«Ο πόνος, η φρίκη και το μεγαλείο έχουνε τώρα βολευτεί κοντά μας, στα σπίτια μας, στην καθημερινή ζωή, σαν κατοικίδια. Τα συνηθίζουμε ανεπαίσθητα» ( Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ’, σ. 22).
Αυτή η μικρή, διεισδυτική παρατήρηση, γραμμένη τη στιγμή που η Ευρώπη βρισκόταν μέσα στη δίνη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, δεν είναι απλώς περιγραφή μιας κατάστασης· είναι διαπίστωση μιας πολιτισμικής νόσου: το «μεγαλείο» της Ευρώπης δεν προστατεύει μήτε παρηγορεί, αλλά συνυπάρχει με τον πόνο και τη φρίκη· και η συγκατοίκηση αυτή γίνεται η νέα κανονικότητα. Αυτή την ίδια αίσθηση «εσωτερικής έκπτωσης» και απώλειας πυξίδας αφήνει ο Σεφέρης να διατρέχει τα κείμενα, τα ποιήματα και τα ημερολόγιά του, όχι ως ακαδημαϊκή διαπίστωση, αλλά ως βιωμένη αγωνία ενός ποιητή-διπλωμάτη που βλέπει την ήπειρο να συρρικνώνεται ηθικοπνευματικά.
Σήμερα, ογδόντα και πλέον χρόνια μετά, οι γραμμές του Σεφέρη αποκτούν έναν ανησυχητικό αντίλαλο. Η Ευρώπη του σήμερα, παρά τις κάποιες καλές προσπάθειες μετά τον μεγάλο πόλεμο, βρίσκεται πάλι έκπτωτη, σε μια κρίση ταυτότητας. Βλέπουμε να εισβάλλουν στην πολιτική της λογοτεχνία οι ρητορικές της βίας. Η άνοδος κομματικών σχηματισμών που αξιοποιούν θυμό, φοβία και εθνικιστικό αφήγημα έχει γίνει μεταβλητή που αλλάζει πολιτικές ισορροπίες και νομιμοποιεί την επιθετικότητα ως πολιτική λύση. Οι εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων χρόνων δείχνουν πως τα δεξιά/ακροδεξιά ρεύματα κέρδισαν χώρο, ένα φαινόμενο που δεν αντιμετωπίζεται πια ως παροδικό κύμα αλλά ως δομική μεταβολή του πολιτικού τοπίου.
Παράλληλα, η οικονομική πραγματικότητα δεν αφήνει περιθώρια για ιδεαλισμούς. Η μετα-πανδημική «ανάκαμψη», η απουσία σπουδαίων πολιτικών ηγετών, η ενεργειακή κρίση μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το χαμηλό εισόδημα των νοικοκυριών δημιούργησαν ένα εύφλεκτο κοινωνικό υπόστρωμα: μισθοί που αργούν να ανακάμψουν, αυξημένα έξοδα διαβίωσης, και μια αίσθηση ότι ο «βιοτικός ιστός» συρρικνώνεται. Η πολιτική απάντηση σε αυτό το αίσθημα ανασφάλειας συχνά είναι ατελής και η άρνηση πολιτικής φαντασίας γονιμοποιεί το πεδίο, όπου ριζώνουν οι απλουστεύσεις και οι αυταπάτες.
Αν σε αυτό προστεθεί η επιτάχυνση της στρατιωτικής δαπάνης, τότε το περίγραμμα γίνεται ακόμα πιο σκοτεινό. Ενώ κάποτε η Ευρώπη δεσμευόταν στο όνομα της ειρήνης και της οικονομικής ανοικοδόμησης, οι αριθμοί του 2024–2025 δείχνουν μια απότομη αύξηση στη στρατιωτική δαπάνη και στην παραγωγή/επενδυτική ώθηση προς τον αμυντικό τομέα, ένα φαινόμενο που τροφοδοτείται από τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και από εξωτερικές πιέσεις για «μεγαλύτερη συνεισφορά» στο πλαίσιο της συμμαχίας. Η συζήτηση πλέον δεν αφορά μόνο το αν πρέπει να θωρακιστούν οι κοινωνίες· αφορά το από πού θα τραβηχτούν πόροι, ποια σχέδια θα θυσιαστούν στο όνομα της ασφάλειας και ποια βιομηχανικά συμφέροντα θα αναπτυχθούν. Είναι επείγουσα, θεωρούν, η ανάγκη για μια σωτήρια αναδιάταξη δυνάμεων και σχεδιασμών.
Η πολιτική όμως επινόηση που συνοδεύει αυτή την αναδιάταξη δεν είναι αθώα. Η κυρίαρχη ρητορική περί «ανάγκης» για αυξημένα στρατιωτικά έξοδα συνυφαίνεται με υπερατλαντικές πιέσεις, που μετασχηματίζουν το ευρωπαϊκό πεδίο αποφάσεων σε ένα πεδίο διαρκούς προετοιμασίας και δημιουργούν μια τάση που ορισμένοι σχολιαστές ανάγουν σήμερα σε πίεση για πολύ υψηλότερα ποσοστά δαπανών, ακόμα και σε επίπεδα που μέχρι πρόσφατα έμοιαζαν απίθανα. Η μετάβαση αυτή δεν είναι μόνο τεχνική· είναι και αφηγηματική, έχει δηλαδή επινοηθεί ήδη ο «εχθρός», ο «κίνδυνος», το «πατριωτικό καθήκον». Αυτά προβάλλονται ως οι λόγοι πολιτικής νομιμοποίησης.
Δεν ήταν λοιπόν λανθασμένη η άποψη του Σεφέρη, μεσούντος του μεγάλου πολέμου, ότι «Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός χρεοκόπησε μια και καλή, με τούτο τον πόλεμο» (Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ’, σ. 224). Κι αυτή του η θέση δεν είχε τίποτε το προφητικό, ήταν απλώς μια δραματική διαπίστωση της κακοδαιμονίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στον οποίο καταλογίζει βασικές αδυναμίες: μνήμη που χάνεται, αλαζονεία, πολιτική αδιαλλαξία, «στραβωμάρα» ( Μέρες Γ’, σ.194), συμφεροντολογία, απάνθρωπες συμπεριφορές. Και δεν είναι μόνο η βία του πολέμου που τον οδηγούν σ’ αυτές τις διαπιστώσεις, αλλά κυρίως, όπως φαίνεται στα Ημερολόγιά του (Μέρες), η πολιτισμική εσωτερική αλλοίωση των ευρωπαϊκών ανθρώπινων αξιών, όταν βλέπει το «ευρωπαϊκό μεγαλείο» να εξαντλείται στα τεχνάσματα της εξουσίας, όταν η μνήμη και η ευγένεια γίνονται τυπικές λεκτικές εκφράσεις. «Η Ευρώπη», γράφει στις 30 Σεπτέμβρη 1938, «αυτό που εμείς, έτσι που ανατραφήκαμε, λέγαμε Ευρώπη, αν δεν ξεψύχησε, είναι έτοιμη να ξεψυχήσει» (Μέρες Γ’, σ. 105). Ο Σεφέρης επιμένει στην ανάγκη μιας «εσωτερικής αποκατάστασης», όχι επιστροφής σε ιδεαλιστικά στερεότυπα, αλλά σε μια στάση αυτογνωσίας, ίσως ακόμη και ταπεινότητας απέναντι στην ιστορία.
Η σύγχρονη Ευρώπη όμως μοιάζει να αγνοεί αυτή τη στάση. Σε ζητήματα διεθνούς δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η σφαίρα της αντίδρασης στην ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη έχουν εμφανίσει έναν κυνισμό και μια αμηχανία που έχουν επικριθεί έντονα από μέσα και απ’ έξω· δημόσιοι λειτουργοί, ακτιβιστές και πολίτες κατηγορούν τις ηγεσίες για ανεπαρκή δράση ή για υιοθέτηση επιλεκτικής ηθικής. Η ευθύνη βέβαια δεν είναι ομοιόμορφη· υπάρχουν ευρωπαϊκά κράτη που καταδίκασαν νωρίς την επιθετικότητα και κράτη που στήριζαν διαφορετικές πολιτικές· όμως το συνολικό αποτέλεσμα δείχνει διάσπαση και προβληματική ικανότητα συλλογικής ηγεσίας.
Τι σημαίνει, λοιπόν, να «διασυνδέσουμε» τον Σεφέρη με την παρούσα κρίση ταυτότητας; Νομίζω να προβάλουμε δυο πράγματα:. Πρώτον: ο Σεφέρης μας υπενθυμίζει ότι η πολιτιστική παρακμή της Ευρώπης δεν είναι εξωτερική μόνο διαταραχή, αλλά κυρίως εσωτερική νόσος του πολιτισμού, όπως φανερώνει κι η σεφερική προμετωπίδα αυτού εδώ του κειμένου. Κι αυτή η νόσος εκδηλώνεται στα πολιτικά σφάλματα, στις τεχνητές αντιθέσεις, στις αντιφάσεις, στην αλλοτρίωση της μνήμης, στην έλλειψη ανθρωπιάς: «Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε» («Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»). Δεύτερον: Ο Σεφέρης με το έργο του δείχνει ένα δρόμο άλλου είδους εγρήγορσης , βαθιάς επικοινωνίας και ουσιαστικού διαλόγου για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των ανθρώπων και των κρατών: τον διάλογο: «Γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι/αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και χόρτα». Ο διάλογος κι η συμφιλίωση είναι το ευεργετικό-θεραπευτικό νόημα, που θα μας δώσει την ενσυναίσθηση να κατανοήσουμε την ανθρώπινη κατάσταση των άλλων, να νιώσουμε τον πόνο του, ν’ ακούσουμε τη φωνή του: «Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδελφό μου!» (Μνήμη,Β’)
Αν η Ευρώπη δεν βρει έναν τέτοιο δρόμο διαλόγου ανάμεσα στη μνήμη και τη δημοκρατική φαντασία, ο κίνδυνος δεν είναι μόνο να γίνει πιο επικίνδυνη· είναι να γίνει πιο φτωχή εντός της ίδιας της ψυχής της. Ο Σεφέρης δεν δίνει πολιτικές συνταγές· δίνει όμως ένα ηθικό εργαλείο: την ικανότητα να διαγνώσουμε τη νόσο ως πληγή που απαιτεί συλλογική φροντίδα· την ικανότητα να συνδέσουμε την πολιτική με την ανθρωπιά, την εθνική αυτοσυνειδησία με την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας του Άλλου.
Κλείνω με μια μικρή, προσωπική υποθήκη: η ανάγνωση του Σεφέρη σήμερα θα έπρεπε να λειτουργήσει ως ερεθιστικό για πολιτική φαντασία κι όχι ως νοσταλγία παλιών πρακτικών· να μας αναγκάσει να σκεφτούμε γιατί επιτρέπουμε στην οικονομία, στην άμυνα, στην πολιτική μας ρητορική να υπαγορεύουν τις ζωές των πολιτών. Η ποίηση του Σεφέρη μας θυμίζει πως η «ταυτότητα» μιας ηπείρου δεν είναι ένα προϊόν πολιτικών συμφωνιών ή στρατηγικών επιλογών· είναι μια συνεχής εργασία μνήμης, γλώσσας και ευθύνης. Αν η Ευρώπη θέλει να σταθεί ως ευρωπαϊκό εγχείρημα, θα πρέπει, όπως ο Σεφέρης υπαινίσσεται, να ξαναμάθει να βλέπει, να κρίνει και να συμπονεί.


