Εδώ και λίγες μέρες διαβάζω σκόρπια ποιήματα από την ποιητική συλλογή : Εφεδρείες του καλού ποιητή Βασίλη Παπαβασιλείου (Εκδόσεις Ιωλκός, 2024). Σκόρπια, γιατί βρίσκομαι σ’ ένα ταξίδι που δεν μου επιτρέπει συστηματική μελέτη. Είναι ποιήματα βαθυστόχαστα και ποιοτικά, όπως και τα ποιήματα των προηγούμενων συλλογών του.
Με το μολύβι μου υπογραμμίζω στίχους και ποιήματα που μου αρέσουν στην πρώτη αυτή ανάγνωση, η οποία δεν έχει ακόμη τελειώσει. Τα ποιήματα όμως κρατούν την αυτονομία τους και το ιδιαίτερο θέμα τους, πράγμα που μου δίνει το δικαίωμα να εξαντλήσω τη σχολαστικότητά μου προσπαθώντας να τα ερμηνεύσω.
Θέλω σ’ αυτό το σημείωμα να εστιάσω στο ποίημα «Δολιχοδρόμος» αφήνοντας τα άλλα για άλλη φορά.
ΔΟΛΙΧΟΔΡΟΜΟΣ
«Έμπνους του Λάδα ο ανδριάντας!»
Τ’ ακούς στα χείλη το κοντανάσασμα
αστραπές από τους κόγχους
δίνουν ρεύμα στο κάθιδρο πείσμα
«κάθε ίνα του σώματος» εκπέμπει
το προανάκρουσμα της θείας Νίκης.΄
Στην ορμή τετρακύλινδρων ίππων
υποκύπτουν δίβουλα σταυροδρόμια
σκορπίζοντας ετοιμόρροπες στιγμές.
Από τον αεροδιάδρομο της Πίσας
μέχρι τον Λύκειο Απόλλωνα
δρόμος λευκός χαράσσει το στερέωμα
κόβει το νήμα της λήθης.
[Τουλάχιστον, υπερβολικά όλα αυτά…
Άσκοπος ηρωισμός, ταλαιπωρία
πόσο μάλλον, όταν περιμένεις
πώς και πώς
την αφυπηρέτησή σου].
Σ’ αυτό λοιπόν το ποίημα ο Βασίλης Παπαβασιλείου επιστρατεύει έναν ιδιότυπο αγωνιστικό λόγο για να μιλήσει, στην ουσία, όχι για τον αθλητή, αλλά γι’ αυτόν τον ίδιο και γενικότερα για τον άνθρωπο που διήνυσε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του αγωνιζόμενος. Το ποίημα πατάει στέρεα στον άξονα ενός φιλοσοφημένου, υπαρξιακά διαμορφωμένου βλέμματος που γειώνεται στον μύθο, αρδεύεται από την ιστορία και κορυφώνεται στην τρέχουσα βιολογική πραγματικότητα: την επικείμενη αφυπηρέτηση.
Η πρώτη φράση, «Έμπνους του Λάδα ο ανδριάντας!», δίνει τον τόνο: η ποίηση εγκαινιάζει τη ρητορική ενός ύμνου. Ο Λάδας, αρχαίος Ολύμπιος δρομέας, ο οποίος τιμήθηκε με ανδριάντα του περίφημου γλύπτη Μύρωνα, δεν είναι τυχαία επιλογή· συμβολίζει την τελειότητα της ανθρώπινης κίνησης, την αιώνια μνήμη ενός σωματικού επιτεύγματος. Η χρήση του επιθέτου «έμπνους» παραπέμπει στο ένθεο, σε κάτι θεόπνευστο, σχεδόν υπερανθρώπινο. Ήδη από τον πρώτο στίχο, ο ποιητής δηλώνει πως αυτό που ακολουθεί δεν είναι ένας κοινός αγώνας δρόμου· είναι ένας αγώνας με διαστάσεις μύθου και, ταυτόχρονα, μια παραβολή ζωής.
Ο ρυθμός του ποιήματος θυμίζει κοφτή αναπνοή· «το κοντοανάσασμα» που φτάνει στα χείλη λειτουργεί τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά: αποδίδει το σωματικό τίμημα της προσπάθειας αλλά και τη συγκινησιακή ένταση του ομιλητή. Οι «αστραπές από τους κόγχους» φορτίζουν ηλεκτρικά την εικόνα: η εσωτερική ένταση (ίσως και η υπερένταση των τελευταίων χρόνων υπηρεσίας) εκτοξεύεται προς το βλέμμα, το οποίο δεν παρατηρεί απλώς· συμμετέχει, είναι όργανο εκτόνωσης. Ο στίχος «το προανάκρουσμα της θείας Νίκης» υπαινίσσεται το αποκορύφωμα ενός αγώνα που δικαιώνεται: όχι μέσα από μετάλλια αλλά μέσα από την αναγνώριση του βιωμένου χρόνου, της αδιάκοπης, έστω σιωπηρής, συνεισφοράς.
Η εικόνα της ορμής των «τετρακύλινδρων ίππων» εκβάλλει στην ιδέα του πολιτισμικού μετασχηματισμού: από τα ζώα στα μηχανικά σώματα, από τον Ολυμπιακό στίβο στην τσιμεντένια καθημερινότητα. Κι όμως, ακόμη και αυτά τα δίβουλα σταυροδρόμια – μεταφορές της υπαρξιακής αμφιταλάντευσης – υποκύπτουν στην ορμή του πομπού. Ο χρόνος, παρ’ όλο που μοιάζει να διαλύεται σε «ετοιμόρροπες στιγμές», δεν καθορίζει· καθορίζεται από τη μνήμη.
Εδώ, η Πίσα δεν είναι απλώς ένας τόπος – είναι ο αρχαίος τόπος των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο αεροδιάδρομος της Πίσας παραπέμπει στην απόπειρα σύζευξης του παρελθόντος με το μέλλον, της παράδοσης με την τεχνολογία· είναι το εφαλτήριο ενός αιώνιου άλματος προς τον Λύκειο Απόλλωνα. Και ο Απόλλων, θεός του φωτός, της ποίησης και της τάξης, φανερώνεται εδώ όχι ως ο αρχέγονος ή ηρωικός θεός, αλλά ως το πνευματικό κέντρο του ποιητή, ως το αθέατο τέρμα του δρόμου. Ο «δρόμος λευκός» δεν είναι η απλή ατραπός του δολιχοδρόμου· είναι η πορεία προς μια μεταφυσική απελευθέρωση: αυτός ο δρόμος «χαράσσει το στερέωμα» και, πάνω απ’ όλα, «κόβει το νήμα της λήθης». Η μνήμη νικά· ο δρομέας της ζωής δεν θα ξεχαστεί.
Κι όμως, στο τελευταίο μέρος, η φωνή αλλάζει. Σαν κάποιος δεύτερος εαυτός να αρθρώνει έναν λόγο αντίρροπο: «[Τουλάχιστον, υπερβολικά όλα αυτά…»]. Η εμβόλιμη αυτή φωνή, σχεδόν πεζολογική, γεμάτη ειρωνική αμφιβολία, επιτελεί μια εξαιρετική λειτουργία: αποσταθεροποιεί την ηρωική αφήγηση, εκβάλλοντας σε έναν ρεαλιστικό τόνο. Ο ήρωας, κουρασμένος και εντέλει ανθρώπινος, δεν περιμένει πια μετάλλια αλλά «την αφυπηρέτησή του». Εδώ, ο Παπαβασιλείου καταθέτει το πιο ανθρώπινο σημείο του ποιήματος· με λεπτότητα και χιούμορ – σχεδόν αυτοσαρκαστικό – διαλύει τη ρητορεία της πρώτης ενότητας, υπενθυμίζοντας πως, τελικά, κάθε δρομέας είναι θνητός· και κάθε αγώνας, κουραστικός.
Το ποίημα, επομένως, αρθρώνεται σε δύο επίπεδα: το πρώτο, υψηλό, σχεδόν επικό, βασισμένο στο μυθικό και ιστορικό φαντασιακό· το δεύτερο, χαμηλόφωνο, ειρωνικό, σχεδόν αντιποιητικό. Ο Παπαβασιλείου δείχνει εδώ την ωριμότητα της τελευταίας φάσης του έργου του: η ποίησή του δεν επιχειρεί να κρύψει τη φθορά – τη φιλοξενεί μέσα της, χωρίς μελοδραματισμούς.
Είναι, λοιπόν, ο «Δολιχοδρόμος» ένα ποιητικό σχόλιο για την προσωπική πορεία ενός ποιητή, ενός αγωνιστή ανθρώπου που φτάνει στο τέλος μιας υπηρεσίας – όχι με πικρία, αλλά με μια συνείδηση ταυτόχρονα ειρωνική και αξιοπρεπή. Και είναι η αμφιθυμία του τόνου, η αντίστιξη ανάμεσα στη ρητορική έξαρση και την ανθρώπινη σιωπή, που καθιστά το ποίημα ουσιαστικά συγκινητικό.
Ο Παπαβασιλείου δεν εγκαταλείπει τον στίβο· αλλάζει πίστα. Και μας καλεί, όχι μόνο να δούμε το σώμα του Λάδα στον ανδριάντα, αλλά και να αναγνωρίσουμε το δικό μας σώμα στον καθρέφτη της ζωής: κάθιδρο, πεισματάρικο, έτοιμο να κόψει – αν όχι το νήμα του χρόνου – τουλάχιστον εκείνο της λήθης.
Χρήστος Δ. Αντωνίου