You are currently viewing Χρυσάνθη Ιακώβου: «Οιμωγή» του Στέφανου Αλεξιάδη (Εκδόσεις Μίνωας, 2024)

Χρυσάνθη Ιακώβου: «Οιμωγή» του Στέφανου Αλεξιάδη (Εκδόσεις Μίνωας, 2024)

Πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου σκέφτηκα: «Έχουμε όντως ανάγκη από ακόμα ένα crime βιβλίο;». Η αστυνομική λογοτεχνία και γενικά η λογοτεχνία που αφορά εγκλήματα έχει στις μέρες μας μεγαλύτερη πέραση από ποτέ, είμαστε κατά κάποιον τρόπο εθισμένοι στο να διαβάζουμε βιβλία αυτού του είδους ή να βλέπουμε αστυνομικές σειρές ή να ακούμε podcast με πραγματικά εγκλήματα. Αυτό βέβαια –το κατά πόσο είμαστε εθισμένοι– είναι μια άλλη κουβέντα.

 

Συνεπώς, αφού υπάρχει κατανάλωση σε αυτό το είδος, ναι, είναι λογικό να υπάρχει και παραγωγή. Ωστόσο μπορεί να παρατηρήσει κανείς το εξής: ότι εφόσον γράφονται πλέον πολλά τέτοια βιβλία, έχουμε απίστευτη ποικιλία και πιο ευφάνταστες ιστορίες. Έχουμε ξεφύγει από το κλασικό μοντέλο του παρανοϊκού δολοφόνου που τον συλλαμβάνει τελικά ο δαιμόνιος και με αλάνθαστο ένστικτο ΑΝΤΡΑΣ ντετέκτιβ. Πλέον τα crime μυθιστορήματα θίγουν κοινωνικά θέματα, έχουν πολύ ενδιαφέροντες ήρωες, έχουν εγκληματίες που τα κίνητρά τους συνδέονται με πολύ ιντριγκαδόρικο τρόπο με τον ψυχισμό τους.

 

Με αυτήν τη λογική λοιπόν, ναι, το βιβλίο του Αλεξιάδη δεν είναι ένα ακόμα crime βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο που μέσω του εγκλήματος που περιγράφει ασχολείται με πολύ σημαντικές παθογένειες της κοινωνίας μας, έχει ήρωες που πέρασαν μια δύσκολη ζωή κι αυτό φαίνεται στις επιλογές τους και στις πράξεις τους, έχει γυναίκες σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, έχει πολλά πράγματα που πρέπει να ακουστούν.

 

«Οιμωγή» λοιπόν, τίτλος πιασάρικος και πρωτότυπος. Οιμωγή είναι η κραυγή και εδώ φαίνεται η φιλολογική ιδιότητα του Αλεξιάδη. Για την υπόθεση δεν θα πω πάρα πολλά, γιατί κι ο ίδιος ο συγγραφέας δεν μας αποκαλύπτει πολλά στο οπισθόφυλλο. Έχουμε τη δολοφονία ενός εξάχρονου αγοριού στη Θεσσαλονίκη. Το ρίχνουν από το μπαλκόνι. Κατηγορούμενη είναι η μητέρα του (η οποία βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού). Μπορεί μια μητέρα να σκοτώσει τον γιο της; Κι αν ναι, γιατί; Είναι όντως η μητέρα ένοχη; Ή υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν τα γνωρίζει κανείς;

 

Βρήκα πολύ ενδιαφέρον ότι την εξιχνίαση της υπόθεσης την αναλαμβάνει μια γυναίκα αστυνομικός, η σοβαρή και τυπική Λουκία, που κρύβει βέβαια κι αυτή τα δικά της μυστικά, τα οποία λειτουργούν σαν μια δεύτερη υπόθεση μέσα στο βιβλίο, σπουδαία υπόθεση και αυτή που θίγει επίσης πολύ λεπτά κοινωνικά ζητήματα.

 

Η Λουκία δεν είναι η μοναδική αστυνομικός στην υπόθεση. Από Αθήνα καταφτάνει ο υπαστυνόμος Δημήτρης, με τον οποίο θα δουλέψουν μαζί. Απολαυστικό το φεμινιστικό σχόλιο του Αλεξιάδη, που τοποθετεί μεν μια γυναίκα στη διαλεύκανση της υπόθεσης, η οποία γυναίκα όμως αναγκάζεται από την υπηρεσία της να συνεργαστεί με έναν άντρα, λες και ο προϊστάμενός της δεν της έχει αρκετή εμπιστοσύνη.

 

Το αστυνομικό αυτό δίδυμο, που δεν το βλέπουμε συχνά στα crime βιβλία, είναι ένα πολύ ωραίο συγγραφικό εύρημα και ο Αλεξιάδης προσδίδει στη σχέση τους μια απίστευτη χημεία. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τον πολλά βαρύ ντετέκτιβ που λύνει την υπόθεση βασιζόμενος κυρίως στο ένστικτό του, στην «Οιμωγή» έχουμε κάτι εντελώς διαφορετικό: μια γυναίκα αστυνομικό που τηρεί κατά γράμμα όλους τους κανονισμούς (την ίδια ώρα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς της δαίμονες) και έναν άντρα αστυνομικό, πιο χαλαρό, λιγότερο τυπικό, λίγο έξω από τα νερά του. Η σχέση αυτών των δύο, που χτίζεται σταδιακά σε όλο το βιβλίο, λειτουργεί κι αυτή σαν μια επιπλέον ιστορία που δένει ωραία με την υπόλοιπη πλοκή.

 

Το βιβλίο έχει πολύ ωραία δομή. Τα κεφάλαια είναι μικρά, ο ρυθμός είναι γρήγορος, οι εξελίξεις τρέχουν. Σε κάθε κεφάλαιο εστιάζουμε σε διαφορετικό ήρωα. Στο ένα βλέπουμε την υπόθεση από την πλευρά της αστυνόμου Λουκίας, σε άλλο από την πλευρά του υπαστυνόμου Δημήτρη, αλλού έχουμε τα γεγονότα από την πλευρά του Στάθη, του πατέρα του δολοφονημένου αγοριού, και αλλού έχουμε την κατηγορούμενη μάνα, την Πετρία. Στα κεφάλαια της μάνας μάλιστα δεν έχουμε την τριτοπρόσωπη αφήγηση που έχουμε στους υπόλοιπους, αλλά ακούμε την ίδια να μιλάει, έχουμε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πράγμα που είναι διπλά ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί είναι η κατηγορούμενη, αλλά και γιατί η γυναίκα αυτή βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού.

 

Άλλο ωραίο συγγραφικό τρικ έχουμε στα κεφάλαια του Στάθη, του πατέρα του αγοριού. Ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ιστορία του ζευγαριού, πώς γνωρίστηκαν, πώς έκαναν σχέση, πώς παντρεύτηκαν και πώς απέκτησαν το παιδί τους, αυτό που δολοφονήθηκε. Για να μας πάει πίσω στον χρόνο βάζει τον ήρωά του να γράφει ένα ημερολόγιο με όλα τα γεγονότα που προηγούνται. Αυτό δίνει στο βιβλίο μια ωραία αφηγηματική ποικιλία, είναι άμεσο, μαθαίνουμε τα συναισθήματα του ήρωα από πρώτο χέρι και φυσικά αυτά τα κείμενα είναι σημαντικά κομμάτια του μεγάλου παζλ της υπόθεσης: όταν φτάσουμε στο τέλος του ημερολογίου θα έχουμε πάρει και πολλές απαντήσεις.

 

Το βιβλίο έχει μια σοκαριστική εισαγωγή, τη δολοφονία ενός παιδιού, πολύ τολμηρή επιλογή από μέρους του συγγραφέα. Στη συνέχεια εξελίσσεται πιο χαλαρά, με την έννοια ότι ακολουθούμε την αστυνομική έρευνα, η οποία για αρκετές σελίδες δεν καταλήγει πουθενά. Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία, οι μάρτυρες δεν βοηθούν και πολύ, η ίδια η κατηγορούμενη δεν είναι και πολύ συνεργάσιμη. Ο Αλεξιάδης θέλει να χτίσει αργά αργά το σύμπαν του βιβλίου –έχει να φροντίσει και για την αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο αστυνομικών–, στήνει τη σκακιέρα του χωρίς να βιάζεται και, όταν όλα τα πιόνια βρεθούν στη θέση τους, τότε ξεκινά το πραγματικό παιχνίδι.

 

Οι ήρωες του Αλεξιάδη έχουν ενδιαφέρον γιατί δεν υπακούν στους ρόλους τους. Το ότι μια γυναίκα γίνεται μάνα, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι γίνεται και σωστή μάνα. Ή ένας πατέρας δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι δίνει τον καλύτερό του εαυτό στο παιδί του. Η κοινωνία μας είναι γεμάτη από στερεότυπα, από ταμπέλες, από κανόνες συγκεκριμένης συμπεριφοράς, η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην «Οιμωγή».

 

Διαβάζοντας το βιβλίο αισθάνθηκα ότι ο συγγραφέας δεν ήθελε απλώς να αφηγηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά ήθελε να ειπωθούν ορισμένα πράγματα. Ήθελε να ξεγυμνώσει τον άνθρωπο από τον ρόλο του και να τον δείξει όπως πραγματικά είναι. Ή ήθελε να σπάσει τα στερεότυπα – γι’ αυτό επέλεξε η μάνα του δολοφονημένου παιδιού να είναι αυτιστική. Ο Αλεξιάδης έγραψε μια σκοτεινή ιστορία και μέσω αυτής κατάφερε να θίξει σημαντικά κοινωνικά θέματα.

 

Πίσω από τους ήρωες του Αλεξιάδη υπάρχει ολόκληρο ψυχολογικό υπόβαθρο. Ο συγγραφέας έχει μελετήσει, έχει σχεδιάσει πολύ προσεκτικά τον ψυχισμό τους, το παρελθόν τους, τα τραύματα τους, και τα έχει πλέξει όλα αυτά με την υπόθεση του βιβλίου. Όλοι έχουν μυστικά, όλοι παλεύουν με κάτι, όλοι φοβούνται κάτι, αλλά στο τέλος όλοι πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με το τραύμα τους. Στο τέλος του βιβλίου ο κάθε ήρωας συγκρούεται με τον εαυτό του. Ο Αλεξιάδης δίνει σχεδόν στον καθένα το φινάλε που του αξίζει. Οι ήρωες δεν κάνουν πάντα το σωστό, αλλά ο συγγραφέας ξέρει ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος και τους οδηγεί σχεδόν εκεί που πρέπει.

 

Εξάλλου, ο Αλεξιάδης δεν ενδιαφέρεται τόσο να παίξει με τις έννοιες του σωστού και του λάθους, δεν τον ενδιαφέρει το ηθικό του πράγματος. Θέλει απλώς να περιγράψει τα γεγονότα και τον τρόπο που οι ήρωές του αντιδρούν σε αυτά. Αυτό είναι που κάνει το μυθιστόρημα αυτό ρεαλιστικό. Χωρίς περιττά στολίδια, χωρίς επιτηδευμένη γλώσσα, χωρίς ανούσια στολίσματα, ο συγγραφέας μάς λέει: «έτσι είναι ο κόσμος μας, αυτή είναι η αλήθεια». Και έχει δίκιο. Και γι’ αυτό ο αναγνώστης θα το διαβάσει με ενδιαφέρον. Θα το απολαύσει και θα μείνει μέσα του κάτι από όλα αυτά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.