You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: Η «φάτνη του κόσμου» –  Ο παράμυθος της φάτνης και η επιμονή της φτώχειας.

Χρ. Δ. Αντωνίου: Η «φάτνη του κόσμου» – Ο παράμυθος της φάτνης και η επιμονή της φτώχειας.

Τα Ευαγγέλια είναι φειδωλά. Σχεδόν σιωπηλά. Λένε τα απολύτως αναγκαία και τίποτε παραπάνω. Δεν περιγράφουν τον χώρο, όπου γεννήθηκε ο Χριστός, δεν επιμένουν στις συνθήκες, δεν ζωγραφίζουν σκηνές. Η Γέννηση, στα κανονικά κείμενα, συμβαίνει σχεδόν υπαινικτικά, σαν γεγονός που δεν χρειάζεται σκηνικό για να είναι αληθινό.

Συγκεκριμένα: Η Γέννηση του Χριστού περιγράφεται μόνο σε δύο κανονικά Ευαγγέλια: στον Λουκά και στον Ματθαίο, με διαφορετική έμφαση. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο πολύ λίγα στοιχεία αναφέρονται στη Γέννηση και σε κάθε περίπτωση δεν αναφέρεται Γέννηση σε φάτνη ή σε σπήλαιο. Η πιο πλήρης αφήγηση υπάρχει στο Ευαγγέλιο του Λουκά (2, 1-20):

1 γένετο δ ν τας μέραις κείναις ξλθεν δόγμα παρ Καίσαρος Αγούστου πογράφεσθαι πσαν τν οκουμένην.
4
νέβη δ κα ωσφ π τς Γαλιλαίας… ες πόλιν Δαυίδ, τις καλεται Βηθλεέμ.
6
γένετο δ ν τ εναι ατος κε πλήσθησαν α μέραι το τεκεν ατήν·
7 κα
τεκεν τν υἱὸν ατς τν πρωτότοκον, κα σπαργάνωσεν ατν κα νέκλινεν ατν ν φάτν, διότι οκ ν ατος τόπος ν τ καταλύματι.
8–20 (οι ποιμένες, ο άγγελος, ο ύμνος «Δόξα
ν ψίστοις Θε»).

Επομένως, ο Λουκάς μιλά ρητά για φάτνη, όχι για σπήλαιο,  και αναφέρει και τον λόγο που ο Χριστός γεννήθηκε σε φάτνη: «διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι», στο σπίτι-ξενώνα στον οποίο αναζήτησαν κατάλυμα, δεν υπήρχε και αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε μια φάτνη, σε ένα αχυρώνα κάποιου σταύλου. Αυτά για τη φειδωλή αφήγηση σχετικά με τον τόπο της Γέννησης. Αναφορά υπάρχει μόνο στη φάτνη χωρίς άλλες λεπτομέρειες. Κι ενώ στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο υπάρχουν αναφορές σε ποιμένες «αγραυλούντες» και σε αγγέλους που έψελναν το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη…», για όλα τα άλλα που σχετίζονται με τον τόπο της Γέννησης : «σπήλαιο»,  ζώα, άχυρο, κρύο, σκοτάδι, μαία, Ιωσήφ στο περιθώριο, κ.ά. τίποτε δεν αναφέρουν τα Ευαγγέλια. Μόνο σιωπή!

Ο χριστιανικός κόσμος όμως δεν αρκέστηκε ποτέ σε αυτή τη σιωπή και γι’ αυτό η ελληνική λαϊκή παράδοση έσπευσε να καλύψει τα κενά. Κάπου ανάμεσα στον 2ο και τον 4ο αιώνα, γεννιέται αυτό που η παράδοση ονόμασε παράμυθο (αφηγήσεις περιθωρίου), όχι ως ψεύδος, αλλά ως αφήγηση συνοδευτική, ως λόγος που έρχεται να κατοικήσει τα κενά του Ευαγγελίου. Ο παράμυθος δεν γράφεται βέβαια για να ανταγωνιστεί το ευαγγελικό κείμενο, αλλά για να το κάνει πιο ορατό.

Το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, γραμμένο στην ελληνική κοινή, δεν είναι έργο λόγιας θεολογίας· είναι προϊόν μιας κοινότητας που ζητά εικονοποίηση του τόπου της Γέννησης. Εδώ εμφανίζεται η σπηλιά, η μαία, ο σιωπηλός Ιωσήφ στο περιθώριο, η ένταση της φτώχειας, η φροντίδα συγκεκριμενοποίησης του τόπου. Δεν πρόκειται για αφηγηματική πολυτέλεια. Πρόκειται για εξαρχής εικονοποιητική ανάγκη. Η ελληνική λαϊκή συνείδηση δεν αρκείται στο αφηρημένο θαύμα· θέλει το θαύμα να κατοικεί σε τόπο. Και ο τόπος αυτός δεν είναι ουδέτερος. Είναι μια «φτωχή φάτνη».

Η φάτνη, το σπήλαιο, το άχυρο δεν επιβάλλονται, τυπικά και ουσιαστικά, από τα Ευαγγέλια. Επιβάλλονται από τον παράμυθο  και ο παράμυθος από τη λαϊκή εμπειρία.
Η ελληνική παράδοση, βαθιά δεμένη με την εικόνα, με το βλέμμα, με την αφή, εξανθρωπίζει το Θείο με την οσονούπω αναπτυσσόμενη βυζαντινή τέχνη και τη χριστιανική υμνολογία, όχι μόνο από ευσέβεια, αλλά κι από ανάγκη. Η τέχνη εδώ δεν είναι διακόσμηση της πίστης, αλλά είναι ο τρόπος με τον οποίο η πίστη επιβιώνει μέσα στη στέρηση.

Για να γίνει κατανοητό το νόημα της τελευταίας φράσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι η τέχνη, στην ελληνική εμπειρία, δεν είναι μόνο θεωρία, αλλά και επάγγελμα. Η εξεικόνιση του Θείου δεν υπαγορεύεται αποκλειστικά από αισθητικές ή θεολογικές ανάγκες, αλλά έχει και υλική, οικονομική αιτία. Οι εικόνες παράγονται, κυκλοφορούν, ανταλλάσσονται. Πίσω τους βρίσκονται τεχνίτες οργανωμένοι σε εργαστήρια, συντεχνίες, οικογένειες, άνθρωποι των λαϊκών, συχνά φτωχών τάξεων, που ζουν από την τέχνη τους και μεταφέρουν μέσα της το βίωμά τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η εικονοποιητική επιμονή θα γίνει αργότερα πεδίο σύγκρουσης. Η Εικονομαχία δεν είναι απλώς θεολογική διαμάχη. Είναι σύγκρουση, και μάλιστα πολύ ισχυρή και βίαιη, δύο κοσμοθεωριών: από τη μία, μιας σκέψης αφηρημένης, απολυτοποιημένης, συχνά αριστοκρατικής και από την άλλη, μιας ελληνικής παράδοσης που επιμένει ότι το Θείο πρέπει να φαίνεται, να έχει σώμα, να κατοικεί στον κόσμο των ανθρώπων και μάλιστα των φτωχών.

Καθοριστική ασφαλώς υπήρξε η απαγόρευση του «αγάλματος». Το άγαλμα, βαρύ και ακριβό, ανήκει στους λίγους και προϋποθέτει πλούτο, δημόσιο χώρο, εξουσία. Η εικόνα, αντίθετα, είναι φορητή, αναπαραγώγιμη, οικιακή. Αυτή η μετάβαση δεν είναι απλώς αισθητική· είναι ταξική. Με την επικράτηση της εικόνας, οι λαϊκές τάξεις κερδίζουν έδαφος. Η τέχνη παύει να είναι προνόμιο των ελίτ και γίνεται τέχνη των πολλών που οι περισσότεροί τους είναι και φτωχοί. Μέσα από αυτή τη μετατόπιση, οι λαϊκές τάξεις οικειοποιούνται σιγά-σιγά το κεντρικό  γεγονός της Γέννησης και το αναπαριστούν κατ’ εικόνα και ομοίωση της δικής τους ζωής. Ο Χριστός γεννιέται στη φτώχεια τους και καθιερώνεται ως σύντροφος της πενίας τους. Η φτωχική «φάτνη» γίνεται το πρώτο σύμβολο μιας σιωπηλής νίκης: όχι της ανατροπής της εξουσίας, αλλά της υπονόμευσής της. Γίνεται σύμβολο μιας νίκης που δεν διακηρύσσεται, αλλά εικονίζεται. Η φάτνη στην ουσία είναι ακόμη σύμβολο της νίκης της ελληνικής σκέψης που δεν συμβιβάζεται και δεν συμμαχεί με την εξουσία και γι’ αυτό οι Έλληνες αγιογράφοι παριστάνουν τη Γέννηση μέσα στη φάτνη, σ’ ένα τόπο ανασφαλή, μακριά από και αντίθετο με την εξουσία. Τέτοιες ιδεολογίες έχουν συνήθως οι λαϊκές φτωχές τάξεις. Γι’ αυτό και οι λαϊκοί ζωγράφοι επιμένουν τόσο πολύ στη φτωχική φάτνη και οι υμνωδοί γράφουν:

Ἐν φάτνῃ ταπεινῇ
ὁ Λόγος ἀνεκλίθη,
οὐκ ἐν οἴκῳ ἀνθρώπων
οὐδὲ ἐν σκηνῇ βασιλέων.

Ξύλον τροφῆς ζώων
ἡ κλίνη τοῦ Ἀκτίστου,
καὶ ἡ πτωχεία
ἐγένετο μήτρα δόξης.

Οὐρανὸς ἐσίγησεν,
ἡ γῆ ἐθαύμασεν,
καὶ ἡ φάτνη ἐχώρησε
ὃν κόσμος οὐ χωρεῖ.

Διὰ τοῦτο χαίρει
πᾶσα σάρξ ταπεινή·
ὅτι ἐν τῇ φάτνῃ
εὑρέθη ἀδελφός.

Σε έναν κόσμο που καταρρέει ξανά, που γεννά παιδιά μέσα στα ερείπια των πολέμων και των γκρεμισμένων ιδεολογιών, μέσα στη στέρηση, η επιμονή της Γέννησης στη φτώχεια παύει να είναι θρησκευτικό μοτίβο. Γίνεται υπαρξιακή βεβαιότητα. Εκεί όπου όλα είναι ανασφαλή κι εκτεθειμένα, εκεί,  και μόνο εκεί, μπορεί ακόμη να γεννηθεί κάτι αληθινό. Εκεί, ακριβώς η φάτνη παύει να είναι θρησκευτικό σύμβολο και μετατρέπεται σε ιστορική απαίτηση. Η «Φάτνη του κόσμου» δεν είναι πια τόπος λατρείας· είναι τόπος ευθύνης. Είναι ο χώρος όπου, μετά από τόση καταστροφή, σκέφτομαι αν μπορεί να γεννηθεί κάτι που δεν θα στηρίζεται στην ισχύ,  στην επιβολή, στον πόλεμο. Αν μπορεί να υπάρξει ένας κόσμος δικαιότερος, όχι επειδή το υπόσχεται μια ιδεολογία, αλλά επειδή το απαιτεί η ανθρώπινη ανάγκη. Και ίσως αυτό να είναι το τελευταίο, αλλά και πιο επίμονο, μήνυμα της «φάτνης»: ότι ο δίκαιος κόσμος δεν θα έρθει από τα πάνω, αλλά από τα χαμηλά, με επίμονο αγώνα. Από εκεί όπου όλα είναι εκτεθειμένα και γι’ αυτό ακόμη αληθινά.

 

Ίσως η φάτνη να παραμένει ακόμη η μόνη ρεαλιστική ελπίδα. Όχι γιατί εξιδανικεύει τη στέρηση, αλλά γιατί αρνείται να θεοποιήσει την ισχύ. Σε έναν κόσμο που καταρρέει, το Θείο, αν πρόκειται να γεννηθεί ξανά,  θα το κάνει, στη «φάτνη του κόσμου».

 

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.