You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: Η Ελλάδα ως ποιητική ψευδαίσθηση

Χρ. Δ. Αντωνίου: Η Ελλάδα ως ποιητική ψευδαίσθηση

Η Ελλάδα υπήρξε πάντοτε κάτι περισσότερο από ένας τόπος: υπήρξε ιδέα, όνειρο, ποιητική κατασκευή. Από το αρχαίο ιδεώδες ως τη σημερινή της εικόνα στα μέσα και στις τουριστικές αφηγήσεις, η χώρα προβάλλεται μέσα από έναν καθρέφτη συμβόλων, αισθημάτων και μύθων, που δημιουργούν μια ποιητική ψευδαίσθηση. Αυτός ο όρος δεν έχει εδώ αναγκαστικά απαξιωτική σημασία∙ δηλώνει μάλλον την απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην αφήγηση, την απόσταση που η ποίηση έρχεται να καλύψει με χάρη, να την «επιχρυσώσει», για να ομορφύνει την ιστορία της χώρας και να την κάνει στους Νεοέλληνες ανεκτή και παρήγορη. Αυτή η ψευδαίσθηση λειτουργεί από τη μια πολύ θετικά και συνεκτικά, γιατί συντηρεί την αυτοεικόνα μας και διαμορφώνει την πολιτική και κοινωνική μας αυτοαντίληψη. Από την άλλη ωστόσο μας εμποδίζει να δούμε καθαρά την πραγματικότητα. Από τον Σολωμό μέχρι τους  νεότερους ποιητές, η Ελλάδα μαθαίνει να βλέπει τον εαυτό της μέσα από αισθητικά σχήματα, που σχετίζονται με το φως, το γαλάζιο, το μαρμάρινο προφίλ μιας ένδοξης καταγωγής. Εκεί, απλώνεται η μισή αλήθεια, η άλλη μισή μένει στη σκιά.

Επομένως, αυτή η ψευδαίσθηση δεν παραπέμπει αναγκαστικά σε ένα ψέμα. Είναι, θα έλεγα, διαχρονική επιλογή που μας ωθεί να βλέπουμε την Ελλάδα μέσα από αισθητικά και συναισθηματικά σχήματα ικανά να μας δένουν περισσότερο με τον τόπο μας και την ιστορία μας. Ο Σολωμός, με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, δεν έγραψε απλώς ένα πατριωτικό ποίημα, αλλά δημιούργησε μια μορφή εθνικής πίστης. Ο Παλαμάς, με τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», συνέβαλε στη δημιουργία της ψευδαίσθησης μιας Ελλάδας «εκλεκτής», φορέα μιας σχεδόν μεταφυσικής αποστολής. Η ποίηση του 19ου αιώνα λειτούργησε ως μηχανή εθνικής εξύψωσης και συνέβαλε στη συγκρότηση της εθνικής συνείδησης, μετατρέποντας την ιστορία σε ύμνο και το τραύμα σε μεγαλείο (Μεγάλη Ιδέα)  αποκρύπτοντας όμως την πραγματική εικόνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι κοινωνικές ανισότητες, η φτώχεια, η απογοήτευση του νεοσύστατου κράτους να περάσουν στη λήθη για χάρη της εξιδανίκευσης. Έτσι γεννήθηκε η πρώτη μεγάλη ποιητική ψευδαίσθηση, μια Ελλάδα δηλαδή οραματική, ανυπέρβλητη, που όμως δυσκολευόταν να κοιταχτεί στον καθρέφτη της πραγματικότητας.

Στη συνέχεια, η Μικρασιατική Καταστροφή γκρέμισε τις μεγάλες αφηγήσεις της εθνικής αυτοπεποίθησης και αποκάλυψε την πραγματικότητα. Την άσχημη πραγματικότητα όμως έσπευσε να καλύψει η ποιητική γενιά του ’30 αναζητώντας μια νέα μεγάλη εικόνα για την Ελλάδα. Αντί να κάνει ρητορικούς ύμνους, έπλασε ένα νέο μύθο για  μια Ελλάδα πιο εσωτερική, λιγότερο ιστορική, περισσότερο οραματική. Αξιόλογο είναι από αυτή την πλευρά το ποιητικό όραμα του Σεφέρη για ένα πλατύ πνευματικό ελληνισμό, που θα βασίζεται στη σύζευξη των ελληνικών διαχρονικών πολιτιστικών στοιχείων. Η μυθική γοργόνα, το κύριο και πολύ δραστικό ποιητικό του σύμβολο, αναζητούσε διαρκώς μέσα στις θάλασσες της ποίησής του τον Μεγαλέξανδρο, τροφοδοτώντας πάλι τον μύθο. Ήταν, όμως, κι αυτό μια ψευδαίσθηση, μια πιο κομψή ανακατασκευή της ιδέας του ελληνικού μεγαλείου.

Έτσι, μετά το 1922 η Ελλάδα δεν υμνείται ως ιστορία αλλά ως οπτασία, ως όραμα. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος,  ο καθένας με τον τρόπο του, έπλασαν μια νέα ποιητική Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, θα λέγαμε τελείως συνοπτικά ότι ο Σεφέρης δεν εξιδανικεύει απλοϊκά την Ελλάδα, αλλά την μετατρέπει σε χώρο συνείδησης. Το ελληνικό τοπίο γίνεται ένας εσωτερικός καθρέφτης, όπου συναντιούνται η αρχαιότητα, το σύγχρονο τραύμα και η ανθρώπινη ευθύνη. Έτσι γεννιέται μια ουτοπία ηθικής ισορροπίας, μια Ελλάδα που δεν υπάρχει στην Ιστορία, αλλά στην απαίτηση για ακεραιότητα, μέτρο, σιωπή και αυτογνωσία.

 

Ο Ελύτης μετατρέπει την Ελλάδα σε μια οντολογική γαλήνη, σε έναν τόπο, όπου το φως είναι σχεδόν μεταφυσικό στοιχείο. Η θάλασσα, το νερό, οι αισθήσεις και το γυμνό σώμα συγκροτούν μια ερωτική ουτοπία, μια χώρα όπου η ύπαρξη λυτρώνεται από το βάρος της Ιστορίας και ενώνεται με το σύμπαν. Ο Ελύτης δεν δημιουργεί μόνο ένα όραμα της Ελλάδας, αλλά μια ποιητική θρησκεία του φωτός, ένα πνευματικό καταφύγιο απέναντι στη σκοτεινή πραγματικότητα του αιώνα.

Ο Εγγονόπουλος υπερβαίνει την ιστορία με τρόπο ριζοσπαστικό: συνδυάζει την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, τους κλέφτες, τη λαϊκή παράδοση και τη δυτική πρωτοπορία σε ένα ενιαίο σουρεαλιστικό σύμπαν. Σε αυτό το σύμπαν, η Ελλάδα γίνεται αποσπασματική ουτοπία, μια χώρα όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, όπου η λογική αναστέλλεται.
Η συμβολή του είναι ότι απελευθερώνει την Ελλάδα από κάθε ρεαλιστική ή ιδεολογική φόρτιση και τη μετατρέπει σε όνειρο, σε καθαρή ποιητική δυνατότητα. Ο Εγγονόπουλος προτείνει μια Ελλάδα ως όραμα ελευθερίας από την ίδια την Ιστορία.

Και οι τρεις, με διαφορετικά μέσα, δημιούργησαν μια Ελλάδα που δεν υπάρχει ακριβώς στον κόσμο, αλλά υπάρχει γι’ αυτούς, όσο υπάρχει η ποίηση. Αντί για εθνική ρητορεία, προσέφεραν αισθητική ουτοπία. Μια διάσωση της Ελλάδας στο επίπεδο του συμβολικού, σαν να μπορεί η ποίηση να εξαγνίσει το τραύμα της Ιστορίας. Ο Καρυωτάκης μόνο, μεταξύ των μεγάλων ποιητών, λίγο πρωτύτερα, δεν μπήκε σε αυτή την επανασύνδεση. Ήταν ήδη ο ποιητής που είχε δει,  πριν από το ’22 και πριν από τη γενιά του ’30, ότι ο μύθος της Ελλάδας είναι μια κρατική φαντασίωση, μια ηθική παγίδα. Η ειρωνεία, η σάτιρα, η απογυμνωμένη μελαγχολία του είναι ένας τρόπος να δηλώσει ότι η πραγματικότητα δεν σώζεται με ύμνους. Γι’ αυτό και το έργο του λειτουργεί ως αντίβαρο στην πρότερη και τη μεταγενέστερη ποιητική ανακατασκευή του ελληνικού φωτός και αποτελεί την πρώτη σοβαρή απομυθοποίηση της ψευδαίσθησης.

Ωστόσο, η αισθητική ψευδαίσθηση λειτούργησε και λειτουργεί ακόμη «παρηγορητικά». Αυτό όμως ήταν πάντα η Αχίλλειος πτέρνα της Ελλάδας, η πιο επικίνδυνη περιοχή στην ιστορία της, και που μπορεί πλέον να γίνει ακόμη πιο επικίνδυνη στον γεωστρατηγικό χάρτη των εξελίξεων. Όταν η ποίηση χρησιμοποιείται για να απαλύνει την πραγματικότητα κρύβοντας όμως την αλήθεια, τότε γίνεται προέκταση της εξουσίας. Η Ελλάδα των ύμνων συχνά κάλυψε την Ελλάδα των αδιεξόδων. Η δεκαετία της κρίσης μάς έδειξε πώς οι ίδιοι εθνικοί τόνοι, που κάποτε ενέπνεαν αυτοπεποίθηση, μπορούν να γίνουν ρητορική συμμόρφωσης. Υπομονή, θυσία, αντοχή και πάλι το ξεχασμένο μεγαλείο, που συχνά καταλήγει σε λεονταρισμούς, είναι οι λέξεις που μας παρηγορούν, όταν το πραγματικό πρόσωπο της Ελλάδας είναι αποδυναμωμένο και η σημερινή ελληνική εξωτερική της πολιτική περιφρονείται από όλους.

Η ποίηση, βέβαια, δεν είναι υπεύθυνη για την πολιτική χειραγώγηση των συμβόλων της. Όμως η ευθύνη της είναι να αναστοχάζεται με ρεαλισμό. Ο Σεφέρης το έκανε, όταν έδειξε πως η Ελλάδα δεν είναι μόνο φως και γαλάζιο, αλλά είναι οι βαριές πέτρες που προσπαθεί να σηκώσει και να σωθεί από το ίδιο της το βάρος. Στα ποιήματά του μιλά για το  βάρος της μνήμης και τις πληγές της χώρας του. («Όπου να ταξιδέψω , η Ελλάδα με πληγώνει»). Ο Ρίτσος στον Επιτάφιο προσγείωσε τον εθνικό λόγο στην κοινωνική πραγματικότητα· έδειξε πως η ποίηση μπορεί να υπηρετεί τη συλλογική αξιοπρέπεια χωρίς να κρύβει τον πόνο της εργασίας και της φτώχειας. Ο Σαχτούρης, αργότερα, έδειξε την Ελλάδα του παραλόγου, της μοναξιάς, του φόβου. Φανέρωσε ένα κόσμο που δεν σώζεται με ύμνους αλλά με ειλικρίνεια.

Σήμερα, η παγκοσμιοποίηση, η μετανάστευση και η ψηφιακή εποχή διαλύουν το σταθερό είδωλο της χώρας. Η ποιητική Ελλάδα των τουριστικών αφισών και των σχολικών ανθολογιών συγκρούεται με την καθημερινή εμπειρία της ανασφάλειας, της αδικίας, της φτώχειας, της μετανάστευσης των νέων. Οι σύγχρονοι ποιητές, από τη νέα γενιά των «μεταμνημονιακών» χρόνων,  γράφουν για τα λιμάνια, τα προάστια, την ανεργία, την προσφυγιά. Μέσα στα ποιήματά τους, η Ελλάδα δεν είναι πια η πατρίδα των μαρμάρων αλλά των ρωγμών. Κι όμως, αυτή η νέα εικόνα δεν είναι απαισιόδοξη, είναι ειλικρινής. Η ποιητική ψευδαίσθηση δεν χρειάζεται να καταργηθεί· χρειάζεται να μετασχηματιστεί. Να γίνει συνειδητή, δημιουργική. Όχι όπιο, αλλά γέφυρα· όχι υπνωτικό, αλλά κάλεσμα. Η ποίηση δεν πρέπει να υπηρετεί τον μύθο, αλλά να τον μετατρέπει σε εργαλείο κατανόησης. Η ευθύνη του σύγχρονου ποιητή είναι διπλή: να υπερασπίζεται τη γλώσσα από την κοινοτοπία και τα ψευδεπίγραφα και να κρατά ζωντανή την αίσθηση της συλλογικής ευθύνης. Όταν ο ποιητής γράφει για την Ελλάδα, δεν γράφει για μια χώρα, αλλά για έναν τρόπο ύπαρξης. Ο Καρούζος μιλούσε για μια Ελλάδα που την κουβαλάμε μέσα μας όχι ως σύμβολο, αλλά ως ανησυχία.

Στον σημερινό δημόσιο λόγο, η επίκληση της «Ελλάδας» λειτουργεί συχνά ως κάλυψη για την αδυναμία μεταρρύθμισης ή ως εργαλείο πολιτικού μάρκετινγκ. Από τις προεκλογικές καμπάνιες μέχρι τα τουριστικά σποτ, η αισθητική γίνεται πολιτική διαχείριση. Η λογοτεχνία, όμως, πιστεύω, μπορεί να αντισταθεί σε αυτόν τον ευτελισμό. Να ξαναδεί τα ίδια σύμβολα με άλλο βλέμμα, να αποκαλύψει την ιστορία πίσω από τη λάμψη τους. Αν η Ελλάδα είναι ψευδαίσθηση, ας είναι τουλάχιστον ψευδαίσθηση που μας βοηθά να βλέπουμε βαθύτερα. Όχι μια αντανάκλαση που μας εγκλωβίζει στο παρελθόν, αλλά ένας καθρέφτης που μας ωθεί να σκεφτούμε τι θέλουμε να είμαστε. Η ποίηση δεν χρειάζεται να υπηρετεί την εξουσία ούτε να γίνεται θρησκεία της εθνικής αυταπάτης. Μπορεί να είναι αυτό που ήταν πάντα στα χέρια των μεγάλων ποιητών: τρόπος να πεις την αλήθεια με τρυφερότητα, να απογυμνώσεις το είδωλο χωρίς να προδώσεις την ομορφιά του.

Αυτό το κείμενο γράφτηκε με αφορμή όσα συμβαίνουν στη χώρα μας κυρίως στα τελευταία δέκα πέντε χρόνια, στα οποία αποκαλύφτηκε περίτρανα η ελληνική ψευδαίσθηση.

 

 

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.