Στο ερώτημα «Ποιος είναι άραγε ο σκοπός της τέχνης;», τεκμηριωμένη απάντηση είναι η θεωρία ότι, το καλλιτεχνικό αντικείμενο στην ιστορία της τέχνης, από την παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση, είναι μέσον επικοινωνίας και έκφρασης.
Η Τέχνη- ζωγραφική και ποίηση- ερμηνεύτηκε ως φορέας μέσω της οποίας οι αξίες, η κοσμοαντίληψη, οι στάσεις, οι προθέσεις, οι ιδέες και τα συναισθήματα του δημιουργού σε προσωπικό και συλλογικό γίγνεσθαι εκφράστηκαν διαχρονικά είτε με σκοπό είτε πηγαία χωρίς αιτιότητα του ψυχισμού.
Η παρούσα ποιητική συλλογή επιβεβαιώνει τον σκοπό της Τέχνης.
Η Σοφία Περδίκη με την διττή καλλιτεχνική ιδιότητα, της εικαστικού και της ποιήτριας, στην πρόσφατη ποιητική συλλογή της «Η σειρήνα του χρόνου», εκδόσεις ΑΩ, 2024, ζωγραφίζει με λέξεις και μιλάει με χρώματα. Ταξιδεύει το αναγνωστικό κοινό με σιωπές στις αναζητήσεις του εσωτερικού κόσμου και κραυγάζει με απόγνωση όταν τον καλεί να βγει στον έξω παράλογο κόσμο και τα σκοτεινά μονοπάτια της πραγματικότητας.
Ο τίτλος «Η σειρήνα του χρόνου» και η εικόνα του εξωφύλλου παραπέμπουν στην έννοια του κυκλικού χρόνου, του Ουροβόρου Όφι, που η αρχή του χάνεται στο παρελθόν και το τέλος του είναι και πάλι η αρχή.
Ιδιαίτερα πολύμορφος ο βιωμένος προσωπικός χρόνος της ποιήτριας. Έχει χρώμα, άρωμα, αισθητική, παραδοξότητα ενός ιδεατού κόσμου και αντιστάσεις έναντι της αλλοτριωμένης πραγματικότητας.
Ο ποιητικός της τόπος δημιουργείται και ξετυλίγεται στο χρόνο της μεταμορφωμένης εντροπίας σ΄ένα ονειρικό κήπο φυτών και λουλουδιών. Ένας κόσμος της αρχέγονης γης, της θάλασσας και του ουρανού και όλες τις παραλλαγές και τις μεταλλάξεις, της γέννησης, της δημιουργίας, της εμπειρίας ζωής και θανάτου.
Ο τίτλος του βιβλίου, δάνειο από το ποίημά της «Η σειρήνα του χρόνου», (σελ.35), παραπέμπει στα ίχνη του μυθικού χρόνου των σειρήνων και το σαγηνευτικό τραγούδι της αποπλάνησης των ταξιδευτών, οδηγώντας τους στον θάνατο, ενώ παράλληλα γίνεται αναφορά στον θρυμματισμένο χρόνο του παρόντος με την σειρήνα του συναγερμού που ο διαπεραστικός ήχος του τρόμου είναι η προειδοποίηση επερχομένου κινδύνου και καταστροφής.
Νύμφες της θάλασσας οι μυθικές σειρήνες που τιμωρημένες από την θεά Δήμητρα για την αποτυχία τους στην ανεύρεση της κόρης της τις καταδίκασε να ζούνε, ως γυναικεία τέρατα, απομονωμένες σ΄ ένα νησί σαγηνεύοντας με το τραγούδι τους ταξιδιώτες και οδηγώντας τους στον θάνατο.
Είναι η σειρήνα του χρόνου ο θάνατος και αναπόφευκτη η μετωπική σύγκρουση μαζί του; Κινδυνεύει ο ποιητής καλλιτέχνης δημιουργός, σαγηνεμένος από το τραγούδι της ποιητικής ορμής και του πνεύματος, να αποκοπεί από την πραγματικότητα και να χάσει το αληθινό του πρόσωπο κάτω από τη μάσκα της αναπόλησης του μεγαλείου και της αποπλάνησης;
Η ποιήτρια αναζητάει απαντήσεις ανιχνεύοντας την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή και γράφει στο ποίημα «Μην τον ξυπνάτε τον ποιητή»,(σελ.47):
«Μην πλησιάζετε τον ποιητή / όταν κοιμάται / Φωλιάζουν στα μάτια του / τα όνειρα σας / ιδροκοπούν οι πόθοι οι κοινοί / στο κρεβάτι του».
Στην προμετωπίδα του βιβλίου με τον στίχο «Νοέμβρης και στο μυαλό μου βρέχει καλοκαίρια», του ποιητή-ζωγράφου Αλέξανδρου Ίσαρη, θείου-μέντορα της Σοφίας, η ποιήτρια σκιαγραφεί τ΄ αχνάρια του δρόμου και την πορεία της στην τέχνη της ποίησης και της ζωγραφικής, δηλώνοντας την βαθύτερη συναισθηματική και πνευματική σχέση μαζί του.
Ανοίγει την πόρτα της συλλογή με τιμητική ανάκληση μνήμης στο πρόσωπο του και κλείνει με τον δικό της στίχο ταυτότητα, «Τώρα που χάθηκαν για πάντα / του βίου σου οι ουλές / στην άσπρη σκόνη που απομένει / σε ιχνογραφώ από τα συμφραζόμενα. / Όπως μου έμαθες».
Η ποιήτρια με σοφία, περίσκεψη, μυστικισμό και βύθιση στον απώτερο εαυτό της συνομιλεί με λέξεις και παραστατικές εικόνες, υπαινίσσεται την άμεση σχέση ύλης και πνεύματος, ατομικότητας και συλλογικότητας, ονείρου και πραγματικότητας, χρόνου άχρονου και παρόντος, ζωής και θανάτου.
Γράφει στο ποίημα «Η μάσκα», (σελ.34)
«Με κομμένη την αναπνοή / φοριέται της αναπόλησης η μάσκα / Απανωτές οι δόσεις μιας ανάμνησης / του μη γενομένου / που λίγο έλειψε και να συμβεί // …………..
(και συνεχίζει παρακάτω σαν συμπέρασμα)
// κι όπως η μέθη προχωρά / κι όλα θωρούνται από ψηλά / σαν να΄ταν βιωμένα / το χέρι σου θαρρείς / πάνω σε ύλη ακουμπά / ιδρώνει η παλάμη / κι ας κάνει κύκλους στον αέρα / Τα μάτια ανέφελα / περιεργάζονται την ομορφιά / το σώμα διάγει τον βίο του /ως θα΄ πρεπε / από τον Λόγο άκριτα / και η ψυχή πεταλουδόσχημη / ν΄ ακινητεί / ανάμεσα στο Εδώ και το Εκεί / πριν τυλιχτεί μέσα στης λύπης / το λευκό χαρτί/.
Πολλά τα πορτρέτα-αυτοπροσωπογραφίες της ποιήτριας, έτσι όπως βιώνει το χρόνο με πολλούς τρόπους χωρίς να έχει πάντα απόλυτη συνείδηση της πολυπλοκότητας κάθε κατηγορίας του χρόνου. Αυτή την πολυπλοκότητα που αναδύεται από απωθημένο και ασυνείδητο υλικό διαχειρίζεται η ποιήτρια με την ζωγραφική και τις λέξεις. Ο συνεχής χρόνος του παρόντος ενσωματώνεται στην αφήγηση της βιωμένης ζωής, ευδιάκριτος, διαδοχικός, κατανοητός χωρίς πάντοτε να είναι άμεσος. Αλληγορικός, συμβολικός, υπερεαλιστικός ο λόγος επιτυγχάνει το ανοίκειο να γίνεται αποδεκτό και οικείο χωρίς να φοβίζει η σύγκρουση ονείρου και πραγματικότητας, λήθης και μνήμης.
Στο εξώφυλλο, δικό της εικαστικό έργο, δεσπόζει το ακίνητο πορτρέτο- φαγιούμ;-, μιας γυναίκας που το λαμπερό της βλέμμα και μετά τον θάνατο της θα μείνει αναλλοίωτο και αθάνατο στον χρόνο. Είναι η αιώνια σειρήνα του χρόνου, γυναίκα και πουλί, ύλη και πνεύμα.
Φοράει το κόκκινο καπέλο, τα μαλλιά ξεχειλίζουν ελεύθερα έξω απ΄αυτό σαν τα πλοκάμια της μέδουσας, σαν φευγαλέες υγρές σκέψεις. Μιλάει μαζί της η ποιήτρια και της καθρεφτίζει τις βαθιά χαραγμένες γραμμές της ζωής, τα βιωμένα αποτυπώματα λίγο πριν σβήσουν από το πρόσωπο της.
Στο ποίημα της «Θλίψη», (σελ.69), περιγράφει αυτή τη γυναίκα που βιώνει το κόκκινο πάθος και το τραύμα, στο σκοτεινό γήινο δάσος του πρωσικού μπλε, με τα μωβ της θλίψης στίγματα κι όλες τις αποχρώσεις του πνευματικού γαλάζιου χρώματος.
Συνοδοιπόρος στο ταξίδι της νύχτας το θαλασσόχρωμο πουλί με το κόκκινο λοφίο, την κορακιόμορφη αναγνωρίσιμη ταυτότητα και την κραυγή της ψυχής του, σκάβει το χώμα και βυθομετράει με το ράμφος της φαντασίας και της έμπνευσης τις απωθημένες μνήμες για υπαρξιακή τροφή.
Μετά από μια πορεία στον θρυμματισμένο παρόντα χρόνο, τις απώλειες και την ωριμότητα, γράφει:
«Θολώνει η θλίψη / το δεξί σου μάτι τ΄αγριμιού / παγιδευμένου / μ΄ένα δάκρυ μόνιμο / σαν ένθετο πετράδι / ένα ακατέργαστο ρουμπίνι / που σκάλωσε στο βλέφαρο / όταν σε ζάβωναν οι προβολείς / και σ΄ έριξαν κατάχαμα / Ματώνει η θλίψη / κι από το βλέμμα κατρακυλά / η μαγκωμένη σταγόνα / βρέχει τα χείλη για ν΄αρχινίσουν / εκείνο το παλιό λυπητερό τραγούδι / ένα νανούρισμα ύστατο στα βάσανα / με τα βαριά / τα ριζωμένα στην καρδιά σύμφωνα. / Τυλίγει η θλίψη / την πληγωμένη σου σκέψη / κουρνιάζει το μέτωπο /σε μεμβράνη που προστατεύει / για να βυζαίνεις ατάραχα απ΄την υγρή τη ρώγα / την κατακόκκινη σου ελπίδα ./
Η ποιήτρια «θυμάται κι αναπολεί. Τώρα που έσβησαν οι γραμμές της ζωής επιστρέφει στα φυλλοβόλα μηνύματα, σε αυτά που ήξερε καλά από «Τα μερομήνια», στην αρχή της εγκόσμιας εμπειρίας και τις μνήμες της «Ωκεάνιας ευδαιμονίας» στην υγρή ατάραχη μήτρα της αρχέγονης θάλασσας.
Με την διττή καλλιτεχνική της ιδιοσυγκρασία η Σ.Π. εικονοποιεί με λεκτικά σύμβολα τα εξελικτικά στάδια της υπαρκτής ζωής, την βιωμένη εμπειρία του τραύματος της γέννησής από την αρχέγονη μήτρα, την συμβιωτική σχέση με το στήθος της μητέρας, τις χαραγμένες γραμμές στο σώμα και τη ψυχή στον βιωμένο χρόνο, την πάλη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Ο ψυχαναλυτής-συγγραφέας Otto Rank στο βιβλίο του «Το τραύμα της γέννησης» αναφέρεται σε αυτό το τραύμα του αποχωρισμού, το φόβο της μοναξιάς και την βαθιά επιθυμία να γυρίσει εκεί που όλα ήταν μια ενότητα, ένα Όλον.
«Με εξέβρασε η θάλασσα / έναν Ιούνη / του περασμένου αιώνα / σε ακτή πολιορκημένη / από υπερμεγέθη γαϊδουράγκαθα.»
Ένα συμπυκνωμένο βιογραφικό με αρχή, μέση και τέλος που είναι ξανά αρχή, αποδοχή απωλειών και αναγέννηση ενός βιωμένου χρόνου με όλες τις παραλλαγές της αυτοπροσωπογραφίας της δημιουργού ζωγράφου και ποιήτριας.
Ένας Ιούνης πραγματικός ή συμβολικός γεννήτορας ενστικτωδών επιθυμιών, πάθους, τριβής και πόνου και μετά, ένας Ιούνης πενήντα φορές με ανοιχτά μάτια, μεταλλάσει την κόκκινη άβυσσο σε γαλάζια, μνήμες τις αρχέγονης θαλάσσιας μήτρας.
Αντισταθμιστικά στα βαρίδια-θεσμοί και πρέπει- που παγιδεύουν και καθηλώνουν, η ποιήτρια δημιουργεί ένα «συμπαντικό κήπο, φανερό ή μυστικό» με όλα τα είδη των λουλουδιών γνωστών ή εξωτικών, μέσα στον οποίο κινείται σαν να είναι ο κήπος της πρώτης ευδαιμονίας, του πειρασμού, της θεϊκής απαγορευτικής εντολής, της απώλειας της αθωότητας, της γνώσης του δένδρου της ζωής.
Δανείζεται την διαδικασία της φωτοσύνθεσης των φυτών για να μετατρέψει τα βλαβερά στοιχεία σε ζωτικά υλικά, την τοξικότητα σε ανάσες, το σκοτάδι σε φως. Προσομοιάζει με βλαβερά επικίνδυνα φυτά τις ανθρώπινες συμπεριφορές που πληγώνουν μέχρι θανάτου στο κόσμο της πραγματικότητας.
Κι έτσι «Περνούν οι μέρες μου / μέσα σε χώρους / που προσδιορίζουν ηλικίες μεταιχμιακές /…//…Μισή μέσα στην πραγματικότητα / κι άλλη μισή δοσμένη σε διαστάσεις αφηρημένες / του εαυτού μου απέκτησα εναλλακτικές εκδοχές».
Στο πεζοποίημα «Παιδική χαρά», ο θυρωρός-εξουσία στεκόταν στην είσοδο στητός και τους έδινε το κλειδί δεμένο με κορδελίτσα ρόδινη και την προϋπόθεση του παιχνιδιού γραμμένη σε κάρτα μαγνητισμένη. Ένα διπλό μήνυμα, όλα επιτρεπτά κι όλα απαγορευμένα, βιώνοντας έτσι τη μαγεία της αθωότητας και των αισθήσεων, την υπέρβαση των ορίων και των πρέπει του συστήματος με την απώλεια και εκδίωξη από τον παραδείσιο κήπο του ονείρου.
«Νικητές και ηττημένοι μείναμε στον τόπο, μονίμως από το παιχνίδι γοητευμένοι/ ένα σωρό από χρυσόσκονη και μια κορδελίτσα ρόδινη
Κι ύστερα, η απώλεια του ονείρου και της αθωότητας μπροστά στην οδυνηρή εμπειρία της απομάγευσης.
Πως οι κορδελίτσες έγιναν φύκια πράσινα και μεταξωτές κορδέλες; Πως από την αρχή, ως λανθάνουσα μνήμη, βιώνεται η απώλεια της εμπιστοσύνης, ο συνδετικός κρίκος της πρωτογενούς μητρικής συμβιωτικής και της διυποκειμενικής σχέσης με τον σημαντικό Άλλον, η ματαίωση του Συν-Είναι;.
Στο ποίημα «Έχω μία φίλη» η ποιήτρια κατονομάζει τον «Άλλον μυστικό εαυτό», αυτόν που εδρεύει στο κέντρο της ύπαρξης της, εκεί που το φως είναι ανέσπερο και μπορεί να είναι το ποιητικό υποκείμενο που ξέρει να μαγεύει και να από-μαγεύει, σαν alter ego, τον ονειρικό εύπιστο εαυτό. Την μικρή ανήξερη Νεφέλη, την κάθε Ελένη που σαγηνευμένη από το όνειρο και τις αναδυόμενες αισθήσεις του θεϊκού έρωτα, της ελευθερίας, φόρεσαν φτερά και κόκκινα σανδάλια κι ανυψώθηκαν στα σύννεφα, στροβιλίστηκαν με ψευδαισθήσεις σε ξένους δούρειους τόπους.
«Τα χέρια μου δεν τα αντικρίσατε; / εξείχαν απ΄τα τείχη / και τα περάσατε για κρινάκια του Μαγιού ισχνά / Κατάρα! // (ήμουν μάρτυρας πιστή σε ξένη γη / γιατί και το πάθος ξαποστέλνει σε φυγές εθελούσιες).
(Που είναι η ζωή, που η υπόσχεση;) διερωτάται η ποιήτρια
Και δίνει απάντηση με τους παρακάτω στίχους:
« Και τα βουνά έσκυψαν προστατευτικά στη θλίψη / που εξαπλώθηκε ίσαμε τη λίμνη «Ελένη» / κι ασημένια πόρπη σου κουδούνισε στον πάγο / δημιουργώντας ρήγμα / Μισή βρέθηκε έξω απ΄τ΄όραμα / η άλλη μισή κοίτεται / τυράννια αιώνια / -σου άλλαξαν και τ΄ όνομα- στα σκαλοπάτια των ποιητών γι΄ανάθεμα.», γράφει στο ποίημα «Άνοιξη –Νεφέλη».
Και σαν τον ζωγράφο Κλώντ Μονέ, που με την παλέτα και τον χρωστήρα του απαθανατίζει λίμνες και νούφαρα, καθώς πάλλονται στα γαλαζοπράσινα νερά για να παγιδέψει όλο τω φως της μέρας σε μία αρμονική σχέση με τη σιωπή, έτσι και η ποιήτρια ταξιδεύει στο όνειρο :
«Τριγυρίζει κάθε πρωί / στην κυκλική λίμνη / πάντα ανυποψίαστη / /τίποτε δεν προκαλούσε ταραχή /….// Όταν επέστρεφε / από την περιφορά στη λίμνη / τις νύχτες που αλυχτούσαν οι σκύλοι / κι έβλεπε / δόντια μες στα σκοτάδια / μάδαγε αργά του λευκού της νούφαρου τα πέταλα / που διώχνουνε τον φόβο μακριά».
Η Σοφία Περδίκη δεν σταματάει σε αυτές τις προσωπικές ανακαλύψεις. Κοιτάει μέσα από τον ολοστρόγγυλο καθρέφτη που θυμίζει την «Ασπίδα του Αχιλλέα» και όλο τον κύκλο της ζωής και των εποχών. Και εκεί είδε όλες τις εκφάνσεις την ζωής.
«Εκεί αλφαδιάζουμε τα όνειρα /και θαμπώνουμε σταδιακά / των μορφών μας τα περιγράμματα».
Η ποιήτρια-ζωγράφος δεν μένει μόνο στις εσωτερικές εντυπώσεις και καταγραφές, στα όνειρα και στην φαντασία. Απλώνει την διεισδυτική ματιά της στον έξω κόσμο και οσμίζεται την παρακμή. Αποτυπώνει μια σκληρή πραγματικότητα, ως μύστις-προφήτισσα , βλέποντας την ξεθωριασμένη και ξεφτισμένη τοιχογραφία μιας άλλης ρομαντικής εποχής γεμάτη υποσχέσεις κι ελπίδες. Θέλει να αποποιηθεί τον ρόλο μιας Κασσάνδρας που προβλέπει να γκρεμίζεται ο πραγματικός κόσμος, μη μπορώντας να ξεφύγει στον ιδεατό φωτεινό κόσμο των χρωμάτων, στο άρωμα του έρωτα και των λουλουδιών. Ανεβαίνει ο κισσός από την καρδιά και την πνίγει.
Στο ποίημα «Νεκρή γραμμή», το ανοίκειο και το φανταστικό στοιχείο μιας μεταφυσικής παραπέμπει στην προσωπογραφία του εξωφύλλου όπου το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί σε ακατάληπτη γλώσσα με τον εαυτό του σε μια φανταστική εικονική συνομιλία, αφού το πορτρέτο του εαυτού χαραγμένο σε κερί και χρώμα είναι ένα φαγιούμ που τοποθετείται στη θέση της κεφαλής του νεκρού.
«Και παρ΄όλο που η συνομιλία / κατέστη ανέφικτη / αναπτύχθηκε μια οικειότητα /…//κι ας ένιωθα ότι δεν υπήρχα πλέον εγώ /».
Η ποιήτρια όμως υπάρχει με ζωντανή παρουσία, κραυγάζει για την δυστοπία, την πατριαρχική εξουσία, την κακοποίηση της γυναίκας. Την εξουσία των δυνατών και τον αφανισμό των αδυνάτων. Την επικράτηση των δελφίνων και των συνεχιστών της εξαθλίωσης και του θανάτου.
«Είχαν αποκτήσει πρόσφατα έναν γυάλινο βωμό όπου θυσίαζαν καθημερινά ένα κομμάτι τους».
Τα ποιήματα, «Τα χρυσά κλουβιά, «Ορυμαγδός», «Αναλγησία» «Πνιγμένος» παραπέμπουν στην υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας και ασφαλώς και τη δική μας.
Κλείνοντας, μαζί με την Σοφία Περδίκη και το δώρο της ποίησής της, ας κρατήσουμε ένα μυστικό όπλο, κόντρα σε όλη αυτή την αλλοτρίωση και μετάλλαξη της ανθρώπινης ύπαρξης.
Υπάρχει ένας μυστικός «Θερμός κήπος» στα μπαλκόνια της καρδιάς μας με εξωτικά λουλούδια και μεθυστική μυρωδιά.
Γράφει στο ποίημα «Θερμός κήπος»
Η κυρία στο απέναντι μπαλκόνι /
Κάθε πρωί ποτίζει άνθη εξωτικά
Τα έφερε από τα τροπικά δάση /
Μέσα στη γυάλινη βαλίτσα
Με τα οικόσημα χαραγμένα στα χερούλια.
Εκεί διατηρεί την ιδανική θερμοκρασία
Για τα μυστικά που κρύφτηκαν στα παχιά φύλλα.
Η κυρία ταξιδεύει κάθε πρωί. /
Από το σαλόνι μεταφέρει
Την διάφανη αποσκευή στη βεράντα/
Και πάνω στα σπασμένα της μωσαϊκά /
Ανοίγει προσεκτικά με ένα μοναδικό αντικλείδι/
Τον προσωπικό της θερμό κήπο σε θέα κοινή.
Αριστούλα Δάλλη, 23/10/ 2025
