You are currently viewing Χριστίνα  Αργυροπούλου: Ηλίας Μπούσιος, Το λίκνο των ονειρευτών, εκδ. Κουίντα, 2024, ISBN 978-618-5268-17-6, σελ. 144.

Χριστίνα  Αργυροπούλου: Ηλίας Μπούσιος, Το λίκνο των ονειρευτών, εκδ. Κουίντα, 2024, ISBN 978-618-5268-17-6, σελ. 144.

Στα ποιήματα του Ηλία Μπούσιου αξιοποιούνται τόσο βιώματα και ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο όσο και κοινωνικά μηνύματα και απογοητεύσεις, όλα ως κατάθεση ατομική, που εμπεριέχει grosso modo και τη συλλογική. Ο ποιητής ενδοσκοπείται και με τη συνδρομή της μνήμης βγάζει στην επιφάνεια αυτά που τον πληγώνουν, καθώς τα όνειρα δεν έφεραν την αναμενόμενη Άνοιξη. Το κοινωνικό στίγμα είναι έντονο σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, όπως και η ποιητική λειτουργία της μνήμης, όπως φαίνεται και από την προμετωπίδα στίχων της Κατερίνας Γώγου: «Η μνήμη των πουλιών/ […]/ η μνήμη των ανθρώπων είναι/ τα ταξίδια των πουλιών/ και οι πάσσαλοι […]/ που τους κρατάνε κάτω…».

Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν 123 ποιήματα από τα οποία τα είκοσι (20) έχουν αφιερώσεις, σε ποιητές ή σε φίλους ή εκφράσεις-γνωμικά, που προετοιμάζουν (ως παρακειμενικά στοιχεία) για το περιεχόμενο των ποιημάτων. Μάλιστα, υπάρχουν αφιερώσεις στα ίδια πρόσωπα δύο φορές (π.χ. στους Οδυσσέα Ελύτη και Άρη Αλεξάνδρου). Εμβληματικό της μοντέρνας γραφής είναι το εναρκτήριο ποίημα με τίτλο «Status Quo» και αφιέρωση  στον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνομιλεί στη μορφή του ποιήματος με τις λέξεις-στίχους, με τις υπερρεαλιστικές συνάψεις λέξεων που δημιουργούν ανοίκειες εικόνες: «μικροσύμπαντα/ σαν τροχαλίας/ σαν κρυστάλλινος/κήπος/ […] σαν χάλκινα/ κρουστά/μέσα στις/σκουριασμένες/ρωγμές/ των/ αδικούντων.», με την απομόνωση του άρθρου από τη λέξη ώστε να λειτουργεί και αυτόνομα και με την αστιξία –με εξαίρεση την τελευταία τελεία–. Το ποίημα λειτουργεί οπτικά, γλωσσικά και νοηματικά με την ένταση στη λέξη «των/αδικούντων» με συνδήλωση του αιτήματος για δικαιοσύνη.

Στο ποίημα  «Ο κόπος», με συνοχή και συνεκτικότητα αυτή τη λέξη, στο ποίημα συγκροτείται «ο κόσμος» εκείνου που κοπιάζει, με οπτικούς, με συναισθηματικούς δείκτες και με λέξεις και φράσεις, όπως: «λάμπει, να ρόζοι, πολύς ο θέρος» ή και με σωματοποίηση του κόπου: «Αυτός ο κόπος μιλάει για αισθήματα παραπονεμένα», καθώς η «ψαλμωδία της ευνοημένης ζωής» είναι πενιχρή, όμως είναι αυθεντική: «η μουσική της ψυχής/ του υποκείμενου του κόπου». Ο ποιητής συγκροτεί εδώ περίτεχνα ένα πορτρέτο απλού εργατικού ανθρώπου με αξιοποίηση της επαναλαμβανόμενης λέξης «κόπος» σε αναβαθμούς από το οπτικό και εξωτερικό στο εσωτερικό-ψυχολογικό επίπεδο.

Στο πλαίσιο της αδικίας και της αδιαφορίας της κοινωνίας, σε τρίτο πρόσωπο, δίνεται η κατάσταση του ανθρώπου  «έρμαιο», του «Άλλου», που ζει μέσα σε φόβους και σκιές, εγκλωβισμένος στη σύγχρονη αλλοτρίωση, με «αφαίμαξη» έστω και λίγης ελπίδας, με τόσα χαμένα όνειρα και με τον εγκλωβισμό στην καθημερινή «ανάγκη». Το αφηγηματικό αυτό ποίημα από τριτοπρόσωπη αφήγηση για αυτόν τον άνθρωπο μεταβάλλεται σε πρωτοπρόσωπη πληθυντικού αριθμού, γίνεται «εμείς». Έτσι, συμπεριλαμβάνει όλους όσοι βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση (καθολικότητα και ενσυναίσθηση) στην εποχή του «χαμένου κέντρου», όπου πολλοί ζουν με το λίγο ψωμί, σε αντίστιξη με τις πολλές «τεχνητές εικόνες» παραδείσων των διαφημίσεων, των Μ.Μ.Ε. και άλλων φορέων που «αιχμαλωτίζουν το βλέμμα», αλλά αποβλακώνουν τη σκέψη και παγώνουν την καρδιά. Στη συνέχεια, η ποιητική αφήγηση οδηγείται στον στοχασμό, καθώς γίνεται λόγος για τον εγκλωβισμό του σύγχρονου ανθρώπου «στα δίχτυα της αυταπάτης», με ρημαγμένα τα οράματα του Κωστή Παλαμά  για το «Ωραίο, το Μεγάλο και το Αληθινό». Ο ποιητής ακτινογραφεί τη σύγχρονη κοινωνία και ενδοσκοπεί τον άνθρωπο με όσα βιώνει. Αυτό καταδεικνύεται με αναβαθμό νοημάτων και με αξιοποίηση του ρήματος «Ζούμε», που σε συνδυασμό με την εποχή όχι μόνον μας αλλοτριώνει, αλλά χάνεται το «κέντρο» νοήματος της ζωής και των αξιών. Έτσι κάθε μετριότητα γίνεται αλαζονική και κάθε ψευδαίσθηση «γρονθοκοπά την Αλήθεια». Η «ευκολία» της κατανάλωσης -που ουσιαστικά δεν είναι ευκολία αλλά υποδηλώνει το αντίθετο ως ειρωνεία κατάστασης-  συμβάλλει στη διαιώνιση του «χαμένου μας κέντρου». Το ποίημα αυτό με τίτλο «Διαβαίνουμε την εποχή του χαμένου μας κέντρου», μέσα από την ανάδειξη καταστάσεων πολύ απαισιόδοξων, συγκροτεί εγερτήριο σάλπισμα για συνειδητοποίηση και αλλαγή πορείας,  αναδεικνύοντας έναν  κοινωνικό ανθρωπισμό.  Το ίδιο μήνυμα συνάγεται και από το ποίημα «Εδώ η άμμος…», όπου η άμμος-ιδέα είναι εγκλωβισμένη.

Στο πολύστιχο ποίημα «Πολέμιοι του κοινού τόπου», μέσα από διάλογο, αντιστίξεις και από περιγραφές καταστάσεων, θίγονται θέματα τιμής, ενοχής, τιμωρίας πρωτοπόρων φωνών κατά της ομογενοποίησης, θίγονται θέματα ειρήνης, με την παρουσία της θάλασσας ή του «ομιλούντος ύδατος» ως αρχής των πάντων, με επιστροφή στο ποιητικό εγώ. Αυτό επιλέγει τη ρομαντική φύση του, τη διαφορετικότητά του και την ένταξή του στις μειοψηφίες, καθώς η ανησυχία για την πορεία της σύγχρονης ζωής του προκαλούν ανησυχίες, οι οποίες με τη σειρά τους ανοίγουν ένα αισιόδοξο άνοιγμα, ελπίζοντας σε νέο σχέδιο αναδημιουργίας. Το εγώ και το εμείς, το ποιητικό υποκείμενο ως εναγώνιος οραματιστής ενός καλύτερου κόσμου σε πολλά ποιήματα συμπλέουν.

Στο επόμενο ποίημα, με αφιέρωση στον ξεχωριστό ποιητή Πολ Τσελάν, αναζητάει, όπως εκείνος, μορφές ηρώων που θα αλλάξουν τον κόσμο, θεωρώντας ως λύση την ηγεμονική προσωπικότητα που σε άλλους αιώνες λειτούργησε και άλλαξαν πολιτεύματα και ζωές ανθρώπων, καθώς, όπως γράφει ο ποιητής: «Οι ήρωες είναι επιδέξιοι πλοηγοί της λαοθάλασσας/ στη μεγάλη φουρτούνα», αλλά τους βρίσκει και αυτούς τώρα φοβισμένους (κάτι , βέβαια, που ανατρέπει το νόημα της λέξης «ήρωες»).

Εμπνεόμενος από τους Προσωκρατικούς ο ποιητής αναφέρεται στον αέρα ως στοιχείο δημιουργίας του κόσμου (έχει ήδη αναφερθεί στο υγρό στοιχείο), ως στοιχείο που μεταστοιχειώνει τα πάντα, εκτός από τη Δικαιοσύνη. Αυτή αναδεικνύεται μέσα από τον μόχθο, από τις παλάμες τις γεμάτες κόμπους, μέσα από τα δάκρυα των αθώων και την τίμια εργασία. Το ποίημα «Αντιμαχόμενοι» είναι ποίημα διαμαρτυρίας, στο οποίο κυριαρχεί η αντίστιξη του θετικού με τον αρνητικό πόλο, με τα πολλά «γιατί», τον δραστικό ρηματικό λόγο και με τον «γκρίζο ουρανό» στο επόμενο ποίημα (σελ. 20).  Ο ουρανός με αρνητική σήμανση και η διάψευση των ονείρων δίνεται και στο ποίημα «Πιστέψαμε τη λέξη», το οποίο διατρέχει ο διπλός εαυτός μας ως άγγελος και ως εχθρός. Η υπονόμευση και η αδικία διαπερνάει πολλά ποιήματα, όπως αναφέρθηκε, π.χ. «Υπονομευτές», «Ο επιμένων ρωτά», «Αντιπαράθεση», «Παράκληση», «Πρόκληση» κ.ά., μέσα από εικόνες της φύσης, από αναζήτηση ελπίδας, από ρωγμές όπως στον «ηλιόλουστο ουρανό της Άνοιξης» (σελ. 26). Και το ποίημα «Πολιορκία», φορτισμένο με τα «Μπορεί» αφήνει μια άγκυρα, ένα όραμα για το αύριο, με τον ευχετικό στίχο: «ας μην αργήσουν ν’ ανέβουν στο πιο ψηλό κατάρτι» (σελ. 28) ή με την απειλή του ξεσηκωμού του καταπιεσμένου: «θα ’ναι η ώρα που θα τρέμετε/ όταν θα τρίζουν οι ουρανοί τους!» (σελ.30). Στο ίδιο πνεύμα κινείται το ποίημα «Υμνώ» όπου υμνούνται ο Έρωτας επαναστάτης, ο ιδρώτας του εργάτη, ο άγρυπνος πολίτης, όλα όσα καταγγέλλουν την «αδικία» και κυρίως η «Κυριακή των Βαΐων» με το αγγελτήριο μήνυμα της ανατροπής των πάντων στην τότε κοινωνία.

Θεωρώ ότι πολλά ποιήματα με τα θέματα και τη λεκτική τους οργάνωση αποτελούν ποίηση ιδεών και αξιών, όπως και το ποίημα «Δελτίο τύπου», που αναμένει από τα παιδιά την αλλαγή πλεύσης του κόσμου. Σε άλλο ποίημα στηλιτεύονται «οι λάτρεις της εξουσίας», με την αλληγορία του όμορφου και φροντισμένου κήπου με τα αγριολούλουδα, που απειλείται από τα δηλητηριώδη δέντρα, «ταξίδες», αναδεικνύοντας την ανάγκη για προστασία του κάθε παιδότοπου ή «κήπου», αλλά και όλης της χώρας (σελ. 40). Με προστακτικό λόγο, το ποιητικό υποκείμενο ζητάει το γκρέμισμα του παλιού και το χτίσιμο του νέου κόσμου από την αρχή, συνομιλώντας με τον Κ. Παλαμά, και μέσα από την ενότητα για νέο παλμό (σελ. 42). Σε αρκετά ποιήματα, μέσα από εκκλήσεις για ανάληψη ευθυνών, μέσα από αγώνες αναζητείται ελπίδα για το χτίσιμο ενός νέου κόσμου, παρά τις υπαρκτές αντιξοότητες, με την κατάθεση-εξομολόγηση: «Αγαπώ τον κόσμο», «Πιστεύω σ’ ένα καλύτερο κόσμο» (σελ. 48) και το εγερτήριο  μήνυμα «Συνοδεύστε τον Ήλιο τώρα που γιγαντώνονται τα σκότη» (σελ. 48).

Στο σύντομο ποίημα «Δύο θεμέλια και τέσσερα φτερά», η συσσωρευτική προτροπή σε ρηματικό λόγο, π.χ. «Να γελάς […]/ Να ασκείσαι […]/ Να αφαιρείς […]/ Να αντιμιλάς […]/ Να κεντάς […]/» εκβάλλει στο μήνυμα των τριών τελευταίων στίχων, με επιλογή του δεύτερου επικοινωνιακού προσώπου σαν να είναι παρών και παρούσα ο/η δέκτης του μηνύματος, π.χ. «Να κοινωνείς λαίμαργα το μυστήριο του έρωτα,/ το φως της δικαιοσύνης, την έξαψη της ελευθερίας./ Να υπάρχεις.» (σελ. 49). Πρόκειται για ένα ποιητικό μανιφέστο για το «ἀγαθῶς ζῆν». Κάτι ανάλογο γίνεται και στο ποίημα που στήνεται, θεατρικά, με τον τίτλο «Αυλαία» και με άλλους εκφραστικούς τρόπους (σελ. 55). Σε δεύτερο επικοινωνιακό πρόσωπο στο ποίημα «Πες μου εσύ» αναζητάει -με εικόνες και μεταφορές από τη φύση και με τη συνδρομή της- να μπορέσει να στήσει ένα αδελφικό «πιστεύω» ανόθευτης αγάπης για τις ανάγκες του κόσμου, χωρίς να αναμένεται οποιαδήποτε επιβράβευση με επιγραφές, με συμφωνίες ή με καταγραφή σε σελίδες ιστορίας. Με αυτούς τους στίχους αναδεικνύεται  ο καθολικός ανθρωπισμός του ποιητή (σελ. 51).

Σε άλλο ποίημα «Το διακύβευμα της Ελευθερίας», μέσα από έξι περιορισμούς, και με ανάπτυξη ιδεών και εικόνων παρουσιάζεται, ποιητικά, ο δρόμος που οδηγεί στην ελευθερία (σελ. 53). Το κοινωνικό στίγμα διαπερνάει τα ποιήματα: «Απειλή» και «Το κράμα και οι διαλεχτοί», στο οποίο η αλλαγή δίνεται μεταφορικά «Γύρισε η μέρα, γύρισε και ο αιώνας/[…]/ Διψάει ο σπόρος./» (σελ. 58). Στο «Απειλή» αναλαμβάνει ρόλο ένας  «Ήλιος σκοπευτής, πεισματάρης./Να τους στραβώσει.» (σελ. 59). Στο ποίημα  «Κάλεσμα», ο Ήλιος συμβολίζει την πτώση, με τη ρηματική προτροπή του ποιητικού υποκειμένου, π.χ. «Αντισταθείτε στην πτώση./ Απασφαλίστε την διαχρονική ελπίδα/[…]/ Γρηγορείτε.» (σελ. 63). Ο Ήλιος είναι συχνό μοτίβο και σύμβολο στην ποίηση αυτή: «Ελπίζω στον υπερβατικό Ήλιο» (σελ. 65).

Σε άλλα ποιήματα υμνούνται ο αγρότης, ο μόνιμα αδικημένος (σελ. 68), η αγάπη που δίνει δύναμη ακόμα και στον «Ένθεο πολεμιστή» (σελ. 74) και αναμένεται η φωνή της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ελευθερίας (σελ. 75), ή δίνεται ο ορισμός της ανθρωπιάς, με την ενσυναίσθηση, με την κατανόηση και τη συνέπεια για να υπάρξει ελπίδα και ταξίδι στο αύριο (σελ. 76). Στο ποίημα «Οι σιωπηλές λέξεις» ο ποιητής στοχάζεται στο πότε σωπαίνουν οι λέξεις και όταν αυτές σωπαίνουν  έρχονται «άγρια θηρία φτερωτά» και χάνονται πολλά, διότι μόνον οι «λέξεις αλήτες, που δεν κάθονται φρόνιμα/ οι λέξεις πουλιά» όταν βρουν και άλλες γόνιμες λέξεις μπορούν να κάνουν τις καμπάνες όχι να βραδυπορούν, αλλά να ηχήσουν χαρούμενα (σελ. 78).

Ακολουθεί το ποίημα που χαρακτηρίζεται «τραγούδι» με το οποίο ο ποιητής κάνει προσκλητήριο  σε κοινό όραμα, σε ένα ρομαντικό ταξίδι μαθητείας του ανθρώπου. Με το ποίημα «Οι Πρόσφυγες» και τον αγώνα για δικαιοσύνη και ελευθερία δίνεται ένα νέο όραμα για την πατρίδα της καρδιάς (σελ. 81). Σε άλλα ποιήματα  γίνεται λόγος για «τοπίο παρακμής», για «οσμή θανάτου», για «Ήλιο κλειδωμένο», για «αγώνα» και «άνεμο αλλαγής», με τον αποφθεγματικό λόγο- πρόκληση ότι «Η φορά και η δύναμη του ανέμου/ διακρίνει τους ζωντανούς από τους πεθαμένους.» (σελ. 84, 85)

Αλλού επικαλείται τον χρόνο για τη σωτηρία της πόλης (σελ. 90) ή τα σαλιγκάρια που ξεμυτίζουν μετά την καταιγίδα (σελ. 91) ή και τη μνήμη μετά από πολλούς θανάτους ως στοιχεία ενεργά για ελπίδα και αισιοδοξία (σελ. 92). Με το πολύστιχο ποίημα «Ενώπιος ενωπίω» στήνεται η αυλαία όλων των κατατρεγμένων, που το εσείς μαζί με το εμείς θα μπορέσει να δει έναν κόσμο «ηλιόκτιστο ν’ απλώνεται» (σελ. 97). Αλλού επιστρατεύεται η μεθοδικότητα των μερμηγκιών, που έχουν κοινό σκοπό και όραμα, έμμεσα καλώντας τους ανθρώπους να παραδειγματιστούν από αυτά σε έναν διαχρονικό σκοπό. Σε άλλο ποίημα επιστρατεύεται διακείμενο από τον Στέλιο Ράμφο για τη δύναμη του προσωπικού παραδείγματος: «τη γνησιότητα του οράματος/ την επαληθεύει κατ’ εξοχήν το προσωπικό παράδειγμα» (σελ. 99, 111).  Η καταδίκη του πολέμου δίνεται, ποιητικά, αντιπαρατάσσοντας στην πολεμική φύση τού ανθρώπου την ειρηνική, με τα αγαθά της ειρήνης (σελ. 102), επισημαίνοντας ότι αυτό θέλει κόπο, θυσίες και υπομονή (σελ. 104).  Σε αρκετά ποιήματα γίνεται προσκλητήριο κινητοποίησης του/της αναγνώστη/στριας σε θέματα που διαπερνούν τα ποιήματα, όπως στο ποίημα «Παρών-Απούσα», όπου στο επιμύθιο σε δύο μετεωρισμένους στίχους δίνεται το μήνυμα «της ευθύνης», π.χ. «Μην κρυφτεί κανείς/ υποστέλλοντας τη σημαία της ευθύνης» (σελ. 112). Την ευθύνη επικαλείται και στο ποίημα «Αναμονή και ευθύνη» (σελ. 115). Ο ποιητής αν και σε κάποια ποιήματα προσκαλεί το εσείς να συνεργαστεί με το εμείς, σε άλλα, όμως τα διαχωρίζει, καθώς το τελευταίο κρατάει την «άσβεστη ελπίδα/ που διεμβολίζει του φόβου τη λεπίδα.» (σελ. 117).

Και με το ποίημα «Homo homini lupus» προτρέπει να άνθρωπο-λύκο σε ανακωχή και νέο ξεκίνημα, μιμούμενος την αθωότητα του παιδιού (σελ. 121), καθώς τα παιδιά με τις κόκκινες μπογιές στους τοίχους ανοίγουν νέους δρόμους αισιοδοξίας (σελ. 122). Στοχάζεται το ποιητικό υποκείμενο πάνω στο θέμα της ελευθερίας, περνώντας από «Της ελευθερίας τον λόγο» του Ανδρέα Κάλβου (σελ. 129) και καταλήγοντας σε διπολικό απόλυτο λόγο του «Εμείς και εσείς», καταγγέλλοντας τη σύγχρονη νοοτροπία που αν κάποιος πει «ναι» σε κάτι, αυτόματα τίθεται το «όχι» από τους άλλους, φαινόμενο κοινό ιδιαίτερα στην πολιτική ζωή του τόπου μας (σελ. 131-132). Ύμνο στην Ελλάδα αποτελεί το ποίημα «Αχ Ελλάδα όμορφη», με εικόνες από τη χώρα ως τόπο και ιστορία, με την προσφορά της στον πολιτισμό (σελ. 136). Η αισιοδοξία του ποιητή για καλύτερες ημέρες αναδεικνύεται και στο ποίημα «Κάποτε…», όταν ο αγώνας θα φέρει καρπούς, θα φέρει «μιαν Άνοιξη ασφαλισμένη» (σελ. 138). Ακολουθεί η αποφώνηση με διακείμενα από τον τίτλο του έργου για τις αποχρώσεις του γκρι ή από τον Μάνο Λοΐζο ότι «Η μεγαλύτερη επανάσταση/ είναι η έγνοια για τον συνάνθρωπό μας/ που τον έχει ρημάξει το σκοτάδι.» (σελ. 139).

Τέλος, μέσα από αυτή τη διαδρομή στην ποίηση του Ηλία Μπούσιου αναδείχθηκαν κάποιοι ποιητικοί οδοδείκτες της ποίησής του, ιδέες και οράματα, με την ορμή ενός νέου ανθρώπου, που αναζητάει νέες ορίζουσες για τη ζωή, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, για μια ζωή με αλήθεια, με ελπίδα, με αγάπη, με δικαιοσύνη, με ελευθερία και με ομόνοια για ένα καλύτερο αύριο.

 

 

 

          Χριστίνα Αργυροπούλου, Επίτιμη Σύμβουλος του Π.Ι., συγγραφέας

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.