Η «άλλη»
– Πού γυρνάει η άλλη;
– Δεν ξέρω, βόλτα μάλλον.
– Χμ, μόνο βόλτες ξέρει… Να πλύνει κανα βρακί, να ξεβρομιστεί δεν ξέρει…
Μόνο βόλτες θέλουν τα μούτρα της! Κάνε πιο κει ν’ ακουμπήσω τα πράγματα. Τάσοοοο! Θ’ ανέβεις πάνω ή θα κάτσεις στην πυλωτή μέχρι το βράδυ;! Αχχχ, χαζούλιακας έχει καταντήσει ο χριστιανός!
Εδώ και χρόνια, από όσο θυμάμαι τη μάνα μου, εμείς, οι κόρες της, τα παιδιά της, δεν έχουμε όνομα. Το δικό μου όνομα και της αδελφής μου, έχει αντικατασταθεί από μια αντωνυμία: η «άλλη».
Η μόνη στιγμή που λέει το όνομά μας είναι όταν θέλει να μας τα «χώσει».
– Ελένηηηη!!! Αμ, θ’αλλάξω φύλλο για να μάθετε! Πού είναι κι η άλλη να βοηθήσει; Βρωμάει το σπίτι! Μόνο γκόμενους θέλει και να φτιάχνει το μαλλί! Χμ, δεν γίνεται προκοπή έτσι…Δεν είναι έτσι η ζωή!
Όταν αρχίζει αυτό το τροπάρι, εγώ εξαφανίζομαι. Κι ας στέκομαι σε μια γωνιά, πάλι εξαφανίζομαι. Δεν βγάζω άχνα, δεν περπατάω, δεν κινούμαι. Γίνομαι πνεύμα, χωρίς σάρκα και οστά και πάω έτσι μέχρι το δωμάτιο μήπως μέχρι να φτάσω προλάβει κι εξανεμιστεί η καύτρα της οργής της. Καλά κάνει η αδελφή μου και πηγαίνει βόλτες. Τι να κάτσει να κάνει εδώ μέσα, να ακούει τις βρισιές της; Μακάρι να μπορούσα να βγω κι εγώ. Άντε να μεγαλώσω, να γλιτώσω από δω μέσα. Μέχρι τότε, ούτε κιχ! Μπας και πάρει είδηση ότι υπάρχω. Καλύτερα αόρατη.
– Να κι ο άντρας του σπιτιού! Άντε καημένε, πού γυρνάς; Στο φούρνο πήγες ή χαζεύεις από δω κι από κει; Τα ρέστα, μην ξεχνιόμαστε.
Εκείνος ξεφυσάει και βρίζει. Δεν βρίζει όμως εκείνη. Βρίζει έτσι, γενικά…
Δεν την έχει βάλει στη θέση της, ούτε μία φορά. Ωραίος πατέρας! Ούτε μία φορά δεν έχει τολμήσει να την βάλει στη θέση της…
Ούτε κιχ!
Με αγάπη,
η άλλη
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Δέσποινα Νάσσου