Έβγαινε κάθε μέρα με την καρδάρα για να πάρει γάλα από την στάνη που ήταν καλά φυλαγμένη στην αρχαία σπηλιά του δάσους. Η μητέρα ήταν άρρωστη και χρειαζόταν το φρέσκο γάλα για φάρμακο. Δεν φοβόταν το δάσος, το ήξερε πολύ καλά από μικρή, από τότε που η μάνα της μάζευε χόρτα και εκείνη παρέα με τη γάτα της μάζευε ανεμώνες και πεταλούδες.
Την γοήτευε το μεγάλο κριάρι, ο αρχηγός του κοπαδιού, αν και την ζάλιζαν τα γυαλιστερά μαύρα μάτια του. Τελευταία τον έβλεπε να κρύβεται πίσω από τους κορμούς των δένδρων και με το σκοτεινό του βλέμμα να την παρακολουθεί αφήνοντας αφύλακτα τα αθώα πρόβατα.
Σήμερα ένιωθε σαν νύμφη του δάσους περιδιαβαίνοντας στο ανθισμένο λιβάδι και στην καταπράσινη χλόη. Η άνοιξη είχε αφυπνίσει όλες τις γενεσιουργές δυνάμεις της φύσης και το σώμα της είχε γεμίσει με χαρά και ευχαρίστηση. Το λουλουδένιο στεφάνι στο κεφάλι της την έστεφε βασίλισσα του δάσους. Τραγουδούσε αμέριμνη μέσα στην γλυκιά αθωότητά της.
Και ήταν η στιγμή που πίσω από τον ασημένιο κορμό της λεύκας εμφανίστηκε με το επίσημο γυαλιστερό τριχωτό δέρμα του εκείνος με τα υπέροχα βασιλικά κέρατα.
Την πλησίαζε με βάδισμα σχεδόν τελετουργικό, σαν μύστης των μαγικών θαυμάτων και του έρωτα. Κρατούσε πίσω από την πλάτη του ένα λευκό κρίνο, με τον μεγάλο κίτρινο ύπερο και την έντονη μυρωδιά που προσελκύει τα θύματα τα οποία καταβροχθίζει. Θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας της που της έλεγε ποτέ να μην αγγίξει αυτό το λουλούδι, τη δρακοντιά, που σαγηνεύει με την ομορφιά και την ζωώδη μυρωδιά του γιατί είναι η τροφή των δηλητηριωδών φιδιών.
Έμεινε σαγηνεμένη από την ομορφιά του και με χάρη βυθίστηκε στο βλέμμα του. Ο υδράργυρος πίσω από το βολβό του ματιού του της καθρέφτισε τον εαυτό της. Ήταν ένας θηλυκός κερασφόρος όφις που με το δικό της δηλητήριο θα μπορούσε να τυλίξει τον κερασφόρο σάτυρο στο δικό της θανάσιμο πουκάμισο.
Άφησε το ντελικάτο χέρι της που μύριζε ευωδιαστό κρίνο στο δικό του τριχωτό χέρι και του ψιθύρισε με την λάγνα φιδίσια φωνή στο τεντωμένο αυτί του:
«Αυτό που θέλω δεν είναι να σου αρέσω, ούτε να σ΄ ερωτευθώ, ούτε να σ΄αγαπήσω. Ούτε με νοιάζει αν μ΄αγαπάς, αν με ποθείς, αν θέλεις να με καταβροχθίσεις. Εγώ θέλω μόνο να σε σαγηνεύσω με το δικό μου φως, να ξορκίσω τα σκοτάδια σου. Η ζωή έχει τα θέλγητρα της, ο θάνατος όμως έχει τις χάρες», είπε.
Με αργές κινήσεις έβγαλε την λευκή κεντημένη από τη μάνα της μπλούζα και σκέπασε το κεφάλι του. Την ίδια στιγμή χάθηκε ο σάτυρος από τα μάτια της αφήνοντας μόνο τα κέρατα του και τη ζωώδη μυρωδιά που βγάζει η δρακοντιά όταν το φίδι ζητάει την τροφή του.
Αριστούλα Δάλλη 2/11/΄25
