Αν μας υποχρέωνε κάποιος να διαλέξουμε, πώς θα φανταζόμασταν μια ποιήτρια; Να καπνίζει, να έχει πολλούς συντρόφους και να ζει μονάχα για την τέχνη της; Ή να έχει παιδιά, να καθαρίζει φασολάκια και να στέκεται στο πλευρό του άνδρα που αγαπά; Η απάντησή μας θα ήταν ενδεικτική του πόσο η πατριαρχία αλλά και ο φεμινισμός έχουν καταφέρει να επιβάλουν το δικό τους στερεότυπο για τις γυναίκες που είναι διανοούμενες. Ευτυχώς, σε μεγάλο βαθμό σήμερα στεκόμαστε κριτικά ή και με καχυποψία απέναντι στα στερεότυπα. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι.
Ο πρώτος «Άγγελος του Σπιτιού» ήταν ένα αφηγηματικό ποίημα του Άγγλου ποιητή και κριτικού Κόβεντρι Πάτμορ, σχετικά με την ερωτική προσέγγιση και το γάμο, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από το 1854 έως το 1862. Αφιερωμένο στην πρώτη του σύζυγο, δε διακρινόταν για τη σπουδαία του λογοτεχνική αξία, άσκησε όμως μεγάλη πολιτιστική επιρροή πρώτα στην Αμερική κι έπειτα στη Βρετανία, από το δεύτερο μισό του 19ου και μέχρι τον 20ο αιώνα, καθώς σε αυτό περιγράφεται η τέλεια γυναικεία φύση, σύμφωνα και με το βικτωριανό ιδεώδες. Η Αγγλίδα συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ ήταν ανάμεσα σε εκείνες που άσκησαν φεμινιστική κριτική στο ποίημα αυτό, τόσο για το συναισθηματισμό του στον τρόπο που εξιδανικεύει τη γυναίκα, όσο και για την καταπίεση που ασκεί αυτό το πατροναριστικό ιδανικό στη ζωή των γυναικών. Όταν απηύθυνε την ομιλία της στα μέλη της Εθνικής Εταιρείας για τη Γυναικεία Απασχόληση, στο Λονδίνο, στις 21 Ιανουαρίου 1931, είπε μεταξύ άλλων:
Η πρώτη δουλειά που έχει να κάνει μία γυναίκα στον δρόμο της για οικονομική ανεξαρτησία και κοινωνική χειραφέτηση είναι να σκοτώσει τον «Άγγελο του Σπιτιού»: Αυτό το φάντασμα που της επιβάλλει να είναι «μονάχα» η αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα∙ που της επιβάλλει να καταπιέζει τις προσωπικές της ανάγκες και επιθυμίες υπακούοντας στην πατριαρχική συμβατικότητα. (Βιρτζίνια Γουλφ, Γυναικεία Επαγγέλματα – Σκοτώνοντας τον Άγγελο του Σπιτιού, εκδόσεις Κοβάλτιο).
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, είναι σαφές ότι, αν η γυναίκα θέλει να μην είναι «μονάχα» η αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, όπως το έθεσε η Γουλφ, αλλά να είναι και οικονομικά ανεξάρτητη, και κοινωνικά χειραφετημένη, οφείλει να γνωρίζει πως, ούτως ή άλλως, θα χρειαστεί να κάνει συμβιβασμούς. Θα χρειαστεί να βάλει προτεραιότητες και να κάνει υποχωρήσεις σε σχέση με τις ανάγκες και τις επιθυμίες της. Διότι όταν μια γυναίκα είναι μητέρα, είναι το αντίθετο του «μονάχα»: είναι τα πάντα, και δε χρειάζεται να απολογηθεί σε κανέναν, αν δεν υπάρχει ισορροπία σε αυτό. Κάπως έτσι, μέσα από την ίδια τη ζωή, και όχι από μια φεμινιστική θεωρία, γεννιέται η δεύτερη ποιητική συλλογή της Αλεξάνδρας Σωτηράκογλου, ο «άγγελος του σπιτιού» (Ενύπνιο, 2025), εμπνευσμένη από την προαναφερθείσα ομιλία της Γουλφ –πράγμα που φαίνεται και από την παράθεση, εν είδει προλόγου, μέρους του ανωτέρω αποσπάσματος.
Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα αφηγηματικό ποίημα σε δύο μέρη. Σε αυτό η ποιήτρια, ξεκινώντας από την περιγραφή της εμπειρίας του πρώτου τοκετού, ανακαλεί στη μνήμη της τη γνωριμία με τον άντρα της, τον έρωτα, αναφέρεται στην ασφάλεια της ζωής σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, στην έλευση της έμπνευσης, έπειτα στην εμπειρία του δεύτερου τοκετού, και στη συνέχεια προχωράει στην κατάρριψη του παλαιού προτύπου του «αγγέλου» και τη δημιουργία του καινούριου, ως αποτέλεσμα της αποδοχής όλων των επιθυμιών της∙ τέλος, ολοκληρώνει το έργο της με την αναφορά στη σύνδεσή της με τις προηγούμενες γενιές γυναικών, μέσα από τη μητρότητα.
Το φυσικό περιβάλλον εδώ παίζει μεγάλο ρόλο: Τα καλάμια κρύβουν μέσα τους αθανασία, η μέλισσα κεντρίζει με επιθυμία για μητρότητα, ο άντρας δίνει έναν καρπό στη γυναίκα, κι εκείνη τον δέχεται. Η φύση διψάει και απλώνει ρίζα, η γυναίκα τίκτει με πόνο τα παιδιά της, όμως έτσι πολλαπλασιάζεται, όταν γίνεται μητέρα.
Η παρουσία του αρσενικού στοιχείου είναι διακριτική και καθοριστική μαζί. Είναι εκείνο που έρχεται να προστατεύσει την οικογένειά του, όπως γίνεται πολύ συχνά στο ζωικό βασίλειο, «κρύβοντάς» την «απ’ τον κόσμο». Μυστηριώδης «μακρινός συγγενής του Άδη ή του Ήλιου», γίνεται καταλύτης στη δημιουργία, και σκιαγραφείται με ελκυστικό και αγαπητικό τρόπο. Είναι ο κρίκος που συνδέει την ποιήτρια με το περιβάλλον, την τέχνη με την αληθινή ζωή. Η ένωσή του με το θηλυκό κουβαλάει κάτι μετα-παραδείσιο, επιτακτικό, μα και ελπιδοφόρο, καθώς περιέχει τη «συνομωσία του Θεού με την Εύα».
Οι εικόνες είναι άλλοτε πολύ δυνατές και άλλοτε ήσυχες, πάντοτε όμως εμπεριέχουν ένταση. Το σημείο, για παράδειγμα, όπου η ποιήτρια καθαρίζει φασολάκια και κάνει δουλειές του σπιτιού ή παίζει με την κόρη της, δημιουργεί μια εντύπωση ψεύτικης ηρεμίας και πεζότητας, που επιτείνει το δίλημμα ανάμεσα στο τελικό «Μα προσπαθώ/να χαρώ τη στιγμή» και το «Προσπαθώ/να κατευνάσω/την προσωπική μου κόλαση». Ακόμη, κάποιες ωμές εικόνες από τη διαδικασία του τοκετού καταλήγουν να αποτελούν θαυμάσιες αποτυπώσεις της γυναικείας δημιουργικής ορμής, όπως εκφράζεται όχι μόνο με τη μητρότητα, αλλά ταυτόχρονα και με την ποιητική ιδιότητα: «Με το μέρος της αρκούδας που ξεκοιλιάζει πάνω στον πάγο/τη χνουδωτή άσπρη φώκια», «Πλέον ξέρω καλά πώς να μπαίνω και να βγαίνω/από αυτό το χάος/πώς να διαλύομαι και να συναρμολογούμαι ξανά». Η ποιήτρια γράφει από ανάγκη να ελευθερωθεί, και δεν μπορεί να σταματήσει να γράφει, έστω και προσωρινά, παρά μόνο όταν βγάλει και αυτό το παιδί από μέσα της.
Η Σωτηράκογλου δε μεταχειρίζεται ποτέ το θηλυκό γένος για να αναφερθεί στον «άγγελό» της, όπως έκαναν ο Πάτμορ και η Γουλφ για το δικό τους «άγγελο». Η αναφορά γίνεται πάντοτε σε ουδέτερο γένος, σε κάποιο «θρόισμα των φτερών», σε ένα «πλάσμα αιθέριο», μα και «υποταγμένο στο πεζό και στο επίγειο». Δείχνει, έτσι, ότι έχει κρατήσει απόσταση από τις προηγούμενες αντιλήψεις, και προχωράει αποφασιστικά στο πλάσιμο και στην παρουσίαση του καινούριου. Κι αν ο παλιός «άγγελος του σπιτιού» ζούσε μέσα στο σπίτι, ο νέος «άγγελος» εξαπλώνεται στον κήπο, στα ερείπια των μνημείων, στη γη που φυτρώνει μια λαδοελιά. Ακολουθώντας την ποιήτρια, αντιλαμβανόμαστε ότι τα φτερά του μπορούν να κινούνται έστω και «ανεπαίσθητα» οπουδήποτε βρίσκεται εκείνη, χωρίς περιορισμούς∙ ο «άγγελος» κάνει ότι κάνει εκείνη και τελικά δεν τολμάει να φέρει αντίρρηση σε τίποτα, επομένως δεν υπάρχει πλέον λόγος να σκοτωθεί. Έχει εξουδετερωθεί, έχει υποταχθεί στο σθένος μιας μητέρας.
Ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία: Αυτό το βιβλίο, ένα ώριμο έργο, είναι ένας ύμνος στη μητρότητα και στα εκατομμύρια των γυναικών που έχουν γεννήσει ή θα γεννήσουν. Παράλληλα, είναι απόδειξη ότι η συν-δημιουργία μιας νέας ζωής αποτελεί πηγή έμπνευσης μάλλον, παρά εμπόδιο για μια ποιήτρια. Και, αν η έμπνευση που ερχόταν κατά το παρελθόν επιζητούσε άμεση ικανοποίηση μέσα από τη γραφή, τώρα πλέον έχει γίνει κατανοητό ότι μπορεί να χρειάζεται χρόνος, υπομονή και άσκηση για να σχηματιστεί ένα νέο ποιητικό σώμα, προτού γεννηθεί σε μια έκδοση.
Ευχή μας, αυτό το θαυμάσιο και απολαυστικό ποιητικό βιβλίο να διαβαστεί και, γιατί όχι, να ασκήσει επιπλέον και τη δική του πολιτιστική επιρροή.
Δήμητρα Ν. Φιλιπποπούλου
Η Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου γεννήθηκε το 1990 στη Θεσσαλονίκη. Ζει στην Ηλεία και εργάζεται ως δασκάλα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Το 2016 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Μοναχοπαίδι. Ο άγγελος του σπιτιού είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή.
