Η Περσεφόνη Τζίμα στην τέταρτη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Ανθεκτικά υλικά» (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2024), καταβυθίζει και πάλι το βλέμμα της σε εσωτερικά τοπία αναπολήσεων κι ερωτημάτων, συγκινήσεων, ματαιώσεων, και γενικά ενδοσκόπησης αποσκοπώντας σε διεργασίες αποτίμησης, αλλά και θεάσεων και στοχασμών για τα ανθρώπινα, για τον κόσμο και για το φυσικό και κοινωνικό τοπίο που μας περιβάλλει.
Διαβάζοντας έρχονται στο νου οι ακόλουθοι στίχοι του Οκτάβιο Παζ:
«Ούτε το όνειρο κι ο πληθυσμός του από σπασμένες εικόνες
Ούτε το παραλήρημα με τον προφητικό του αφρό,
ούτε η αγάπη με τα νύχια και τα δόντια της μας φτάνουν.
Πέρ’ από μας,
στα σύνορα του είμαι και του γίνομαι
μια ζωή πιο ζωντανή μας θέλει.» («Πέρα κι απ’ την αγάπη» σ. 24)[1]
Το εξώφυλλο του καλαίσθητου βιβλίου με τα 47 ποιήματα, που κοσμείται με έργο του εικαστικού Σωτήρη Σόρογκα, απεικονίζει λευκά βότσαλα, ανθεκτικά υλικά δηλαδή και μια αλυσίδα που επίσης συμβολίζει αντοχή, ωστόσο παραπέμπει σε «σιδερένια πλέγματα δοκιμασίας» όπως αναφέρεται στο ακόλουθο ομώνυμο ποίημα, απ’ όπου και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής, με το οποίο δίνεται το στίγμα της:
«Ανθεκτικά υλικά»
«Ευτυχής απολαμβάνω το οικοδόμημα
της αληθινής αγάπης
που χτίζαμε για χρόνια
με θεμέλιο τη χημεία
κι ανθεκτικά υλικά
λύπης και χαράς
με σιδερένια πλέγματα δοκιμασίας
σε μισό αιώνα διαδρομής
ξεπεράσαμε τις παιδικές ασθένειες
τις άγουρες κακοτεχνίες
σε λιακάδες καταιγίδες συννεφιές
και γινωμένοι σαν ώριμοι από καιρό
βαδίζουμε ήρεμοι στη δύση.» («Ανθεκτικά υλικά» σ. 22).
Σ’ αυτό το ποίημα εκφράζονται αισθήματα ικανοποίησης για το οικοδόμημα μιας αγαπητικής σχέσης βασισμένης στην ερωτική επιθυμία, που άντεξε παρά τα σιδερένια πλέγματα δοκιμασίας, ενώ οι στίχοι της κατακλείδας: «και γινωμένοι σαν ώριμοι από καιρό / βαδίζουμε ήρεμοι στη δύση.» αγγίζουν εκφάνσεις πλήρωσης.
Η ποιήτρια γράφει κυρίως σε πρώτο ενικό πρόσωπο, συνομιλώντας με τον άλλον αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό της. Το ύφος της χαρακτηρίζεται από αυτοαναφορικότητα, από ενδοσκόπηση, και στοχασμό και κοινωνική ευαισθησία, ενώ γίνεται λυρικό όταν εκφράζει οικείωση με τη μητέρα φύση. Ο λόγος είναι αφηγηματικός και διαυγής με λέξεις διαλεγμένες και συνταιριαγμένες που δομούν στίχους μεστούς σε ουσιαστικά ερωτήματα και στοχαστικές θεάσεις, ενώ κάποιες φορές γίνεται καυστικός για να στηλιτεύσει σκοτεινά σημεία του κοινωνικού γίγνεσθαι ή διαπροσωπικών σχέσεων. Η γραφή της Τζίμα χαρακτηρίζεται επίσης από πλούσια εικονοπλασία, που μαζί με τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές και τις θεάσεις, προσφέρουν αναγνωστική ευχαρίστηση και αναστοχαστικά ερεθίσματα.
Τα «Ανθεκτικά υλικά» αφορούν σε διεργασίες αποτίμησης της πορείας και του κύκλου ζωής του ποιητικού υποκειμένου, όπου ο έρωτας και οι διαπροσωπικές συναισθηματικές σχέσεις με το αντικείμενο του έρωτα αποτελούν τον κύριο άξονα της συλλογής. Σ’ αυτή την προσπάθεια αναψηλάφησης και αποτίμησης το ερωτικό συναίσθημα σκιαγραφείται ως φλεγόμενο πάθος. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής πχ, παρομοιάζεται με Εγκέλαδο, ενώ τελειώνει με την πικρή διαπίστωση: «Γιατί η φυσική δύναμη της έλξης / δεν κρύβει πάντα την αγάπη.» («Κλινοπάλη θυμωμένης γης» σ. 7).
Στο δεύτερο ποίημα, πραγματεύεται μια ερωτική ιστορία ματαίωσης όπου ο έρωτας εκείνου παρομοιάζεται με μια παπαρούνα που την ναρκώνει με αποτέλεσμα, εκείνη να καταφύγει σε αποτοξίνωση για να απαλλαγεί από την νάρκωση. Διαβάζουμε:
«Έτσι εκείνη ναρκώθηκε για χρόνια / μεθυσμένη από αγάπη / ώσπου στο τέλος κατέφυγε σε αποτοξίνωση.» («Η παπαρούνα έφταιξε» σ. 8).
Στο πρωτοπρόσωπο ποίημα «Θα μπορούσε να καρπίσει» το ποιητικό υποκείμενο σκιαγραφεί ένα παθιασμένο έρωτα που δυστυχώς ποτέ δεν κάρπισε, με αποτέλεσμα το ποιητικό υποκείμενο να διακατέχεται από έντονα αισθήματα ενοχής. Γράφει η ποιήτρια:
«Ας είχα τότε τη γνώση
ας είχα τη μεστότητα να τον ωριμάσω.
Αντ’ αυτού με τριβελίζει φόβος
μύριων ανατροπών πως
ο σπόρος δεν μπορεί να καρπίσει.
Έτσι έκοψα το νήμα του
που δεν πρόφτασε ούτε η Κλωθώ να γνέσει.
Κι έκτοτε με κυνηγούν οι Ερινύες.» («Θα μπορούσε να καρπίσει» σ. 9.)
Όμως παρά τις ματαιώσεις και τις ενοχές επικρατεί το ένστικτο για ζωή και ανάσες δημιουργίας. Στο ποίημα «Μαθήματα κολύμβησης» που αφορά στον ψυχοσυναισθηματικό δεσμό με τον πατέρα αναδεικνύεται μια από τις σημαντικές αιτίες που ώθησε το ποιητικό υποκείμενο να βγει ελεύθερο και αναβαπτισμένο από το ναυάγιο:
«Από βρέφος, λένε, μόλις έμαθα να περπατώ
η φροντίδα του πατέρα βάλθηκε να μου μάθει
τα πρώτα οριζόντια βήματα στη θάλασσα
να χαίρομαι να παίζω στους κόλπους της με ασφάλεια,
να κολυμπάω ευτυχής στην αγκαλιά της
και μέσα απ’ το απέραντο γαλάζιο
του φωτεινού ορίζοντα
να νιώθω χαρούμενη την ομορφιά της.
Αυτό το πέτυχε στ’ αλήθεια
αφού από ναυάγιο βγήκα ζωντανή
ελεύθερη και αναβαπτισμένη.» («Μαθήματα κολύμβησης» σ. 41)
Στα «Ανθεκτικά υλικά» η ποιήτρια πραγματεύεται επίσης θεματικές που αφορούν σε ψυχοκοινωνικό προβληματισμό, όπως πχ το ποίημα «Crash test» (σ. 17), στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο συγκλονισμένο από το φρικαλέο τροχαίο των Τεμπών και τον χαμό των νέων, στηλιτεύει τον εφησυχασμό μας με τους ακόλουθους στίχους: « Ένα τρανταχτό κρας τεστ / στις σιδηροτροχιές / έβγαλε στη φόρα / το σαθρό υπόβαθρο / εκτροχίασε την ψεύτικη ασφάλεια / κλονίζοντας βεβαιότητες / και αόρατες αμεριμνησίες.» (σ. 17). Αναφέρεται επίσης στο προσφυγικό αποτυπώνοντας την οδυνηρή συνθήκη των ξεριζωμένων προσφύγων. Στο ποίημα «Θυμωμένη θάλασσα», διαβάζουμε: «Όταν όμως επιτίθεται αγριεμένο / το κύμα στ’ ανοιχτά / καταβροχθίζει κορμιά / απελπισμένα / με κατατρεγμένη ταυτότητα / κι ελπιδοφόρους στόχους / πάνω σε τρυπιοκάραβα / σαπισμένων εμπόρων.», ενώ στην κατακλείδα, για να καυτηριάσει την επικυριαρχία του χρήματος και του κέρδους, παραφράζει τη ρύση του Μενάνδρου: «Θάλασσα καὶ πῦρ, καὶ γυνή τρίτον κακόν» (Τρία είναι τα κακά: η θάλασσα, η φωτιά και η γυναίκα) αντικαθιστώντας τη «γυνή» με το κέδρος:
«τα τρία άγρια κακά, / κέρδος, πυρ και θυμωμένη θάλασσα.» (Θυμωμένη θάλασσα» σ. 27).
Και σ’ αυτή τη συλλογή η Τζίμα αφουγκράζεται τη φύση, τη νιώθει και αντλεί από αυτή δύναμη και έμπνευση, καθώς την αξιοποιεί σε παρομοιώσεις και μεταφορές για να αποδώσει τοπία εσωτερικού χώρου και ενδοψυχικού προβληματισμού ή για να εκφράσει την συγκίνηση που τις προσφέρει η επαφή μαζί της. Η ομορφιά και η αγνότητα της φύσης, όπως και η παιδική αθωότητα αποτελούν την καταφυγή της, όταν την πιέζουν τα δύσκολα της ζωής. Στο ποίημα «Αγαπημένη Φύση» (σ. 31), απευθυνόμενη προς τη φύση εκφράζεται με λυρισμό, δέος και βαθιά συγκίνηση: «Πόσο γλυκά κουρνιάζω / οικεία και μαγευτικά στην αγκαλιά σου / αγαπημένη φύση / που στη μορφή και στα σπλάχνα σου / εδρεύουν θεϊκές δυνάμεις ιαματικές / και μου εμπνέουν έναν διαρκή έρωτα / αφού στέγνωσαν άλλοι έρωτες». Παράλληλα καταθέτει την ανησυχία της για τις αλόγιστες παρεμβάσεις του ανθρώπου στη φύση και την οικολογική καταστροφή που απειλεί τον πλανήτη μας, ενώ στην προσπάθεια της να αφυπνίσει σκιαγραφεί ένα γκρίζο και απαισιόδοξο παρόν και μέλλον.
Σύμφωνα με την θεωρία ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Έρικ Χάμπουργκερ Έρικσον, το άτομο αναπτύσσεται ψυχοκοινωνικά καθ’ όλη την διάρκεια της ζωή του, και φτάνοντας προς το γέρμα στο τελευταίο στάδιο της ζωής του αναθυμάται και ψηλαφεί τα πεπραγμένα και όσα βίωσε, και αφού αποτιμά την πορεία της διαδρομής του στο χρόνο, ή διακατέχεται από αισθήματα πλήρωσης και γαλήνης ή κατακλύζεται από αισθήματα συντριβής και απόγνωσης.
Στα «Ανθεκτικά υλικά» η ποιήτρια Περσεφόνη Τζίμα στέκεται με παρρησία «ενώπιος ενοποίω» αφουγκράζεται τον περιβάλλοντα χώρο και το ενδοψυχικό τοπίο, αναμοχλεύει βιώματα, και μέσα από διεργασίες αποτίμησης του κύκλου της ζωής και της ουσίας των πραγμάτων, με όχημα τη μνήμη, τη φαντασία και τη δημιουργική ενασχόληση της γραφής, καταθέτει τους στοχασμούς της και την έγνοια της για τα ανθρώπινα και το κοινωνικό και φυσικό τοπίο που μας περιβάλει. Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Αποσύρονται τα πολύχρωμα» κάνει έκλυση στους ουρανούς για το γκρίζο και απαισιόδοξο τοπίο του κόσμου: «Ας έριχναν οι ουρανοί χείμαρρους αστεριών / να ζεστάνουν τη γη των ανθρώπων / που δεν επιθυμούν μια παράξενη / πολυχρωμία ενέργειας, / μα να φωτίσουν τα σκοτάδια / της μόνιμης πια διαταραχής τους.» (σ. 47), γράφει.
Σε προσωπικό επίπεδο, παρά το ναυάγιο, τη ματαίωση και τις απώλειες, με την καταφυγή στην λατρευτή και ιαματική φύση και με την πίστη στη ζωή και την αγάπη στην ομορφιά της, η αποτίμηση του κύκλου της ζωής αποκτά θετικό πρόσημο με αισθήματα συμφιλίωσης, ωριμότητας και πλήρωσης.
Στο ποίημα «Γεννήματα», μάλιστα, σκιαγραφούνται τα γηρατειά ως μια εν δυνάμει δεύτερη άνοιξη που εγκυμονεί θαύματα.
«Γεννήματα»
«Στη δεύτερη άνοιξη των γηρατειών
γίνονται θαύματα νέας συγκομιδής
καρπών κι ωραίων λουλουδιών
σπάνια γεννήματα έμπειρου χώματος
μ’ ενεργή αγάπη χτισμένη
από κέρδη και ζημιές
από λογής ραπίσματα
από χαρές κι αρίφνητες αναποδιές
κι αν δεν εκπνεύσεις κι είσαι τυχερός
γίνεσαι ώριμος δημιουργός» («Γεννήματα» σ. 45)
[1]«Πέρα κι απ’ την αγάπη»: Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του Ήλιου & Άλλα ποιήματα, μτφ. Τάσος Δενέγρης, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σ. 24.
