You are currently viewing Χαρούλα Βερίγου: Η Μαργέτα δεν θα κατέβαινε στο Άουσβιτς

Χαρούλα Βερίγου: Η Μαργέτα δεν θα κατέβαινε στο Άουσβιτς

Ταξίδι. Θολά πέπλα ρέμβης που πλάκωνε την ψυχή. Το τρένο είχε διασχίσει χιλιόμετρα χειμωνιάτικου τοπίου. Από τα παράθυρα συλλάβιζε η μνήμη χαμένες ζωές, εξόριστα όνειρα, τρόμο. Είναι που η μνήμη επιμένει να ξεφυλλίζει σελίδες από βιωμένα τοπία. Μια αμυγδαλιά ανθισμένη στο πουθενά, σημάδι, διαμαρτύρηση, προσευχή; Δεν ήξερε. Χλωμή, αμίλητη σαν ξασπρισμένη πέτρα, η Μαργέτα έβλεπε τη ζωή της να κυλά στις ράγες, να εκτροχιάζεται, να επιταχύνει για το πιο κρίσιμο σημείο, να μεγεθύνει την οδύνη.

Κρατούσε καθώς λέγανε από τη γενιά του μάστρο Τζάνη Κομίνη. Χωρίς γονείς, δεκαέξι ετών μα έδειχνε για είκοσι, Ιούνιο του 1944, μεταφέρθηκε μέσω της Ηγουμενίτσας στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και ύστερα στο Άουσβιτς. Οι δικοί της, τσιγγάνοι, πλανόδιοι έμποροι στην Οβριακή συνοικία της Κέρκυρας, δολοφονήθηκαν μαζί με μια οικογένεια Εβραίων. Δεν το γνώριζε, όπως δεν γνώριζε ότι την καταγγελία είχαν κάνει γείτονες…

Δεν ήταν εφιάλτης, όχι. Παρά την αναστάτωση, θυμόταν καλά την άφιξή της σ’ εκείνο το κολαστήριο, σ’ αυτό που ξαναπήγαινε έπειτα από εβδομήντα χρόνια. Θυμόταν, ένα βλέμμα απόγνωσης, καρφωμένο στα συρματοπλέγματα περιμένοντας να σωθεί από ένα θαύμα. Εικόνες φρίκης, αργά, ράθυμα περνούσαν βασανιστικά από μπροστά της.

Το τρίξιμο στις ράγες, γύριζε τον χρόνο ανάποδα, χρέος να διατηρηθεί μια υπόμνηση για τις επόμενες γενιές. Η πρώτη φρικτή θύμηση στον έλεγχο, τότε, που αφού ξύρισαν τα κεφάλια όλων και τους ξεγύμνωσαν, διασκέδαζαν να ακούνε τις κραυγές καθώς τους μαστίγωναν, χωρίς λύπη για κανέναν, παιδί ή ενήλικα. Θυμόταν, την επόμενη μέρα, νιώθοντας τον θάνατο να έχει χώσει μια λιμασμένη μούρη παντού, έψαχνε ένα πέρασμα, ας οδηγούσε στο άγνωστο, φτάνει να έφευγε. Ένα γερό χέρι ξύλο την είχε αφήσει λιπόθυμη. Ένας Πολωνός, ονόματι Μίλο την είχε φροντίσει. Μαζί του, κατάφερε να δραπετεύσει τον Οκτώβρη του 1945.

Καλός άνθρωπος, γύρω στα τριάντα, την προστάτευσε από τις πρώτες μέρες. Θυμόταν, τα χέρια του, έτρεμαν όταν δίνοντάς της κρυφά φαγητό που έκλεβε, άγγιζε τ’ ακροδάχτυλά της. Ο Μίλο ήταν ο λόγος που κρατήθηκε στη ζωή, ο δάσκαλος από την Κρακοβία, που είχε μελετήσει Όμηρο, Σοφοκλή και Έλληνες ποιητές. Την αγάπησε, τής έμαθε τα πάντα και τη γλώσσα του αργότερα. Πίστευε πως όσο κι αν ο θάνατος  παραμόνευε, δεν θα τους εμπόδιζε να σχεδιάζουν και να ονειρεύονται.

Πίσω από τα κλειστά βλέφαρα πέρασαν και τα χρόνια που ελεύθεροι έζησαν στο Ζγκορζέλετς μαζί με πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Ήταν πριν την εγκατάστασή τους στη Βαρσοβία. Αναμνήσεις ολοζώντανες, τα παιδιά που είχαν φτάσει μόνα, το σχολείο, τα παρτέρια με τις γλαδιόλες, ο φούρνος, οι κουβέντες, τα φευγαλέα βλέμματα στην ομολογία της ζωής. Θυμόταν, με συγκίνηση τον γάμο τους. Μαζί του είχε γλιτώσει. Πόσα του όφειλε!

Τώρα, με την θετή κόρη τους, τη Ρενέ, τρέμοντας είχε επιβιβαστεί στο τρένο, για να εκπληρώσει μια υπόσχεση. «Ρενέ» ψιθύρισε κάποια στιγμή «ξέρεις, πολλοί δεν άντεξαν, πέθαναν στα βαγόνια, ανάμεσα σε ακαθαρσίες. Κάποιοι άλλοι, οδηγήθηκαν αμέσως μόλις φτάσαμε, στους θαλάμους αερίων, τους έκριναν ανίκανους για εργασία…» και ξανά με λυγμό: «Ρενέ, θυμάμαι κάθε τρόπο που είχαν μεταχειριστεί για να κατακτήσουν την κόλαση.»

Κοίταξε στον αριστερό πήχη το τατουάζ, τον αριθμό που αντικαθιστούσε το όνομά της. Ήταν πάντα εκεί, ας είχε ξεθωριάσει, ήταν το παρελθόν, η ζωή, η ιστορία της. Έφερε το μπράτσο στα χείλη, το φίλησε, έγειρε κουρασμένη στο πλάι.

Ταξίδι με τρένο, στα άδυτα της ανθρώπινης διαστροφής, για ν’ αφήσει ένα λουλούδι. Θυμόταν, ισχνές παρουσίες με κουρελιασμένα ρούχα, φορτωμένες αγωνία και άδικο σε πορείες θανάτου, κάποιοι με κομμένα αυτιά -συνηθισμένη τιμωρία. Η οσφρητική μνήμη, ανακάλεσε την απαίσια μυρωδιά των καπνοδόχων. Ταράχτηκε.

Η Μαργέτα, ένα γέρικο, βασανισμένο σώμα, που απειλούσαν ακόμη παλιοί εφιάλτες, μετρώντας τις καλές στιγμές με ό,τι τής είχε απομείνει   –και ήταν μόνο η Ρενέ- πάσκιζε να υπερασπιστεί τιμή και σιωπή: «βιασμοί, βασανιστήρια, πειράματα, ακτίνες, στειρώσεις, απαγχονισμοί, αυθαίρετοι πυροβολισμοί». Άγγιξε το λαιμό της, πνιγόταν, αναστέναξε, πάλευε μέσα της, έφερε το χέρι στην κοιλιά, θαρρείς πονούσε ακόμη από εκείνες τις φαρμακερές ενέσεις με το καυστικό υγρό στη μήτρα της, κλώτσησε τον αέρα. Δεν κατάφερε να κρατήσει τα δάκρυα…

Ο φόβος του θανάτου και της ταπείνωσης, η ελπίδα, η αφοσίωση στον Μίλο, το μίσος προς τους Ναζί, η αγάπη για την Ρενέ, συσσωρευμένα συναισθήματα την κύκλωναν. Υποψιάστηκε τις συνέπειες.

«Φτάνουμε», είπε η Ρενέ φιλώντας την στο μέτωπο. Σ’ εκείνα τα λίγα λεπτά πριν τον τερματικό σταθμό, σε όνειρο, οι αχτίνες του ήλιου έπεφταν πιο γλυκές κι ας μη μπορούσαν να απαλύνουν τα τραύματά της. Το βλέμμα λαίμαργα αγκάλιασε ό,τι υπήρχε γύρω, δέντρα, σπίτια, δρόμους, φτερουγίσματα πουλιών. Η σκέψη σιωπηλά: «Το Άουσβιτς είναι σκοτάδι, μόνο σκοτάδι.»

Τελευταία χιλιόμετρα. Η Μαργέτα με διεσταλμένες τις κόρες των ματιών έχει επιστρέψει στην Οβριακή συνοικία της Κέρκυρας. Ο πατέρας της παίζει βιολί, η μητέρα της τραγουδάει:

«Sa me amala oro khelena

Oro khelena, dive kerena

Sa o Roma daje

Sa o Roma babo babo

Sa o Roma o daje

Sa o Roma babo babo

Ederlezi, Ederlezi

Sa o Roma daje…»

 

H Μαργέτα με μια έκφραση ευγνωμοσύνης μισάνοιξε τα χείλη

 

 

 

 

 

Χαρούλα Βερίγου-Μπάντιου
Κέρκυρα 15 Φεβρουαρίου 2025

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.