You are currently viewing Χρήστος Τσιάμης: Η χειρότερη συναυλία (και τα ξόρκια της)

Χρήστος Τσιάμης: Η χειρότερη συναυλία (και τα ξόρκια της)

στην Κατερίνα Μυστακίδου

 

Είχα πείσει την φίλη μου την Κατερίνα ότι επρόκειτο για μεγάλη ευκαιρία.  Και προγραμματίσαμε τη φοιτητική μας οικονομία για εκείνο το μήνα έτσι ώστε να συμπεριλάβει και τα εισιτήρια (ακριβούτσικα) για εκείνη τη συναυλία.  Από τον εξώστη ψηλά, στην αίθουσα της Φιλαρμονικής της πόλης μας, είδαμε τη σκηνή γεμάτη ηχεία, ηλεκτρικά όργανα, και ένα σωρό άλλα συμπράγκαλα.  Και αυτό με προϊδέασε, άσχημα.  Δεν ήταν κάτι που περίμενες να δεις σε μια συναυλία τζαζ.  Δεν ανέφερα τίποτα από αυτά στην Κατερίνα μην προϊδεάσω και την ίδια.  Όμως, όσο και να συζητούσαμε ευχάριστα περιμένοντας να αρχίσει η μουσική, από το σούσουρο τριγύρω μας διαπιστώσαμε ότι η έναρξη είχε καθυστερήσει για πολλή ώρα.  Και σε λίγο άρχισαν του κοινού τα σφυρίγματα… Δειλά-δειλά και αραιά στην αρχή, ώσπου σηκώθηκαν σαν ένα σύννεφο σκόνης και γέμισαν όλη την αίθουσα.  Και συνεχίστηκαν ασταμάτητα μέχρι που χαμήλωσαν τα φώτα.

 

Οι μουσικοί που μπήκαν στη σκηνή ήταν σχετικά νέοι.  Αλλά ο Μάιλς Ντέιβις πουθενά να φανεί.  Άρχισαν να παίζουν τις ηλεκτρικές κιθάρες, ηλεκτρικό μπάσο, ηλεκτρικό όργανο, και τα ντραμς, όμως έλειπαν από το συγκρότημα τα συνήθη πνευστά της τζαζ.  Ο ήχος των οργάνων ήταν εκκωφαντικά δυνατός.  Ήταν εκείνο το νέο συνονθύλευμα ήχων που το ονόμαζαν μουσική fusion.  Είχαν παίξει για αρκετή ώρα, προς ενόχληση δικής μου και της φίλης μου, όταν τελικά έκανε την εμφάνιση του ο μεγάλος σταρ της τζαζ.  Φορούσε μαύρα γυαλιά και περπάτησε σιγά σιγά μέχρι το κέντρο της σκηνής κρατώντας την τρομπέτα.  Γύρισε την πλάτη του προς το κοινό, ένευσε με το κεφάλι στους μουσικούς, έβαλε την τρομπέτα στο στόμα, και αμέσως οι μουσικοί συντονίστηκαν μαζί του.  Ο ήχος που έβγαινε από την τρομπέτα ήταν κάτι κοφτές, υψηλόφωνες στριγκλιές που χώνονταν στις τομές του ρυθμού της μπάντας.  Αυτό συνεχίστηκε για λίγα μόνο λεπτά.  Κατόπιν, σταμάτησε να παίζει ο Ντέιβις και στράφηκε προς το κοινό.  Σε κάποια στιγμή έβγαλε τα γυαλιά.  Έβαλε πάλι την τρομπέτα στο στόμα, υποχώρησε λίγο ο ήχος της μπάντας, και αυτός άρχισε κάτι που έμοιαζε με σόλο.  Διάρκεσε όμως πολύ λίγο.  Και όλη η συναυλία συνεχίστηκε σε αυτό το μοτίβο.  Χρειάστηκαν λίγα ποτά μετά, σε ένα παλιό μπαρ του Βίλλατζ, για να φτιάξει πάλι το κέφι μας…

 

Όμως η περιέργεια μας για τη τζαζ δεν σταμάτησε και μας έφερε σε άλλα ωραία.  Όπως τότε που σταθήκαμε ουρά να ακούσουμε τον μπασίστα Τσάρλι Μίνγκους και το κουιντέτο του στο κέντρο The Bottom Line στη γωνία Γουέστ Φορθ και Μέρσερ.   Καθόμασταν σε ένα τραπέζι κεντρικά και κοντά στο υπερυψωμένο βάθρο, με τον Μίνγκους και τους μουσικούς του en face.  Ο ήχος έπεφτε επάνω στα κορμιά μας απαλά και τον πίναμε με το ποτό μας γουλιά γουλιά.  Έβλεπες εκείνον τον μάγο του μπάσου σε περίπτυξη με το πελώριο κοντραμπάσο και έλεγες ότι ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον σωματικά, ερωτικά.  Και ήρθε η σειρά του να παίξει σόλο, και ησύχασαν τα όργανα, ησύχασε και το σούσουρο του κόσμου τριγύρω, και γίναμε όλοι ένα με το υλικό του υποχθόνιου ήχου που κύλαγε από τα δάχτυλα του, στις χορδές, στο θάλαμο του κούφιου σκούρου ξύλου, ανάμεσα σε όλους εμάς και έπεφτε σαν κύμα στους τέσσερις τοίχους.  Μια στιγμή, κοίταξα την Κατερίνα δίπλα μου και την είδα με τα μάτια κλειστά.  Όπου και αν την πήγαινε εκείνος ο ήχος, φαινόταν ότι την ταξίδευε γλυκά.

Λίγους μήνες αργότερα, ξαναβρέθηκα στην αίθουσα της Φιλαρμονικής για να ακούσω τον πιανίστα Ντέιβ Μπρούμπεκ και το ιστορικό κουαρτέτο του σε μια συναυλία τους γενέθλιο.  Ήταν κέρασμα στη συμφοιτήτρια μου την Άνι.  Μαζί «καίγαμε το λάδι του μεσονυχτίου», όπως λέγαμε στα αγγλικά burning the midnight oil»), κάνοντας έρευνα στο υπόγειο εργαστήριο της Ηλεκτροχημείας του Κολούμπια.  Αυτή η έξοδος μας ήταν μια συνέχεια στη συζήτηση μας για την αξία των μουσικών μας προτιμήσεων.  Η Άνι, για να με πείσει για την όπερα, είχε διαλέξει να με πάει σε μια παράσταση της «Κάρμεν» στη Μητροπολιτική Όπερα.  Όντως, την απόλαυσα.  Θεώρησα, λοιπόν, ότι η συναυλία του Κουαρτέτου του Μπρούμπεκ θα ήταν ό,τι πεις για μια καλή εισαγωγή της φίλης μου στον κόσμο της τζαζ.  Και δεν έπεσα έξω!

 

Ήταν η επέτειος για τα εικοσιπέντε χρόνια του Κουαρτέτου.  Είχαν περάσει χρόνια από τότε που είχαν εμφανιστεί μαζί για τελευταία φορά, και είχαν περάσει επάνω τους το χρόνια όπως είδαμε σαν εμφανίστηκαν στη σκηνή.  Ο Τζο Μορέλο, ο ντράμερ, τυφλός πια, χρειάστηκε βοήθεια για να φτάσει στη μέση της σκηνής να βρει τη θέση του στο σετ των τυμπάνων.  Ο Πολ Ντέσμοντ με γυαλιά μυωπίας, σκούρο κοστούμι, άσπρο πουκάμισο και γραβάτα, ήταν μια εύθραυστη παρουσία, έτοιμος να τον πάρει ο άνεμος…  Ο Γιουτζίν Ράιτ, βαρύς, με βήματα προσεχτικά προχωράει στο όρθιο κοντραμπάσο.  Μα σαν μπαίνει κεφάτος και παίρνει τη θέση του στο πιάνο ο Ντέιβ Μπρούμπεκ, όλοι τους αποκτούν την ηλικία της μουσικής.  Είμαστε όλοι συνομήλικοι!  Και όταν αρχίζουν το κομμάτι «Take Five», ο μόνος δίσκος της τζαζ που είχε φτάσει στην κορυφή των τσαρτ τής Αμερικής, και που παιζόταν επί χρόνια στο ραδιόφωνο, όλο το θέατρο έχει ξεσηκωθεί!  Και η διάρκεια του κομματιού αυτού τεντώνεται στο υπέρτατο, με κεφάτα σόλο μεγάλης διαρκείας των τεσσάρων μουσικών.  Και το σόλο του ντράμερ Τζο Μορέλο παραμένει αξέχαστο!  Αυτή η συναυλία, λοιπόν, ήταν το καλύτερο ξόρκι για εκείνο το μουσικό ναυάγιο του μεγάλου τρομπετίστα που είχα ζήσει στον ίδιο χώρο πριν τέσσερα χρόνια.  Έτσι, έχοντας ξορκίσει εκείνα τα φαντάσματα, μπορούσα να απολαμβάνω ξανά τον Μάιλς Ντέιβις ακούγοντας στο πικάπ το Kind of Blue, το Sketches of Spain, τα παλιά του αριστουργήματα.

 

Σημείωση:

Η συναυλία του Miles Davis έγινε τον Σεπτέμβριο του 1972.
Η συναυλία του Charlie Mingus στο Bottom Line έγινε τον Δεκέμβριο του 1975.
Η συναυλία του Κουαρτέτου του Dave Brubeck έγινε τον Φεβρουάριο του 1976.

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.