ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΙΔΗ
Οι Ινδιάνοι Πουέμπλο ονόμαζαν τον ποταμό Ρίο Γκράντε στα σύνορα Μεξικού και Τέξας «Ποσόγκε», Μεγάλο Ποτάμι.
Τι σχέση έχει όμως ένας ποταμός- σύνορο ανάμεσα σε δύο χώρες, ένα σύνορο που παραβιάζεται παράνομα από τους ανθρώπους που επιζητούν την ελευθερία τους, με μία δυτική συνοικία, τους Αμπελόκηπους στη Θεσσαλονίκη όπου εκτυλίσσεται η πλοκή του μυθιστορήματος; Ποιο είναι αυτό το Μεγάλο Ποτάμι με το οποίο μας καλεί ο συγγραφέας Χρήστος Χαρτοματσίδης να ταξιδέψουμε, να πλεύσουμε από το Κολοράντο έως τον Κόλπο του Μεξικού;
Ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές της επικής ταινίας που θα εξελιχθεί μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος; Και το πιο σημαντικό: σ’ αυτή την ταινία ποιοι είναι οι Απάτσι και ποιοι το Ιππικό; Ποιοι είναι δηλαδή οι καλοί και ποιοι οι κακοί;
Αν περιμένουμε μία σύγκρουση του Καλού με το Κακό δεν θα τη δούμε σε αυτό το μυθιστόρημα.
Αν περιμένουμε ένα μυθιστόρημα με ένα ερωτικό τετράγωνο με αρωματικές επιστολές, δαντέλες, πολυσύνθετες εκφράσεις και περίτεχνες λέξεις, μίση, μονομαχίες και πάθη όπως οι ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ του Λακλό, δεν θα το συναντήσουμε σ’ αυτό το μυθιστόρημα.
Αν περιμένουμε το δίπολο παρθένα- πόρνη, ή αγνή κόρη- δαιμονική γυναίκα, τόσο συνηθισμένο στα ανδρικά μυθιστορήματα που εύκολα καταφεύγουν σ’ αυτό το στερεότυπο, δεν θα το βρούμε στο Ρίο Γκράντε του Χρήστου Χαρτοματσίδη.
Γιατί στο Ρίο Γκράντε τίποτε δεν είναι ξεκάθαρο, τα σύνορα του ποταμού είναι θολά και συνέχεια μετατοπίζεται η κοίτη του. Και πρώτα πρώτα ποιοι είναι οι άνθρωποι του οργανωμένου εγκλήματος, ποιοι είναι οι αληθινοί παραβάτες του νόμου; Είναι οι μικρομαφιόζοι του περιθωρίου, όπως ο Νάσος ο θείος του Μπίλη ή οι μπάτσοι με αρχηγό τον ταξίαρχο Βελέγκα που πουλούν προστασία στα μαγαζιά, παραβιάζοντας τον νόμο, καταλύοντας κάθε έννοια ηθικής και νομιμότητας, χωμένοι βαθιά στη διαφθορά; Σε αυτό τον λούμπεν, περιθωριακό υπόκοσμο που τους νόμους και τη φρασεολογία του αποδίδει πιστά ο Χαρτοματσίδης με μία γλώσσα ζωντανή και φυσική όπως η αναπνοή, κυριαρχεί η διαπλοκή και η παραβατικότητα και των αστυνομικών και των απατεώνων, άλλοτε αυτοί οι δύο κόσμοι συνεργάζονται και άλλοτε έρχονται σε σύγκρουση, πάντως ο ένας κόσμος είναι η άλλη όψη του νομίσματος του άλλου. Είναι σαν αυτό το μυθιστόρημα να μας βυθίζει σε έναν ποταμό με σκοτεινά, μαύρα νερά όπου όλοι οι χαρακτήρες προσπαθούν να κολυμπήσουν, αν και πολλές φορές φαίνεται να πνίγονται στα ίδια τα σκοτεινά τους ένστικτα. Όλα διαδραματίζονται σε μία γκρίζα, ενδιάμεση, αμφίσημη ζώνη όπου οι λέξεις επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες ανάλογα με το συμφέρον των ηρώων.
Βλέπεις, στη σύγχρονη εποχή πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι πια τόσο διακριτά τα όρια μεταξύ καλού και κακού. Και ναι, σωστό είναι να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας και κάποιος πρέπει να αναλάβει αυτόν τον άχαρο ρόλο. Εσύ το λες «ρουφιάνος, καταδότης, διπλός σπιούνος», εγώ το λέω «ανοιχτή γραμμή και προς τις δύο κατευθύνσεις». Σελ.180
Ο Χαρτοματσίδης είναι ταχυδακτυλουργός. Γνωρίζει πολύ καλά πως να κρατάει τις ισορροπίες στη γραφή του. Δεν αφήνει ποτέ το ανάγνωσμα να κυλίσει στον ζόφο της απελπισίας. Πολύ επιδέξια ελαφραίνει την ατμόσφαιρα με ένα υποδόριο χιούμορ και κλείνει παιχνιδιάρικα συνέχεια το μάτι στον αναγνώστη σπάζοντας τα στερεότυπα. Για παράδειγμα κάποιοι χαρακτήρες του βιβλίου, που είτε ως κακοποιοί είτε ως αστυνομικοί ανήκουν στον υπόκοσμο, παίζουν στα δάχτυλα τους Ρώσους κλασικούς και μάλιστα παραλληλίζουν πολλές φορές τον εαυτό τους με κάποιον από τους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων, από το «Έγκλημα και Τιμωρία» από το «Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι» του Ντοστογιέφσκι, από το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι αλλά και από άλλα σύγχρονα κλασικά μυθιστορήματα όπως η «Νανά» του Ζολά. Η διακειμενικότητα αυτή φτάνει ακόμα και μέχρι την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Μία ελεύθερη επικοινωνία του μυθιστορήματος αυτού υπάρχει ακόμα και με τον κινηματογράφο με πρώτη την ταινία γουέστερν Ρίο Γκράντε στην οποία οφείλει τον τίτλο του το μυθιστόρημα, αλλά και με το «Μπόνυ και Κλάιντ», το «Θέλμα και Λουίζ» ή τον «Νονό». Άλλωστε ο ρυθμός του μυθιστορήματος, η ζωντάνια της γλώσσας αλλά και των εικόνων, η ταχύτητα της εναλλαγής των σκηνών, παραπέμπουν σίγουρα σε μία κινηματογραφική αφήγηση που συχνά διανθίζεται από θεατρικούς πολύ επιτυχημένους διαλόγους που πετυχαίνουν να δώσουν μοναδικά την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων του βιβλίου.
Όσο για το ερωτικό τετράγωνο, αυτό το αποτελούν ο Μπίλης, ένας μικροκακοποιός που αφού εξέτισε την ποινή του, παντρεύτηκε τη γειτονοπούλα του την Ανθούλα, με την οποία είκοσι χρόνια και δύο παιδιά μετά διατηρεί έναν κατά συνθήκη γάμο, ο ταξίαρχος Βελέγκας ο οποίος τότε είχε συλλάβει τον Μπίλη, ερωτοτοτρόπησε με την Ανθούλα για να καταφέρει να συλλάβει τον Μπίλη αλλά σχετιζόταν και με την τραγουδίστρια Βάσια, η οποία είναι η τέταρτη κορυφή του τετραγώνου γιατί είχε παράλληλα σχέση και με τους δύο άντρες, Βελέγκα και Μπίλη και τώρα έχει μία εξωσυζυγική σχέση με τον Μπίλη. Τέλος η Ανθούλα με τον Βελέγκα έγιναν εραστές για να συμπληρωθεί το τετράγωνο.
Στην αρχή του μυθιστορήματος ο δυισμός είναι ξεκάθαρος. Η Ανθούλα είναι μία θρησκευόμενη αγνή κόρη, με κοτσίδα και μακριά φούστα, η οποία σοκάρεται αλλά και σαγηνεύεται από την ωμή σεξουαλικότητα του αγριάνθρωπου Μπίλη, τον αγαπά με αυτοθυσία και ταπεινότητα, χωρίς να υπάρχει ανταπόκριση εκ μέρους του. Στη συνέχεια όμως με μία συμβολική κίνηση κόβει τα μαλλιά της και τα βάφει ξανθά, ντύνεται διαφορετικά και χρησιμοποιεί και αυτή το κορμί της ανταλλακτικά και χρησιμοθηρικά, έστω και αν το κάνει με ανιδιοτέλεια για να σώσει τον Μπίλη αρχικά και από εκδίκηση προς την απιστία του Μπίλη στη συνέχεια. Η Βάσια πάλι, έκλυτη και ανήθικη, έμπειρη και αδίστακτη, μία τραγουδίστρια που από την αρχή κοιμάται με τρεις άνδρες παράλληλα για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της, καθώς εξελίσσεται το μυθιστόρημα ξεφεύγει από το στερεοτυπικό της ρόλο και εμφανίζεται ευάλωτη, ευσυγκίνητη και ανθρώπινη. Ακόμα και το χρώμα των επίπλων της στην ανακαίνιση του σπιτιού της είναι φωτεινό και λευκό.
«Γιατί παλιογυναίκα δεν είναι αυτή που κοιμάται με πολλούς, αλλά αυτή που θα προδώσει τον ένα, την αγάπη της» γράφει ο συγγραφέας στη σελ.259
Στο τέλος του βιβλίου ο Μπίλης παρατηρεί ότι η Βάσια του θυμίζει όλο και περισσότερο την Ανθούλα, τον αγαπάει με αυταπάρνηση, κλαίει συχνά, Βάσια και Ανθούλα ταυτίζονται. Σελ.279
Αντίθετα η Ανθούλα εμφανίζεται σκληρή και πραγματίστρια.
Η Βάσια πια κρατάει το Ευαγγέλιο της αυτοθυσίας στα χέρια της σε μία αντιστροφή της κατάστασης πριν από είκοσι χρόνια. Οι δύο γυναικείες μορφές συγχωνεύονται θαρρείς σε μία.
Όμως και ο Μπίλης είναι σύνθετος ως χαρακτήρας, ικανός για μεγάλη σκληρότητα αλλά και για απέραντη τρυφερότητα, κάποιες φορές απάνθρωπος και άλλες ανυπεράσπιστα μοναχικός.
«Το μόνο που λυπόταν εκείνη τη στιγμή ο Μπίλης ήταν τον εαυτό του, τις προσπάθειες που είχε κάνει για να μπει στο δικό της καλούπι, να ακολουθήσει τον δικό της τρόπο ζωής, να βυθιστεί σε μια αφιλόξενη θάλασσα που τώρα τον ξέβραζε μόνο και πληγωμένο σε κάποια έρημη ακτή.» σελ. 244
Οι αστυνομικοί είναι βίαιοι, μπουκάρουν στα σπίτια χωρίς ένταλμα, χωμένοι σε όλες τις βρωμοδουλειές με μία εμφυλιοπολεμική αίσθηση ατιμωρησίας, όπως πολύ πετυχημένα γράφει ο Χαρτοματσίδης και αντιπροσωπεύουν το βαθύ, σκοτεινό, αυθαίρετο, αυταρχικό και διεφθαρμένο κράτος.
Οι δύο ήρωες Μπίλης και Βάσια θα καταφέρουν τελικά να σπάσουν τα δεσμά της ζοφερής και βρώμικης πραγματικότητας και να ζήσουν μία ερωτική ιστορία όπως την είχαν κάποτε φαντασιωθεί;
«Πράγματι την είχε γλιτώσει τότε, όταν ο Μπίλης της έλεγε τα τρελά του, να την κοπανήσουν δηλαδή σαν τους Μπόνυ και Κλάιντ, να κλέψουν το περιπολικό έξω απ’ το νυχτερινό κέντρο και να διαφύγουν στο Μεξικό. Θα τους κυνηγούσαν βέβαια. Ολόκληρο κονβόι μπατσάδικα θα έτρεχε πίσω τους στην Εθνική Οδό. Θα ουρλιάζαν οι σειρήνες, θα αναβοσβήνανε οι προβολείς. Οι σφαίρες θα σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους. Μόνο να προλαβαίνανε να περάσουν τη γέφυρα, να διασχίσουν το Ρίο Γκράντε, και μετά θα ήταν ελεύθεροι.»
Θα καταφέρουν άραγε οι δύο εραστές να ξεφύγουν και να περάσουν τα σύνορα με μία κινηματογραφική απόδραση;
Παρακολουθήστε αυτό το μυθιστόρημα στην οθόνη αυτού του βιβλίου. Θα το απολαύσετε.
Χλόη Κουτσουμπέλη
