Η Τύνιδα μας υποδέχτηκε χωρίς να φορέσει μάσκα. Δεν προσποιήθηκε ούτε για μια στιγμή. Στους δρόμους της η φτώχεια δεν ντρέπεται να σταθεί στο κέντρο του κάδρου. Είναι εκεί, απλωμένη σε κάθε βλέμμα, σε κάθε χαμηλωμένο κεφάλι, σε κάθε χειρονομία που δεν περιμένει πια τίποτα. Ακόμη κι ο Ευρωπαίος ταξιδιώτης που ζει με τα ελάχιστα, θα ένιωθε τον αέρα να βαραίνει πάνω του. Σκοπός του ταξιδιού ήταν η Αρχαία Καρχηδόνα, μια πόλη που το όνομά της έπλεξε η ιστορία με αίγλη, ηρωϊσμό και καταστροφή. Σε μισή ώρα από την Τύνιδα με ταξί φτάσαμε στον προορισμό μας.
Λαχταρούσαμε να δούμε την Καρχηδόνα, να ψηλαφίσουμε έστω κάτι από το χαμένο της μεγαλείο, να σταθούμε σ’ έναν τόπο που κάποτε ατένιζε τη Μεσόγειο με την αυτοπεποίθηση της δύναμης και της δόξας. Φτάνοντας, όμως, νιώσαμε μια παράξενη σιωπή να μας τυλίγει. Ο αρχαιολογικός χώρος απλωνόταν έρημος, παρατημένος. Λίγες πέτρες σκορπισμένες σαν μνήμες που δεν βρήκαν πια στόμα να τις διηγηθεί. Ούτε φρουρός, ούτε φροντίδα, μόνο ο αέρας που φυσούσε ανάμεσα στα ερείπια, σα να ψιθύριζε την ιστορική φθορά. Η απογοήτευσή μας δεν ήταν απλώς αισθητική· ήταν βαθιά υπαρξιακή, γιατί συνειδητοποιούσαμε πως το μεγαλείο δεν χάνεται μόνο από τη βία των κατακτητών, αλλά και από τη λήθη των επιγόνων.
Περιφερθήκαμε για πολύ ώρα μέσα στα ερείπια. Ο τόπος ήταν ψηλός, κυρίαρχος των θαλασσών, αλλά αυτές οι λίγες σκόρπιες πέτρες, σαν να τις είχε διαλύσει όχι μόνο ο πόλεμος αλλά και η αδιαφορία των αιώνων, καθόλου δεν θύμιζαν κάτι από την παλιά αίγλη της. Η Καρχηδόνα δεν ήταν πια η πόλη που τρόμαζε τη Ρώμη· ήταν ένα υπόλειμμα, ένας αναστεναγμός που χάθηκε στο κύμα. Θυμήθηκα τον Κάτωνα τον Πρεσβύτερο, που κλείδωνε κάθε ομιλία του στη ρωμαϊκή σύγκλητο με το αμείλικτο «Carthago delenda est». Ήταν η υπομονετική εμμονή μιας αυτοκρατορίας που γνώριζε πως η εξουσία δεν αντέχει ανταγωνιστές. Και η εμμονή νίκησε: μετά τον τρίτο Καρχηδονιακό πόλεμο, η πόλη σβήστηκε από τον χάρτη.
Μα όσο περπατούσα ανάμεσα στα ερείπια, ένιωθα μια παρουσία. Ήταν κάτι σαν σκιά. Είχα μια έντονη αίσθηση πως ήταν η σκιά του Αννίβα. Κάπου εδώ άλλωστε θα είχε σταθεί, με το βλέμμα στραμμένο προς τον ορίζοντα, όταν ακόμη ο χρόνος δούλευε για την πατρίδα του. Η ιστορία μιλάει για τα κατορθώματα του μεγάλου στρατηλάτη, αλλά και τον θυμάται για την απόφαση που δεν πήρε μετά τη μάχη των Καννών, όπου συνέτριψε τις ρωμαϊκές λεγεώνες, να βαδίσει ενάντια στη Ρώμη. Hannibal ante portas φώναζαν τότε τρομοκρατημένοι οι Ρωμαίοι, αλλά εκείνος την παρέκαμψε και κατευθύνθηκε προς την Καπούη στα νότια της Ρώμης. Ήταν μια από τις πιο πλούσιες και εκλεπτυσμένες πόλεις της αρχαίας Ιταλίας. Ευλογημένη με εύφορη γη και ήπιο κλίμα, πρόσφερε στους κατοίκους της αφθονία, πολυτέλεια και μαλθακότητα. Οι δρόμοι της ήταν στολισμένοι με αγάλματα και μωσαϊκά, τα σπίτια γεμάτα αρώματα, μουσική και συμποσιακές απολαύσεις. Οι Καπουανοί ζούσαν βίο ηδονικό, ανάλαφρο, παραδομένοι στις απολαύσεις του σώματος και στις λεπτές αποχρώσεις της απόλαυσης, τη γεύση του κρασιού, τη δροσιά των λουτρών, το γυναικείο χάδι..
Εκεί, στην Καπούη, σταμάτησε ο Αννίβας Βάρκας να ξεκουραστεί, αυτός κι ο στρατός του, κι εκεί η φλόγα του άρχισε να χάνει την ορμή της. Από εκείνη τη στιγμή, ο χρόνος άρχισε να δουλεύει για τη Ρώμη. Το ήξερε κι ο ίδιος. Ίσως γι’ αυτό τώρα ο αντίλαλος της ανάσας του, όπως τον άκουγα μέσα στη φαντασία μου, ανάμεσα σ’ αυτά τα ερείπια της Καρχηδόνας, σ’ αυτές τις πέτρες να ήταν βαριά από ενοχή.
Στην Καπούη σταμάτησε να πολεμά. Ξεκουράστηκε, εφησυχασμένος μέσα στη θαλπωρή της νίκης και στη γλυκύτητα της ευμάρειας. Τα τραπέζια, τα λουτρά, οι φωνές των γυναικών έγιναν σιγά σιγά πιο δυνατές από τις σάλπιγγες του πολέμου. Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβει, η ανάπαυση, ο πιο ύπουλος εχθρός της ψυχής, τον αποδυνάμωσε. Εκεί, στην Καπούη, δεν ηττήθηκε στρατιωτικά, αλλά εσωτερικά: έπαψε να καίγεται από τον σκοπό του. Κι όταν συνήλθε (η ιστορία δεν μας πληροφορεί με σαφήνεια, χάνονται τα ίχνη του), η Ρώμη είχε ήδη επανακτήσει τις δυνάμεις της, ενώ η Καρχηδόνα, η πατρίδα του, δεν θα ανακτήσει ποτέ τις δικές της και ήταν ήδη ουσιαστικά χαμένη. Έτσι, συμβαίνει πάντα: οι πιο μεγάλες ήττες αρχίζουν με ένα αργό, γλυκό απόγευμα σε μια Καπούη. Από τότε η Καπούη έγινε το σύμβολο του εφησυχασμού.
Στην πύλη του αρχαιολογικού χώρου μας περίμενε ένας σύγχρονος Καρχηδόνιος. Δεν κρατούσε δόρυ ούτε χάρτες εκστρατείας, μόνο φτωχά κεραμικά για πούλημα. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο από τον ήλιο και την ακινησία της μοίρας. Ήταν ο καθρέφτης της ιστορικής φθοράς: η ήττα δεν ήταν πια στρατιωτική, αλλά κοινωνική-υπαρξιακή. Η Καρχηδόνα δεν χρειάστηκε να ξανακατακτηθεί· η λήθη και η ανέχεια είχαν κάνει τη δουλειά καλύτερα κι από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.
Το ταξί μας περίμενε. Πήραμε το δρόμο του γυρισμού στην Τύνιδα κι από εκεί στην πατρίδα. Στην επιστροφή βρήκαμε χρόνο να αναστοχαστούμε όλα όσα είδαμε. Μήπως στην ιστορία της Καρχηδόνας, του Αννίβα και της Καπούης εμπλεκόμαστε όλοι, άτομα και λαοί κι ας μη αντιπροσωπεύουμε αυτοκρατορίες;; Κοινό σημείο ο εφησυχασμός μιας κάποιας, έστω μικρής, Καπούης, τη στιγμή που οι σύγχρονοι Κάτωνες εποφθαλμιούν την ύπαρξή σου και οραματίζονται «γαλάζιες πατρίδες».


