You are currently viewing Χαρούλα Βερίγου: Εγώ, η νύφη που …

Χαρούλα Βερίγου: Εγώ, η νύφη που …

Εγώ, η νύφη που …

 

Είχε διανύσει αρκετά χιλιόμετρα το υπεραστικό λεωφορείο, Γιάννενα – Κόνιτσα, μα εκείνη ήταν σίγουρη πως πήγαινε στην Ηγουμενίτσα. Εκεί θα περίμενε ο σύντροφός της, ο οποίος είχε φύγει νωρίτερα παίρνοντας στο αυτοκίνητό του, τους γονείς, τον ξάδερφο και τον θείο της που είχαν φτάσει αεροπορικώς. Την άλλη μέρα θα γινόταν ο γάμος, ο γάμος της στους Φιλιάτες. Δεν είχε ξανακάνει τη διαδρομή, οπότε έμενε ανυποψίαστη για ό,τι θα ακολουθούσε, το ίδιο και η αδελφή της στο διπλανό κάθισμα. Μέσα από το θολό από τις ανάσες τζάμι θαύμαζε τα διαφορετικά από όσα ήξερε μέχρι τότε τοπία, κατάφυτα από πυκνή χαμηλή βλάστηση και ψηλά δέντρα. Οι εντυπωσιακοί φθινοπωρινοί χρωματισμοί συνηγορούσαν στον έρωτα και στη ρέμβη της, ναι, μια γόνιμη ρέμβη που δεν χόρταινε να απολαμβάνει μέχρι λατρείας. Στα επόμενα χρόνια η ίδια θέαση του τοπίου, πρώτα θα τής μάθαινε ανάγνωση στον βαθύ πόνο και μετά στο πώς να τον απαλύνει ψιθυρίζοντας ιστορίες του νερού και ονόματα. Του νερού, που ξέρει να ξεπλένει αμαρτίες όσο ταυτόχρονα δημιουργώντας προϋποθέσεις για άλλες, σε αφήνει να ξεγελαστείς, να πέσεις στην παγίδα πως θα ξεδιψάσεις …

Άνοιξε την τσάντα της, πήρε μια καραμέλα γάλακτος, την τελευταία που είχε –αυτή με την αγελαδίτσα- ξετύλιξε το χρυσαφί χαρτάκι, έκανε να την φέρει στο στόμα, κάποιος την χτύπησε στον ώμο, ξαφνιάστηκε, μια αδέξια κίνηση και έχασε τη γλύκα μέσα απ’ τα χέρια της.

-Εισπράκτορας, δήλωσε την ιδιότητά του ο άντρας που την είχε σκουντήσει.

-Ο εισπράκτορας, ο εισπράκτορας, επανέλαβε η αδελφή της -μικρότερη η Φαίδρα, μαθήτρια ακόμη στο γυμνάσιο- δείχνοντάς εκείνο τον κύριο με το παχύ μουστάκι που ζητούσε τα εισιτήρια για έλεγχο.

-Πού, πάν’ οι τσούπρες; με χαρακτηριστική προφορά.

-Ηγουμενίτσα, απάντησε και χαμογέλασε.

Ο εισπράκτορας κοίταξε μια τα εισιτήρια και μια τις κοπέλες σηκώνοντας τα φρύδια. Ύστερα, πήγε στον οδηγό και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Ξαναγύρισε για να ανακοινώσει πως το λεωφορείο όχι μόνο δεν πήγαινε στην Ηγουμενίτσα, αλλά και είχαν απομακρυνθεί από τα Γιάννενα προς διαφορετική εντελώς κατεύθυνση.

-Και τώρα; με την ψυχή στο στόμα είχε ρωτήσει.

-Τώρε για κατεβαίνετε εδώγια τσούπρες, αν είστε τυχερές θα σας φορτώσει, σε τρεις ώρες το λεωφορείο πο ’ρχεται από Θεσσαλονίκη.

Κοίταξε γύρω της, μέτρησε βουνά, κορφές, την ερημιά, ούτε ένα σπίτι, μόνο ένα γιαπί ξεχώρισε στο βάθος μιας αλάνας. Έκανε να διαμαρτυρηθεί, εκείνες ήταν σίγουρες πως είχαν μπει στο σωστό λεωφορείο, το είχαν διαβάσει πριν επιβιβαστούν, «ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ» έγραφε η ταμπέλα με μαύρα κεφαλαία γράμματα, κι όχι μόνο είχαν ρωτήσει στο γκισέ του πρακτορείου, μα είχαν  μπει μάλιστα πρώτες, μισή ώρα νωρίτερα, για να είναι σίγουρες, είχε κοιτάξει το ρολόι της, η ώρα ήταν δώδεκα και θα έφευγαν μισή ώρα μετά. Αυτή η σιγουριά που κατέρρεε…

«Η σιγουριά, αυτή η ψεύτρα, η ψεύτρα με τα δεκανίκια» θα έλεγε αρκετά συχνά στα επόμενα χρόνια, περιγράφοντας εκείνες τις στιγμές που την είχαν φέρει πρώτα σε αμηχανία και μετά σε απόγνωση.

«Θα μας φορτώσει…» είχε νιώσει τόση ντροπή, ντροπή κι ας μην έφταιγε.

Είναι που καμιά φορά, δεν είναι ανάγκη να είσαι ένοχη για να νιώσεις ντροπή…

Είναι που καμιά φορά, δεν έχεις να πεις τίποτα, δεν βρίσκεις τις λέξεις…

Ούτε η διαμαρτύρησή της, σπασμένα λόγια: «μα ξέρετε, ο γάμος μου…  είναι… εγώ… εγώ είμαι… η νύφη αύριο…» ακούστηκε. Την κατάπινε ο θόρυβος…

-Τ’ άλλαξαν τσούπρες το λεωφορείο, έβαλαν το μικρό για σιακάτου, δεν είχε πολύ κόσμο, δεν πήραταν χαμπέρι καθώς φαίνεται οι μαύρες, τί να σας κάνω εγώ τώρε για; τούτο το μεγάλο το πήραμαν εμείς…

-Κατέβασέ τες, δεν θα πιάσομε κουβέντα με τις ξένες, ακούστηκε ο οδηγός, φρέναρε και άνοιξε τη μεσαία πόρτα.

Και κατέβηκαν…

Την τελευταία στιγμή θυμήθηκε ο εισπράκτορας, πως είχε και μια μικρή βαλίτσα. Την τράβηξε από το διχτυωτό ράφι πάνω από τα καθίσματα. Ίσα που πρόλαβε πριν κλείσει η πόρτα και τής την πέταξε στην άκρη του δρόμου. Εκείνη, την είχε ξεχάσει, από σαστιμάρα.

Εκεί στην ερημιά την κύκλωσε ο φόβος. Τον αισθανόταν να ανεβαίνει από τα γόνατα στη σπονδυλική στήλη κι ύστερα, στα λεπτά της χείλη που έτρεμαν να ψάχνει πέρασμα, να γίνει κραυγή, λυγμός, ουρλιαχτό.

Αγκαλιάστηκαν με την αδελφή της.

-Κάποιος θα περάσει, να κάνουμε ωτοστόπ είχε προτείνει η Φαίδρα.

-Ούτε να το σκέφτεσαι, κατηγορηματικά η Αταλάντη και περίμενε το θαύμα…

Στις τρεις ώρες που ακολούθησαν μέχρι να περάσει το άλλο λεωφορείο, αν μπορούσε κανείς να μπει στο μυαλό της, θα έβλεπε κύματα ανασφάλειας και πανικού να κονταροχτυπιούνται με μάνητα στην ψυχή. Θα άκουγε τις ίδιες επικριτικές φωνές που είχε αρχίσει να ακούει κι εκείνη: «Είσαι εντελώς χαζή, εσύ που παντρεύεσαι αύριο ξέρεις να κάνεις τίποτα σωστά; Πού ξανακούστηκε παραμονή του γάμου; Χαντακωθήκαμε μ’ εσένα…»

Στις τρεις ώρες που φάνηκαν αιώνες, μπορεί να μην σταμάτησαν να κλαίνε, αλλά κάποιες στιγμές από τον ένα λυγμό στον άλλο θαρρείς για να ξορκίσουν το κακό γελούσαν, έτσι χωρίς λόγο ή, μήπως με το πάθημά τους στον ξένο τόπο… Όταν μάλιστα σταμάτησε μια νταλίκα και ο οδηγός προθυμοποιήθηκε να πάρει τα κορίτσια, αφού μπορούσε και να διανυκτερεύσει για χατίρι τους στα Γιάννενα -ούτε να το είχαν συμφωνήσει από πριν- τού ανακοίνωσαν με ένα στόμα: «είμαστε με τον παππού μας, σταματήσαμε για να κατουρήσει, ο παππούς έχει προστάτη, να λίγο πιο κάτω έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του, το αγροτικό».

-Άντε, κατουρήστε κι εσείς να φύγουμε, τους είχε πει, μα έφυγε μόνος του.

Στις τρεις ώρες που ο βουνίσιος αέρας τους είχε περονιάσει τα κόκκαλα, κατάλαβαν πως από το μπερδεμένο τους μυαλό, πιο ανθεκτική, πιο δυνατή ήταν η ψυχή κι ας την κρατούσαν στα δόντια, η ψυχή που φορούσε την αθωότητα κατάσαρκα…

Στις τρεις ώρες που περίμεναν σ’ εκείνη την ερημιά, πηγαίνοντας πάνω κάτω μόνο όσο ήταν το μήκος της αλάνας, η Αταλάντη μετρούσε τα βήματα της. Σε κάθε βήμα έλεγε κι ένα όνομα. Αρχίζοντας από το Αριστείδης του πατέρα της, είχε φτάσει να ψελλίσει όλα τα ονόματα που ακούγονταν στο χωριό της, ακόμη κι εκείνη την κυρία Δημοκρατία θυμήθηκε μέσα στην απελπισία της, καθώς και τον Δράκο, τον άκακο γείτονα που τη βοηθούσε στην αριθμητική όταν πήγαινε στο δημοτικό.

Είχε πάρει να σουρουπώνει όταν ακούστηκαν από μακριά αλλιώτικα ουρλιαχτά, αυτά των λύκων -πρώτη φορά στη ζωή της τα άκουγε. «Καλλιόπηηη»  δυνατά, με παρατεταμένο το η στο όνομα της μάνας της, σαν να την καλούσε σε βοήθεια έσκισε τη σιωπή. Ο άνεμος κατόπιν, ουρλιαχτά και τη φωνή της, τα σκόρπισε, ίσαμε στις πλαγιές του βουνού και τα γύρισε πίσω πιο δυνατά, πιο άγρια. Πήρε μια βαθιά ανάσα, «ποιο άραγε να είναι το κίνητρό τους;» στη σκέψη μιας αγέλης λύκων στο δάσος, που δεν απείχε πολύ από το μέρος που βρισκόταν, το άσθμα την δυσκόλεψε πιο πολύ. Ένας ξερός βήχας είχε αρχίσει να τής γδέρνει τον λαιμό.

Τόλμησε να περπατήσει λίγο πιο μακριά, στα διακόσια μέτρα ήταν που βρήκε μια πέτρινη βρύση. Πήρε στις χούφτες το νερό, ξέπλυνε την αλισάχνη στα βλέφαρα, μετά ήπιε. Μια όμορφη γάτα που βρέθηκε στην ίδια ερημιά την ακολούθησε, καταδέχτηκε και τα χάδια της, κι έπειτα από λίγο βρίσκοντας πολύ ενδιαφέρουσα τη μικρή βαλίτσα αφού την περιεργάστηκε κάθισε δίπλα.

Στις τρεις ώρες, όσο έπεφτε το φως, τα μάτια της πίσω από τα μυωπικά γυαλιά άνοιγαν διάπλατα σαν του κούκου περιμένοντας να φανεί το λεωφορείο.

Και φάνηκε κάποια στιγμή η σωτηρία, η λύτρωση πάνω σε λασπωμένες ρόδες.

Έτρεξαν, μπήκαν μπροστά του.

Σταμάτησε.

Και επιβιβάστηκαν…

Γεμάτο κόσμο. Δεν υπήρχαν άδειες θέσεις. Με τη μικρή της βαλίτσα αγκαλιά στριμώχτηκε στο σκαλοπάτι της πίσω πόρτας.

Και ήρθε ο νέος εισπράκτορας, μα ό,τι και αν προσπάθησε να τού εξηγήσει, «τα εισιτήρια σας είναι άχρηστα, άκυρα, αυτό είναι άλλο δρομολόγιο δεσποινίς» είπε.

Άνοιξε το μικρό της πορτοφολάκι. Μέτρησε δύο πενηντάδραχμα και κάτι κέρματα, εικοσάρικα, δεκάρικα, τάλιρα, δραχμές, τέντωσε το αριστερό χέρι, τού τα ’δωσε. «Φτάνουν για δύο;» ρώτησε με αγωνία.

-Όχι μέχρι την Ηγουμενίτσα, μέχρι τη διασταύρωση για Φιλιάτες, τής γύρισε και ρέστα, οκτώ δραχμές…

Σαν κοτόπουλα κατέβηκαν, ζαλισμένες, στη διασταύρωση για Φιλιάτες, βράδυ πια. Κι από εκεί –άλλη θεοσκότεινη ερημιά- συνέχισαν με τα πόδια. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Και η μικρή της βαλίτσα στο χέρι. Θυμόταν…

Δεν είχαν κάνει ούτε ένα χιλιόμετρο όταν έσπασε το χαμηλό τακουνάκι στο δεξιό της κόκκινο παπούτσι. Είχε σταθεί βουβή ανάμεσα στα  γυμνά δέντρα. Λιγοψύχησε, για λίγο, μα ναι λιγοψύχησε. Σκοτάδι πια, τα κλαδιά μπλέκονταν μες στον αγέρα και οι ευκάλυπτοι λες κι άπλωναν πλοκάμια να της κλείσουν τον δρόμο. Τυραννισμένα και άγρια, γυρεύοντας, με το ένστικτο διέξοδο έπιασε το τραγούδι.

Την παλιά γέφυρα του Καλαμά, που κάποτε χρειαζόταν ειδική ταυτότητα για να σού επιτρέψουν τη διέλευση, εκείνη την είχε περάσει νύχτα και ξυπόλητη…

Κι ήταν φουσκωμένο το ποτάμι, τα θολά νερά βούιζαν αγριεμένα, τα περισσότερα σανίδια σάπια, μια άστοχη κίνηση και…

Δεν την πείραζε όμως, αισθανόταν πως αφού πέρασαν και το ποτάμι τα είχαν καταφέρει…

Στο πρώτο χωριό μετά τη γέφυρα, νύχτα πια, πρόλαβαν ένα φτηνιάρικο, κακοστημένο καφενείο-παντοπωλείο ανοικτό. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τον διάλογο με την όχι και τόσο ευγενική ιδιοκτήτρια, η οποία φώναζε με τη γλώσσα του σώματός της περιφρόνηση, μιζέρια και κακία.

-Καλησπέρα σας, διστακτικά ακούστηκε η μέλλουσα νύφη.

-Τι θες;

-Θα μπορούσα να τηλεφωνήσω στους Φιλιάτες; Είναι επείγον, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ.

-Λεφτά έχεις;

-Άπλωσε το χέρι, τής έδειξε τα τελευταία κέρματα που τής είχαν απομείνει.

-Μην πεις πολλά, δε φτάνουν οι παράδες για πολλές κουβέντες, πέφτουν οι μονάδες –κι ας μην είχε μετρητή- τής έσπρωξε το τηλέφωνο στον βρώμικο πάγκο, έριξε τους «παράδες» στο συρτάρι, φύσηξε τη μύτη της δυνατά, τη σκούπισε στην ανάστροφη του χεριού της, κι ύστερα στάθηκε να την παρατηρεί αδιάκριτα από τα νύχια ως την κορφή.

Και τηλεφώνησε…

Όταν κατέβαζε το ακουστικό, «ποια είσαι συ η ξένη;» κοφτά, μόνο από περιέργεια.

«Εγώ, η νύφη που, αύριο…» είπε κι ήταν λες κι ήθελε η ίδια να το ακούσει ή, να το πιστέψει;

Μισή ώρα μετά το τηλεφώνημα, μόλις είδε τον σύντροφό της, πίστεψε πως είχε τελειώσει η περιπέτεια και ο εφιάλτης.

Είναι κάποιες φορές που νομίζεις πως η λύπη είναι μόνο στις άκριες των ματιών σου, μόνο στα δάκρυα που κυλούν. Νομίζεις, πως μόλις σκουπίσεις τα μάτια σου μαγικά θα εξαφανιστεί.

Έτσι νόμιζε, μέχρι τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα σ’ εκείνο το σπίτι, στους Φιλιάτες, εκεί που θα ντυνόταν νύφη. Φωνές, τόσο δυνατές και με τόσο θυμό που μέσα στο βουητό τους οι λέξεις χάνονταν…

Λένε πως η ηρεμία είναι απόδειξη αθωότητας. Ήταν τόσο ήρεμη η Αταλάντη…

Οι εξηγήσεις της, δεν ήταν καθόλου πειστικές.

Όχι, δεν τους είχε περάσει από το μυαλό το ενδεχόμενο ενός τροχαίου ή, ο όποιος άλλος κίνδυνος που θα μπορούσε να είχε απειλήσει τη ζωή της Φαίδρας και της Αταλάντης, όχι κάθε άλλο. Οι πιο χυδαίες, οι πιο φτηνές, αυτές οι σκέψεις είχαν προτεραιότητα…

-Σκληρόπετσοι άνθρωποι, είχε πει η Καλλιόπη σίγουρη πως η δική της θυγατέρα δεν θα το ’σκαγε σαν κλέφτρα την παραμονή του γάμου -άλλωστε ήταν τόσο ερωτευμένη!

Όλα ήσαν ταπεινωτικά…

«Είναι που καμιά φορά τα γεγονότα έχουν δύο ή και περισσότερες αναγνώσεις. Καλό είναι να μη γαντζωνόμαστε στη μία άποψη, να βλέπουμε τα πράγματα και από άλλη οπτική γωνιά» -έτσι είχε δικαιολογήσει τη συμπεριφορά τους ο σύντροφος της.

Την είχαν προσβάλλει, όπως και άλλοτε, ακόμα μία φορά και πολύ χειρότερα κι όμως, εκείνη προσπαθούσε να πει κάτι καλό ακόμη και μα την συγγνώμη της.

Την άλλη μέρα, τραβούσε το νυφικό σηκώνοντας το ύφασμα από τα χέρια, από τους ώμους, από το στήθος, από την κοιλιά, σαν να είχε κολλήσει πάνω της, σαν να είχε γίνει ένα με το δέρμα, με την ψυχή της και ήθελε να το ξεκολλήσει.

Σαράντα χρόνια ύστερα από εκείνο τον επεισοδιακό γάμο, πήγαιναν με τον σύντροφό της στο Κεράσοβο. Είχε πεθάνει η θεία η Κατερίνα, η άλλοτε όμορφη αντάρτισσα, πρώτα της Μουργκάνας και μετά του Γράμμου, μια σπάνιας καλοσύνης και εντιμότητας γυναίκα αδελφή του πεθερού της. Η θεία, που δεν της ήταν άγνωστη αυτή η απίστευτη περιπέτεια, τής είχε πει κάποτε γελώντας: «να τους πάρει ο ποταμός, ο Σαραντάπορος που κατεβαίνει από τη Μαύρη Πέτρα, λίγο δε ντράπηκαν;».

Χωρίς δικαιολογίες, χωρίς ψέματα, άλλοτε με πόνο και άλλοτε με ειρωνεία, στα χρόνια που πέρασαν, παραδεχόταν πως δυσκολεύτηκε να τα καταφέρει στη συμβίωση –δεν ήθελε να μιλάει για το γάμο της, το είχε ακυρώσει μέσα της το επεισόδιο που τάχα μου ήταν και μυστήριο τρομάρα τους, -σιγά τα αυγά… Από την τέλεση του κιόλας είχε διαγράψει το γεγονός -τί τον ήθελε; γιατί αφού ήξερε πως o άνθρωπος έχει ζήσει για χιλιάδες χρόνια χωρίς το γάμο, πως ο γάμος είναι θεσμός που έχει εφευρεθεί άρα δεν είναι κάτι φυσικό, γιατί έπρεπε να πέσει στην παγίδα…

«Κανείς γάμος, θρησκευτικός ή πολιτικός –μόλις εκείνη τη χρονιά,17 Φεβρουαρίου του 1982 ήταν, που ο πολιτικός γάμος καθιερώθηκε και στη χώρα μας μετά από θεσμοθέτηση από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ- δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα συντηρεί τους συντρόφους ευτυχισμένους» έτσι τής είχε πει η καθηγήτρια της η Σωσώ, όταν τής είχε ανακοινώσει τα «ευχάριστα;». «Και έτσι για την ιστορία» είχε συμπληρώσει πως «η πρώτη απόπειρα για την εισαγωγή του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα είχε γίνει στις 10 Μαρτίου του 1926 από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Ιωσήφ Κούνδουρο, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο.» Καλά έκανε και πίστευε στην ελεύθερη ένωση των ανθρώπων και ναι, είχε δίκιο η καθηγήτριά όταν τη συμβούλεψε: «όταν σε μια σχέση καθένας ψάχνει για το καλό στον άλλο και υπάρχει αμοιβαία υποστήριξη, κατανόηση και σεβασμός, τότε η σχέση μπορεί να ανθίσει και να δώσει καρπούς αγάπης». Είχε ακολουθήσει μια παύση κι ύστερα «ἐλεύθειν ὅπου ἐρᾶ τις» είχε πει η Αταλάντη κοιτάζοντάς την στα μάτια.

Με νηφάλιες προσδοκίες είχε προσπαθήσει, υπέρ το δέον βέβαια σ’ εκείνο τον καινούργιο δρόμο μετ’ εμποδίων, που άλλοι έλεγαν δικό του ρίσκο «να πάρει ξένη» και άλλοι δικό της λάθος, όπως και να είχε όμως, εκείνος: «είναι η δική μας όμορφη ζωή, Αταλάντη μου…» έτσι τής έλεγε. Να το πίστευε άραγε;

Σαράντα χρόνια αφόρετες χαρές και φορεμένα παράπονα, τσαλακωμένα όνειρα και ατσαλάκωτοι καημοί, με αφορμή την αποδημία της θείας Κατερίνας, όλα, στη μικρή παλιά της βαλίτσα, ανάμεσα στα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όλα θα ταξίδευαν στον Σαραντάπορο…

Όσο και αν είχε αλλάξει το τοπίο, στη διαδρομή αναγνώρισε το μέρος όταν είδε την πέτρινη βρύση.

Αυτό που λένε: «Κορφή δεν έχει η χαρά, ούτε και η λύπη πάτο», το ήξερε καλά η Αταλάντη.

Στην ίδια εκείνη βρύση έσκυψε, μεγάλη πια, μα το νερό δεν στάθηκε ικανό να σβήσει μήτε τη δίψα, μα μήτε και τις αναμνήσεις της…

«Είναι που και το νερό έχει μνήμη, η βρύση, μια φιλενάδα που με θυμάται», συλλογίστηκε, σίγουρη πως είχε διατηρηθεί εκεί για πάντα εκείνο το μακρινό βλέμμα της, το γεμάτο αλισάχνη, αγάπη και παράπονο.

Η φωνή του τόπου, που μιλούσε και την καλωσόριζε στο κελάρυσμα της βρύσης, την είχε μουδιάσει χωρίς όμως να σκορπίζει όπως άλλοτε μέσα της φόβο. Τώρα όλα ήσαν αλλιώς. Όλα είχαν περάσει σαν πυκνό σύννεφο σε γυμνό ουρανό.

Εκεί, σ’ εκείνη την όμορφη πέτρινη μοναχική βρύση άνοιξε το παλιό σημειωματάριο: «Η αγάπη δεν είναι ουσιαστικό, η αγάπη είναι περισσότερο ρήμα. Αγαπώ θα πει βρίσκομαι κοντά σου, νιώθω την ανάσα σου. Αγαπώ, ασκούμαι, δεσμεύομαι, αφοσιώνομαι, εμπιστεύομαι. Αγαπώ δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση συνεταιρίζομαι, αγαπώ θα πει επιλέγω να αφήσω το εγώ μου, για να χωρέσει ο άλλος…»

Και είχε χωρέσει ευτυχώς, εκείνος ο άλλος πού τής είχε τάξει η Μοίρα και ας ήταν μετ’ εμποδίων.

-Μ’ αγαπάς;

-Φιλί-φιλί το πας… τής χαμογέλασε.

 

 

 

Ζωή Δικταίου, Κέρκυρα, 15 Δεκέμβρη 2024

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.