«Νοέμβριος 2003. Επιστροφή στη Βέροια. Τριάντα πέντε σχεδόν χρόνια μετά. Ύστερα από ένα εφιαλτικό ταξίδι μέσα από τα βουνά της Πίνδου, με βροχή, ομίχλη και μηδέν ορατότητα. Ταξίδι προς την κάθαρση. Με άλλοθι την ομιλία μου στο ετήσιο Συνέδριο της μαθηματικής εταιρείας, κάτω από τον ανάλαφρο τίτλο: «Ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι με διανύσματα».
Μεσημέρι Παρασκευής.
Βροχή Βεροιώτικη. Επίμονη και μελαγχολική. Βροχή και κάτω από ομπρέλα. Βροχή και δάκρυα. Και πίσω τους, αχόρταγα τα μάτια μου προσπαθούν να ξαναδούν όλα όσα έζησα, όλα όσα για χρόνια στοιχειώνουν τα όνειρα μου.
Ελάτε μαζί μου, ελάτε! Μη μείνω μόνη να περιπλανιέμαι κι οι θύμισες οι παλιές μπορεί να μου πάρουν το μυαλό. Η ανάσα μου κόβεται, ο χρόνος παγώνει, γίνεται ρουφήχτρα σαν αυτές της Μπαρμπούτας και θέλει να με πάει εκεί πίσω…….»
Σε αυτό το κάλεσμα απαντούμε και είμαστε μαζί με την Λένα Δημητριάδου, συνταξιδιώτες στην περιπέτεια της γραφής και στο ταξίδι της στο χρόνο. Μια αυτοβιογραφία που δεν επικοινωνεί μόνο τα βιώματά της αλλά μάς ταξιδεύει σε χρόνους που πέρασαν και άφησαν τα ίχνη τους βαθιά χαραγμένα στη μνήμη, όσων τα έζησαν, έστω και στις παρυφές του παρελθόντος.
Με γλώσσα απλή μάς εισάγει, χωρίς επιτήδευση και χωρίς συγκρούσεις του παλαιότερου κόσμου, στον νεότερο με εικόνες και σκέψεις σε μια νοητή σύμπλευση της προσωπική της πορείας στο χρόνο, έτσι όπως η ίδια τον έζησε σε παρελθόντα χρόνο και όπως βιώνεται με αναμνήσεις και νοσταλγία στον παρόντα χρόνο.
Το βιβλίο της Λένας Δημητριάδου με τίτλο «Το καροτσάκι στον Αλιάκμονα», εκδόσεις Μαλλιάρης παιδεία, 2020 είναι το πρώτο της αυτοβιογραφικό συγγραφικό έργο της. Το εξώφυλλο κοσμεί φωτογραφεία της παιδικής της ηλικίας με φόντο τη γέφυρα στο φράγμα του Αλιάκμονα, πρωτοποριακό υδροηλεκτρικό έργο της εποχής.
Από λογοτεχνικής πλευράς, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η αυτοβιογραφία προϋποθέτει ένα ιδιαίτερο τρόπο ανάγνωσης, καθώς είναι μοναδικό είδος όπου ο αναγνώστης γνωρίζει εκ των προτέρων ότι -συγγραφέας, αφηγητής και κεντρικός ήρωας ταυτίζονται- πρόκειται δηλαδή για το ίδιο πρόσωπο και μάλιστα υπαρκτό.
Στην προκειμένη περίπτωση η αυτοβιογραφία βασίζεται απόλυτα στις αναμνήσεις της συγγραφέως. Η μορφή αυτών των αναμνήσεων δεν είναι μόνο αναφορά στα προσωπικά βιώματα και στα δικά της συναισθήματα αλλά αφορούν και τους άλλους με τους οποίους συναναστράφηκε και μεγάλωσε σε αυτήν τη δεκαετία, τον ενδιάμεσο χρόνο από τεσσάρων χρονών έως την πρώιμη εφηβεία των δεκατεσσάρων χρόνων της..
Οι ήρωες της Λένας Δημητριάδου είναι υπαρκτά πρόσωπα με τα οποία η ίδια συνδέθηκε σε σχέση κοντινή οικειότητας (συγγένεια ή φιλία) ή πιο απόμακρη (δημόσιες ή κοινωνικές σχέσεις) και με την αφήγηση της δίνει χαρακτήρες, ήθη και έθιμα, ιστορίες και πραγματικά κοινωνικά γεγονότα με αλήθειες ή υποθέσεις ακόμη και παιδικές φαντασιώσεις.
«Η ζωή που περνά και χάνεται κι η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται», λέει το λαϊκό άσμα σε αντίθεση με την συγγραφέα του βιβλίου «Το καροτσάκι του Αλιάκμονα» που πιάνει τη στιγμή του χρόνου και τη μνήμη της εμπειρίας που δεν χάνεται.
Αφηγείται με παραστατικό τρόπο την βιωμένη εμπειρία, καθώς αφήνεται στην ονειροπόληση και τις αναμνήσεις της, έτσι ώστε να έχουμε μια καθαρή εικόνα του τότε κοινωνικού γίγνεσθαι σε σύγκριση με το τώρα.
Η αφήγηση ξεπερνάει τα προσωπικά όρια της βιογραφίας καθώς περιγράφεται η συλλογικότητα-κοινωνικότητα της πόλης με προσεγμένες λεπτομερείς αναφορές σε πολιτισμικά στοιχεία. Με σεβασμό, διακριτικότητα και πολλές φορές βιωμένο νεανικό αυθορμητισμό προσεγγίζει τις ταξικές διαφορές, το σύστημα παιδείας από τα νήπια έως και την μέση εκπαίδευση, την εξουσία με το αυταρχικό αλλά και συναινετικό της πρόσωπο. Σχολιάζει τους διαφορετικούς τρόπους επιβολής της εξουσίας σχετικά με τα αξιώματα και τη θέση στα κοινωνικά πλαίσια, στα οικογενειακά συστήματα, τις σχέσεις της ελιτίστικης, της αστικής και της φτωχικής τάξης. Επί πλέον με περιγραφικό, σχεδόν επαγγελματικό, τρόπο γίνεται αρθρογράφος ενημέρωσης σχετικά με την Επιστήμη, την Τέχνη, την λαογραφική κουλτούρα της πόλης του τότε, (μουσική, θέατρο, τέχνη, κινηματογράφος, ψυχαγωγία, φεστιβάλ) καθώς και την ξεχωριστή πνευματική ζωή της κοινωνίας της Βέροιας.
Στον χωρόχρονο παρατηρούμε μια διαστρωμάτωση των γεγονότων με αντίστοιχες συναισθηματικές επιρροές. Στον αφηγηματικό λόγο της Λένας ξεχωρίζουν τρεις χρονικές αναφορές που ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο πήραν μέρος προσωπικά και κοινωνικά γεγονότα με θετικά και αρνητικά συναισθήματα, όπως γεννήσεις, θάνατοι, φοίτηση και αποφοίτηση σχολείων, φιλίες και αποχωρισμοί, κοινωνικές αλλαγές, αναγνώριση και ματαίωση, πολιτικά φρονήματα, κρυφός ή ανοιχτός ρατσισμός.
Σταθμοί αλλαγών για τη συγγραφέα: Η χρονιά του 1959, η συγγραφέας τότε τεσσάρων χρονών. Από εδώ ξεκινά η αρχή της αφήγησης με την πρώτη μετάθεση του πατέρα στη Βέροια και διαρκεί δέκα χρόνια. Το 1969 είναι το τέλος της αφήγησης, με μια δεύτερη δυσμενή μετάθεση του πατέρα σε άλλη πόλη και παράλληλα με τον ξαφνικό θάνατο του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Απώλεια και πένθος κόβουν την ροή της παιδικής αθωότητας και ορίζουν την ενηλικίωση με πόνο, ανασφάλεια, φόβο και αναπάντητα ερωτήματα. Δύο απρόσμενες απώλειες που άλλαξαν το χάρτη της, τραυμάτισαν και άλλαξαν τον τρόπο ζωής της με την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη-γενέθλια πόλη, αγαπημένη του πατέρα.
Μετά τριάντα πέντε χρόνια περίπου, το 2003 επιστρέφει στη Βέροια με νοσταλγία για τις παιδικές αναμνήσεις, και την χαμένη αθωότητα. Συγγράφει πλέον αυτές τις πολύτιμες στιγμές με την ωριμότητα και την ματιά της πλούσιας σε εμπειρίες ενήλικης γυναίκας.
Η αφηγηματική γραφή της Λένας Δημητριάδου μοιάζει με ταινία του κλασσικού κινηματογράφου όπου όλα τα γεγονότα σκηνοθετούνται με μοντάζ συνέχειας από πλάνο σε πλάνο, με γραμμικότητα στην παρουσίαση των γεγονότων και με κάποιες αναδρομές ή συμπλέξεις του παρελθόντος και του παρόντος. Ο τρόπος αυτός εξασφαλίζει την ρεαλιστική αφήγηση και πετυχαίνει με αξιοθαύμαστες σεκάνς την αναπαράσταση του πραγματικού. Θύμηση ονείρου, φαντασίας και πραγματικότητας πλεγμένες περίτεχνα σε ενότητες και κεφάλαια μας χαρίζει ως αφήγηση ιστορικού παραμυθιού η συγγραφέας.
Η Λένα Δημητριάδου θεωρεί διαδικασία κάθαρσης την επιστροφή της στην Βέροια, αγγίζοντας την απωθημένη νοσταλγία, την επιθυμία του νόστου χρωματισμένη με τον πόνο και την λαχτάρα της επανάληψης της βιωμένης καλής παιδικής ηλικίας.
Ο Ταρκόφσκι σε συνέντευξη για το έργο του «Νοσταλγία» θεωρεί ότι η νοσταλγία σηματοδοτεί μια θανάσιμη αρρώστια, μια βαθιά ανάγκη επιστροφής στη γενέθλια πατρίδα, στο δικό του σπίτι. Η ελληνική όμως λέξη νοσταλγία αναδεικνύει μια δυνατότητα στο παρόν να δημιουργήσει μια δυναμική υλική σχέση με το παρελθόν ή με άλλα λόγια, «αναφέρεται στην επί των αισθήσεων ή του σώματος καταγραφή της ιστορικής εμπειρίας». *
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η συγγραφέας αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο με την εισαγωγική ενότητα «Πρώτη χρονιά στις γειτονιές της Βέροιας».
Πρώτη μετάθεση του πατέρα από την Θεσσαλονίκη στη Διεύθυνση Γεωργίας Ημαθίας και μετακόμιση της οικογένειας στη Βέροια. Πρώτος αποχωρισμός από το σπίτι και την αγκαλιά του παππού και της γιαγιάς στην Τούμπα. Το πρώτο τους σπίτι στις γειτονιές της περιοχής της Ελιάς κοντά στη λεωφόρο Ανοίξεως. Ήταν μαγικά με την αυλή, τα λουλούδια, τις αυλές, τους μικρούς της φίλους, τις επισκέψεις, τον παγωτατζή που πουλούσε στη ζέστη τα χωνάκια της απόλαυσης.
Είναι μόλις τεσσάρων χρόνων, ένα παιδί ασχημάτιστο αλλά που ήξερε να επιβάλει τις επιθυμίες του πρώτου εγώ, με τον ακαταμάχητο τρόπο της παιδικής αφέλειας και παντοδυναμίας. Ένα παιδί που γνώριζε με αθωότητα και εξοικείωση το νέο σπίτι τους και την κυρία Ευανθία, ως άλλη γιαγιά της. Γνωρίζει με παιδική περιέργεια την νέα γειτονιά, τις ελευθερίες και δεσμεύσεις, τις μικρές φίλες που με τα ομαδικά παιχνίδια κάλυπτε τις πρώτες επικοινωνιακές ανάγκες και την εγωκεντρική παιδική δύναμη.
Μετά ένα χρόνο η οικογένεια θα μετακομίσει σε νέο σπίτι που το θεωρεί δικό τους, το σπίτι στην πρώτη πολυκατοικία στον κεντρικό δρόμο της Μητροπόλεως. Χαρά και περιέργεια η νέα αλλαγή για την μικρή Λένα που μπαίνει στο κέντρο του κύκλου των νέων φίλων της, άλλοτε κλαίγοντας και άλλοτε γελώντας.
Και ύστερα, τριάντα πέντε χρόνια μετά η Λένα του 2023. Πλησιάζει συγκινημένη την πρώτη γειτονιά της στην Ελιά. Η βροχή να στάζει απ΄ την ομπρέλα και αυτή με συγκίνηση ψάχνει να βρει το σπίτι της κυρίας Ευανθίας αλλά τίποτε δεν θυμίζει εκείνο το όνειρο. Μόνο πολυκατοικίες, άσφαλτος και δυσκολία να βρει κάποιος ελεύθερο στενό από αυτοκίνητα για να παρκάρει. Ευτυχώς δεν συνάντησε κανέναν από τους μπαμπούλες εκείνης της εποχής που ήταν οι φανταστικοί απαγωγείς γύφτοι, το φόβητρο ότι θα την πάρουν αν είναι άτακτη, οι άνθρωποι φαντάσματα με ανοίκειο σώμα και πρόσωπο που φοβόταν τόσο πολύ. Γενικά όλοι οι ήρωες των παραμυθιών, ίσως και αληθινοί, που ήταν μόνιμη απειλή και συγχρόνως προστατευτικός τρόπος για το αθώο παιδί που θα τους εμπιστεύονταν με θαυμασμό μιας και ήταν ντυμένοι με παιδικό θαυμασμό.
Όλα διαφορετικά, θλίβεται, δάκρυα στάζουν απ΄ την ομπρέλα.
Μια βαθιά ανάσα και πλησιάζει το επόμενο δικό τους σπίτι, ένα χρόνο μετά απ΄ το σπίτι της κυρίας Ευανθίας, στην οδό Μητροπόλεως, κεντρικός δρόμος της πόλης.
Η πρώτη πολυκατοικία που κτίστηκε εκείνη τη χρονιά. Το διαμέρισμα τους στο δεύτερο όροφο. Το δικό τους καταδικό τους σπίτι. Τίποτε δεν άλλαξε αλλά το διαμέρισμα τώρα στην πόρτα είχε ένα άλλο άγνωστο όνομα.
Ήταν το οικείο και δικό της σπίτι αλλά τώρα συγχρόνως ήταν ανοίκειο και ξένο. Είχε στην πόρτα ένα άλλο ξένο όνομα. Όλα ανοίκεια και παράξενα! Ένα κόμπος στο στομάχι.»
Εδώ η συγγραφέας ονειροπολεί. Θυμάται το όμορφο διαμέρισμα με το μεγάλο μπαλκόνι. Τις φίλες της μαμάς και του μπαμπά. Τις κοινωνικές βεγγέρες τους, τα κεράσματα, τα τραγούδια, την οικειότητα και την αποδοχή που είχαν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Η αξία των γυναικών μετρούσε με την νοικοκυροσύνη, τα όμορφα προικιά, το όνομα αν ήσουν από τζάκι και φυσικά αν ήσουν όμορφη και κομψή με τα πρότυπα της εποχής. Όλα ήταν τέλεια και η Λένα νιώθοντας μικρή ήθελε να μεγαλώσει, να τους μοιάσει σε δύναμη και παραδοχή.
Τότε, ως μικρό παιδί, έπεφτε σε λούμπες. Συμπεριφορές μη αποδεκτές από το καταστημένο των μεγάλων, που δεν ήξερε να τις ελέγξει ως σωστό και λάθος. Χωρίς να ξέρει ότι κάποια πράγματα δεν λέγονται όπως τα λένε οι μεγάλοι στις σχέσεις οικειότητας και τότε ένιωθε ενοχή και ντροπή.
Η μικρή Λένα ανοίγει τα φτερά της στις τάξεις του Δημοτικού, έξω από το στενό σπίτι και τη σκιά της μεγάλης κατά εννέα χρόνια αδελφή της. Έξω από την εξουσία και τον στενό αυστηρό έλεγχο της μητέρας. Ο πατέρας θαυμαστής της μικρής πανέξυπνης Λένας την φτάνει στα όρια του παιδικού υπερεγώ. Καμαρώνει, νιώθει ξεχωριστή, είναι το αγαπητό παιδί των δασκάλων, των φίλων της οικογένειας και των δικών της. Όταν χάνει το όριο φοβάται και ντρέπεται, αλλά είναι πολύ γλυκιά κατάσταση η ελευθερία του λόγου.
Γνωρίζει συμμαθήτριες, συμμαθητές και φίλους. Τους κερδίζει εύκολα γιατί είναι αριστούχα μαθήτρια, ψιλή, όμορφη και έχει την υποστήριξη του πατέρα της. Η μητέρα της επίσης κοινωνική αλλά πολύ αυστηρή στους κανόνες συμπεριφοράς. Η ζωή τους είναι γεμάτη από αυστηρά όρια, από τις αξίες τους, τα αριστεία και τις επιδόσεις.
Οι φίλες της μαμάς στην πολυκατοικία, οι συνάδελφοι του μπαμπά, οι συγγενείς που τους επισκέπτονταν συχνά και διασκέδαζαν με εκδρομές, τα καλοκαίρια στη θάλασσα, οι κολλητές φίλες της έδιναν ένα χρώμα ποιοτικής ανέμελης ζωής.
Αλλά αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην αυτοβιογραφία της Λένας είναι η λογοτεχνική γραφή της που δίνει τους αληθινούς χαρακτήρες των ηρώων της μ΄ ένα ιδιαίτερο τρόπο χωρίς να υπερεκτιμά ή ν΄ αδικεί την αλήθεια τους, διότι μιλάει με συναισθήματα που γεννήθηκαν από τις σχέσεις μαζί τους. Έτσι οι καθηγητές μπαίνουν στη λίστα των αναμνήσεων έτσι όπως ήταν και βιώθηκαν μέσα στην σχέση τους. Καλόβολοι, με κατανόηση και σεβασμό προς τα παιδιά, άκαμπτοι και ψυχαναγκαστικοί, επιθετικοί με εξουσία του ρόλου τους, στενών ή ανοιχτών αντιλήψεων, οικείοι ή απόμακροι. Αυτή είναι η αλήθεια της, όπως την έζησε στα αυστηρά σχολεία της επαρχίας του τότε! Η αυστηρή εκπαίδευση τραυμάτιζε βαθιά πολλές φορές και κατέπνιγε την ανάγκη για ελευθερία σκέψης και λόγου στους νεαρούς μαθητές.
Δεν διστάζει σε αυτή τη λίστα να βάλει και τους γονείς, όταν ήταν άκαμπτοι και αυστηροί στις αντιλήψεις τους. Ο τίτλος του βιβλίου, « Το καροτσάκι στον Αλιάκμονα» αναφέρεται σε μία συμπεριφορά της μητέρας της, που θεωρώντας ότι κάνει κάτι σωστό για την ενηλικίωση της Λένας δημιούργησε ένα παιδικό τραύμα με την θυσία του αγαπημένου της παιχνιδιού. Της στέρησε το όνειρο, να είναι καλή μαμά που βγάζει το μωρό της- κούκλα βόλτα. Η μητέρα πέταξε το καροτσάκι στα νερά του Αλιάκμονα υποστηρίζοντας ότι μεγάλωσε και δεν πρέπει να παίζει πλέον. Η μικρή Λένα θρήνησε με πένθος την καταστροφή του παιχνιδιού της και θυμάται ακόμη το πόνο της απώλειας. Ήταν άσκηση σιωπηρής επιβολής και βίας στην αναπαράσταση της ενστικτώδους μητρότητας του μικρού κοριτσιού.
Η ομορφιά της γραφής της Λένας Δημητριάδου, πέρα από την πυκνή σύνδεση των προσωπικών καταγραμμένων αναμνήσεων με ποικίλα συναισθήματα, υποστηρίζεται από την υποκειμενική άποψη και από την αλήθεια και την αντικειμενικότητα των πραγματικών γεγονότων, έτσι όπως εμφανίζονται και με τις δύο όψεις, άσπρου-μαύρου, θετικού-αρνητικού, αγαπημένου-μισητού, οικείου-ανοίκειου.
Όλα στην αφήγηση της Λένας Δημητριάδου έχουν μια ξεχωριστή γοητεία καθώς διανθίζονται με τις αντιθέσεις της καθημερινότητας, των σχέσεων, των ονείρων, των επιθυμιών και τις αναπάντεχες ανατροπές που επιφυλάσσει ο χρόνος
Γράφει στο κεφάλαιο 26, «Οδηγώντας δίπλα στο ποτάμι»
« Μόλις έχουμε πάρει το αυτοκίνητο. Ένα εγγλέζικο λευκό Αustin –Morris. Κάνουμε βόλτα για εξάσκηση στα γύρω χωριά. Οδηγεί ο μπαμπάς. Η μαμά συνοδηγός και πίσω εγώ βοηθός. Ο αγροτικός δρόμος δίπλα σχεδόν στο ποτάμι, έρημος…
Που να ξέραμε τότε… ότι αυτό το νέο σπορ της οδήγησης θα ήταν μοιραίο και ανατρεπτικό για όλη τη ζωή μας, λέει η συγγραφέας αναβιώνοντας τα γεγονότα του 1969. Ανατροπές χωρίς έλεγχο, δικτατορία, δυσμενείς μεταθέσεις, κατάχρηση εξουσιών, κλειστά στόματα, πλήρης παρέμβαση του καθεστώτος στην απλή καθημερινή ζωή των πολιτών, πολιτικά φρονήματα, δυσμενής μετάθεση του πατέρα, αιφνίδιος θάνατος του «Θαυμαστή προστάτη πατέρα».
Επώδυνη επιστροφή, τέλος της αθωότητας, άγνωστο το μέλλον. Ενηλικίωση βίαιη, όπως βίαια θυσιάστηκε το σύμβολο «Το καροτσάκι στον Αλιάκμονα», της παιδικής μητρότητας, της θηλυκότητας, της γυναίκας.
Οι τρεις γυναίκες, (μητέρα και οι δύο κόρες), μαζί με τη θεία Λούλα, στο τρένο για την Θεσσαλονίκη, που τόσο αγαπούσε ο μπαμπάς. Αλλά χωρίς εκείνον τώρα.
Γράφει στη σελίδα 163 « τσαφ-τσουφ:
«Τσαφ-τσουφ/ το τρένο περνά
Να ξεχάσω, να ξεχάσω, να ξεχάσω!
Να φύγουμε, να φύγουμε, να φύγουμε!
Βέροια, Βέροια, Βέροια!
Να επιστρέψω, να επιστρέψω, να επιστρέψω!
Κάθαρση, κάθαρση, κάθαρση!»
Χρόνια μετά το ευλογημένο εκείνο ταξίδι της κάθαρσης του 2003.
Και μετά δέκα τρία χρόνια πάλι εκεί, στη Βέροια το 2016. Οι παλιές φωτογραφίες ζωντάνεψαν και αγκάλιασαν την «Ελενίτσα» οι φίλες και φίλοι του τότε, ενήλικες πια, σε μια νέα συνάντηση για το βιβλίο της «Το καροτσάκι στον Αλιάκμονα», ένα μπουκέτο λέξεων και συναισθημάτων σε σύνθεση προσωπικής αφήγησης να κυλάει όπως το νερό στο φράγμα του Αλιάκμονα και να φυλάει στην υγρή αγκαλιά του το « παιδικό καροτσάκι της αθωότητας».
7/3/2025