική αφήγηση με συλλογικές μνήμες, δημιουργώντας ένα λογοτεχνικό σύμπαν, όπου το ατομικό και το κοινωνικό συνυπάρχουν αρμονικά.
Συχνά εστιάζει στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου, που προσπαθεί να επιβιώσει συναισθηματικά και ηθικά μέσα σ’ ένα αστικό περιβάλλον – κυρίως τη Θεσσαλονίκη.
Η συνεχής αναδίφηση στο παρελθόν, μέσα από μνήμες και καθημερινές λεπτομέρειες, φέρνει στο προσκήνιο τον χρόνο. Η ανάμνηση εναλλάσσεται με την παροντικότητα και φανερώνει την προσπάθεια τού υποκειμένου να διαμορφώσει ταυτότητα μέσα από την επίγνωση του φθαρτού.
Η Διαβάτη εκφράζει μια υπαρξιακή στάση, που φανερώνει την αγωνία του ανθρώπου να κατανοήσει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του χωρίς έτοιμες απαντήσεις. Με μια γλώσσα που ίπταται χαμηλά και μας απευθύνεται με οικειότητα,χωρίς να επιδιώκει να εντυπωσιάσει.
Στα διηγήματά της συναντάμε μικρά κομμάτια ζωής όπου πρωταγωνιστούν πρόσωπα που τα περισσότερα φαίνονται οικεία. Αυτή όμως μας κάνει να τα δούμε με ματιά εμπλουτισμένη από το δικό της στοχασμό και το συναίσθημα. Έτσι, επιτυγχάνει μια δημιουργική ήπια ανοικείωση, διεγείρει το δικό μας συναίσθημα και τον στοχασμό, που ορίζουν τη δική μας αναγνωστική εμπειρία.
Βλέπουμε διάφορους χαρακτήρες:
– τον μικρό καθαριστή στα φανάρια του δρόμου,
-έναν άντρα και μια γυναίκα να ξεκινούν τον αδιόρατο πρόλογο του έρωτά τους παρατηρώντας μια γάτα έξω από ένα σούπερ μάρκετ,
-μαθητές και μαθήτριες χαλαρούς μετά την παρέλαση,
-μια θετή μητέρα σε άνοια που άθελά της αποκαλύπτει ένα μυστικό,
-τους ανθρώπους που περιμένουν στα επείγοντα ενός νοσοκομείου,
-το μωρό που πρόκειται να αποκτήσει αδερφάκι και ίσως ζηλέψει,
-το σπίτι ως προσωποποιημένο χαρακτήρα,
-τον πελάτη της τράπεζας που υποπίπτει σε μικρή παραβατικότητα αντί της σωστής συμπεριφοράς,
-τη Μαριλένα που αναπολεί την υπέροχη «αρρώστια του φιλιού» από τον Στέφανο, την Ασπασία Καρρά που θυμάται πώς ως δημοτική σύμβουλος το ΄65 είχε μπει επισήμως στο παλατάκι του βασιλιά.
-Μιλάει ακόμη και για την περσινή Δ.Ε.Β.Θ.
Αυτά τα αναφέρω ενδεικτικά. Δεν θα τα πω όλα. Οι αναγνώστες έχουν δικαίωμα να ανακαλύψουν και αυτοί πολλά μόνοι τους.
Το ύφος της συνδυάζει την απλή ημερολογιακή καταγραφή, με τον στοχασμό και τη δραματοποίηση. Διακρίνεται από ρεαλισμό και σαφήνεια. Η γλώσσα της ενσωματώνει τις διαχρονικές επιστρώσεις της ελληνικής γλώσσας.
Η αφήγηση είναι κατά κανόνα ομοδιηγητική με εστίαση στην αφηγήτρια. Συνήθως σε τρίτο πληθυντικό.
Μερικές φορές χρησιμοποιεί πρώτο ενικό και δραματοποιημένο μονόλογο.
Συναντάμε ακόμη και τον πρώτο πληθυντικό και τον δεύτερο ενικό.
Οι διάλογοι είναι σύντομοι και κοφτοί. Συμβάλλουν στο να βλέπουμε καθαρά τη σκηνή που διαδραματίζεται.
Στο διήγημα Αρρώστια του φιλιού έχουμε παράλληλους μονόλογους στην αρχή και μετά έναν οικογενειακό διάλογο.
Στο διήγημα Στην αγκαλιά της γης έχουμε πιο έντονο ποιητικό ύφος.
Θα αναφερθώ λίγο πιο συγκεκριμένα σε δυο διηγήματα της συλλογής. Αφορούν το καθένα τους έναν από τους δύο πυλώνες της ύπαρξης, τον Θάνατο και τον Έρωτα :
1)Στην αγκαλιά της γης.
Διήγημα 155 λέξεων. Απευθύνεται σε δεύτερο ενικό σε εκείνον που πέθανε. Αλλά ίσως και στον καθένα που έχει πεθάνει ή θα πεθάνει, ως μια μακάβρια προαναγγελία απολογισμού της αφήγησης της ζωής κάθε ανθρώπου.
ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
Τώρα είσαι μέσα στη γη. Αναπνέεις ήσυχα ακούγοντας τον απόηχο της ζωής μακριά.
Βροντές, αστραπές, ανοιξιάτικες μπόρες ανένδοτες. Σειρήνες νοσοκομειακών απόμακρες.
Αναπνέεις ήσυχα προσπαθώντας να θυμηθείς ένα όνειρο που όλο ξεφεύγει – για τη διαδήλωση που δεν πήγες τελικά, με την καρδιά να βροντοχτυπάει ψάχνοντας να γλυτώσεις από τους μπάτσους στην είσοδο της ερημωμένης πολυκατοικίας. Για την πρώτη εφηβική αγάπη που δεν τόλμησες, για το δέντρο που δεν φύτεψες, τα κρύα γαλανά νερά όπου κολύμπησες ανατριχιάζοντας – θάλασσες που σε φόβιζαν, μ’ όλα τους τα χαμόγελα. Λουλούδια που δεν έκλεψες τρέχοντας από τους φράχτες και δάκρυα αρμυρά τόσο πολλά, αρκετά για να επαληθεύσουν, άξια έζησες.
Τώρα η γη σε κρατάει στην αγκαλιά της κι όλο σε ανακρίνει για τούτο και για κείνο. Όσο είσαι μέσα της γυμνός, θα ανθίζεις. Δέντρο και κλαδιά, νερό, πηγή, χορτάρι θα γίνεσαι, έξω απ’ το χρόνο, μητέρα, πατέρα και ταίρι, παιδιά κι εγγόνια, γειτονιά και πατρίδα μη γνωρίζοντας, στην αλήθεια της λήθης.
Σεπτέμβριος 2023
Το διήγημα αυτό είναι ποιητικό υπαρξιακό κείμενο που διερευνά τη σχέση ζωής και θανάτου, ενοχής και αποδοχής, ατομικής μνήμης και συλλογικής μοίρας. Το ύφος του είναι λυρικό, στοχαστικό και υπόγεια συγκλονιστικό, ενώ η μορφή του μοιάζει εξομολογητική – μια μονόλογη ροή συνείδησης ενός προσώπου που, αν και νεκρό, διατηρεί εσωτερική φωνή.
Η συγγραφέας χρησιμοποιεί ποιητική γλώσσα, γεμάτη μεταφορές και συμβολισμούς. Η γη δεν είναι απλώς τόπος ταφής αλλά αγκαλιά, μητέρα, και ταυτόχρονα δικαστής και μεταμορφωτής, καθώς ο νεκρός γίνεται ένα με τη φύση, υπερβαίνοντας τον χρόνο και την ατομικότητα. Ο θάνατος εδώ δεν είναι το τέλος, αλλά μια μετάβαση σε μια κυκλική, άχρονη ύπαρξη, στοιχείο που συνδέεται άμεσα με τις αντιλήψεις της υπαρξιακής φιλοσοφίας για την αναπόφευκτη φθορά και την ανάγκη του ανθρώπου να της προσδώσει νόημα.
Η αναδρομή στις χαμένες ευκαιρίες ζωής –έρωτες που δεν τολμήθηκαν, δράσεις που δεν έγιναν– φέρνει στο φως μια αίσθηση ματαίωσης, αλλά και αποδοχής. Μιλώντας για έναν συγκεκριμένο νεκρό, η συγγραφέας μοιάζει να μιλά για όλους τους θανάτους, για την κοινή ανθρώπινη αγωνία απέναντι στο αν «έζησα αρκετά, άξια». Στο τέλος, η λήθη δεν είναι απώλεια, αλλά ειρηνική απελευθέρωση.
2) ΚΥΝΗΓΟΙ
διήγημα 140 Λέξεων
Γνωριστήκανε στο δρόμο. Πριν μπει στο σουπερμάρκετ, τον συνάντησε. Ένας άγνωστος εκείνος, που σταμάτησε απορροφημένος και κοίταζε μια γάτα να σκαρφαλώνει με γρηγοράδα στο αντικρινό δέντρο, από κλαδί σε κλαδί, στην πιο ψηλή κορφή. Τι να θέλει άραγε; τον ρώτησε, μια άγνωστη αυτή. Κανένα πουλί, απάντησε εκείνος, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από το θέαμα. Σταμάτησε κι αυτή και κοίταζε για λίγο το δρομολόγιο της γάτας που χανόταν μες στα κλαδιά. «Τι να γίνει, το καημένο, η φύση του, κυνηγός γεννημένη», είπε αναπάντεχα εκείνος, δίνοντας έτσι εύκολα συγχωροχάρτι. «Το ένστικτο, ε;” προσπάθησε να καταλάβει εκείνη, και μπήκε για τα ψώνια της μετά και ξέχασε το γεγονός. Σήμερα, που φέρνει στο νου της την αρχή της ιστορίας τους, χαμογελάει για τους πρωταγωνιστές εκείνης της μέρας. Τη γάτα, εκείνον και τον εαυτό της. Κι ο κυνηγός εκείνης της μέρας ποιος ήταν;
20 Σεπτεμβρίου 2022
Το διήγημα αυτό είναι σύντομο, αλλά πολυεπίπεδο. Σε ύφος λιτό και υπαινικτικό, με χαμηλόφωνη συναισθηματική ένταση. Γλώσσα καθημερινή, απλή, χωρίς ρητορικά στολίδια, όμως πλούσια σε υποδηλώσεις και συνδηλώσεις. Η συγγραφέας ενσωματώνει φυσικά τον εσωτερικό μονόλογο και την ελλειπτική αφήγηση, προκαλώντας τον αναγνώστη να συμπληρώσει τα κενά.
Το θέμα του έρωτα διαπλέκεται με το ένστικτο του κυνηγιού. Η μεταφορά της γάτας ως «κυνηγού» λειτουργεί ως πυρήνας του συμβολισμού: είναι η γάτα που κυνηγά, αλλά ο πραγματικός κυνηγός ίσως να είναι ο άντρας – ή και η ίδια η γυναίκα. Το διήγημα θίγει έτσι τη λεπτή σχέση ανάμεσα στο ένστικτο, τη φύση και τη συναισθηματική έλξη, χωρίς ποτέ να την κατονομάζει ευθέως.
Και τώρα θα πω τι αισθάνθηκα διαβάζοντας την εν λόγω συλλογή διηγημάτων. Η ανάγνωση της συλλογής Σαραμπάντα με έκανε να νιώσω πόση αξία έχουν και τα πιο απλά συμβάντα και τα πιο απλά πράγματα. Και ότι σ’ αυτή την απλότητα υπάρχουν νοήματα βαθιά. Κοντολογίς το φαινομενικά απλό έχει μεγάλο βάθος, αρκεί να βρεθεί ο συγγραφέας που θα το αναδείξει.
Με έκανε να νιώσω την επιθυμία να κάτσω αμέσως να γράψω κι εγώ. Σαν ένα παιδί που βλέπει ένα άλλο παιδί να κόβει μήλα και να τα γεύεται και αποφασίζει και αυτό να το μιμηθεί. Καταλαβαίνετε, μιλώ για τη διέγερση της δημιουργικής επιθυμίας.
Ένιωσα σαν να ανοίγονταν μέσα μου νέοι κόσμοι. Οι εικόνες, οι χαρακτήρες και οι υπαινιγμοί της γλώσσας με συγκίνησαν βαθιά. Βίωσα αυτό που λέει η θεωρία της πρόσληψης, ότι το κείμενο δεν είναι παθητική εμπειρία· ζωντανεύει μέσα μας.
Ενεργοποιήθηκαν μηχανισμοί ταύτισης και συναισθηματικής εμπλοκής, που, με έκαναν συμμέτοχο στο κείμενο.
Τελειώνοντας, θα αναφέρω ότι είναι γνωστό πως ο Μάνος Χατζιδάκις έχει γράψει μουσικό έργο με τίτλο Σαραμπάντα. Επίσης, ότι η Σαραμπάντα είναι ένα μουσικό είδος, για το οποίο υπήρξαν διαφορετικές αντικρουόμενες απόψεις σε διάφορες εποχές. Και θα ήθελα να ρωτήσω την Αρχοντούλα γιατί ονόμασε Σαραμπάντα εκείνο το διήγημα, αλλά και ολόκληρη τη συλλογή της; Και φυσικά να την ευχαριστήσω που μας προσέφερε ξανά την ευκαιρία ν’ απολαύσουμε τη γραφή της.
(ομιλία του ποιητή Α. Κ. στην 21η Δ.Ε.Β.Θ. , την 10-5-2025)
