Ο Αλέξανδρος Βαλκανάς τρία χρόνια μετά τα μικροδιηγήματά του (Η Μαντική Μηχανή και άλλες καθημερινές συγκινήσεις, εκδόσεις Βακχικόν) παρουσιάζει το νέο του έργο, μια συλλογή τριάντα τεσσάρων πεζοποιημάτων με τον τίτλο Δώσ’ μου μια στιγμή (εκδόσεις Ενύπνιο, 2025), τα οποία αποτελούν ευσύνοπτες θραυσματικές μικροαφηγήσεις με γλώσσα ελλειπτική και παντελή απουσία στίξης, έτσι ώστε το κάθε κείμενο παρουσιάζεται ως μια ενιαία και αδιάσπαστη ενότητα, δίνοντας παράλληλα στον κάθε αναγνώστη διαφορετικούς τρόπους πρόσληψης του περιεχομένου.
Τα ποιητικά κείμενα που συγκροτούν το βιβλίο συνιστούν μια προσωπική ανθρωπογεωγραφία του ποιητή, ο οποίος συλλαμβάνει στιγμές και εικόνες από την καθημερινή ζωή ανθρώπων, πολλές φορές περιθωριακών και αδύναμων. Οι εικόνες του αποπνέουν το αίσθημα της μελαγχολίας, είναι γλυκόπικρες και ευθύβολες, ενώ συνδηλώνουν τη μοναξιά και την εσωστρέφεια του εκάστοτε αναφερόμενου προσώπου. Η ποίηση του Βαλκανά χαρακτηρίζεται από έντονη δραματικότητα, ενώ τα πρόσωπα στα οποία εστιάζει την προσοχή του διακρίνονται σε δύο περιπτώσεις: σε εκείνα που ζουν προσμένοντας αυτό που τους λείπει, και σε εκείνα που μάταια πιστεύουν ότι οι φιλοδοξίες τους θα τούς αλλάξουν τη ζωή και δε συμφιλιώνονται με την ιδέα ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, όσο μακριά κι αν φύγει.
Από την ασθματική και ειλικρινή γραφή του Βαλκανά δεν απουσιάζει φυσικά ο έρωτας με τις πληγές που ανοίγει στην ψυχή του ανθρώπου, με την προδοσία που επισείει, με τη σαρωτική ορμή του και τις συγκινήσεις που χαρίζει. Το ποιητικό υποκείμενο πληγώνει η αδυναμία του να παγώσει τις ευτυχισμένες στιγμές, να τις κρατήσει σφιχτά στα χέρια του, να τις σώσει και να τις γλιτώσει από το σκόνισμα του χρόνου και από τον βόρβορο της απομάγευσης, όταν ο έρωτας φεύγει. Υπόρρητα, βέβαια, η ποίηση επιτελεί αυτόν ακριβώς τον ρόλο. Σώζει τη μνήμη και το συναίσθημα απ’ τα λασποτόπια της λήθης.
Ο Βαλκανάς στα πεζοποιήματά του αποδίδει ενσταντανέ από συνθήκες και εικόνες μιας άλλης εποχής, όπου φαίνεται ξεκάθαρα πώς αλλάζουν οι εποχές και πώς σε ορισμένες περιπτώσεις η ελπίδα και ο ρομαντισμός μοιάζουν απατηλά και εκποιήσιμα.
ακροκέραμα
ένα ένα τα κατεβάζουν απ’ τη στέγη αποκαθήλωση σε
χρόνους αντιπαροχής σπίτι παλιό της Κοκκινιάς στη
μέση αυλή για σκηνικό να λάβουν χώρα τα έπη ανω-
νύμων λάτρα της χαράς και συνταγές οδύνης παιχνίδια
για παιδιά μεγάλους ποινές και τιμωρίες συσκεύασαν το
παρελθόν σε πολυκατοικίες μάρτυρες τ’ ακροκέραμα που
άγρυπνα από κει ψηλά όλα τα είχαν δει μοιράστηκαν
στ’ αδέλφια δυο και τρία με τα φτερά τα ανθέμια τους
φοίνικες Σφίγγες Γοργόνες Μέδουσες του οίκου τα αλε-
ξίκακα βγήκαν κι αυτά επίσημα στην ανεργία
όσα στάθηκαν τυχερά και
δεν τα φάγανε τα μπάζα στολίζουν τώρα βιβλιοθήκες κι
εταζέρες στα χαμηλά τις νύχτες ψιθυρίζουν ανθρώπων
έργα κι ιστορίες που μαζί θα πάρουν σα γεράσουν κι
αφού κανείς δεν τα ρωτά έτσι κι εκείνα για πάντα θα
σωπάσουν.
Έτσι, ένα αντικείμενο φέρει μέσα του πολύτιμες μνήμες, των οποίων η αξία δεν εκτιμάται απ’ όσους συσκευάζουν το παρελθόν ελαφρά τη καρδία ή κερδοσκοπικά. Ο ποιητής στις πρόζες του αναφέρεται συχνά στον εργατικό μόχθο σε μια ζωή μελαγχολικά πικρή και φτωχική, αλλά η κάθε φωνή κρατά σαν φυλαχτό τη δική της ιστορία και ο ποιητής ξεδιαλέγει φέτες από τη ζωή τους και συνομιλεί μαζί τους σε έναν διάλογο ανοιχτό. Εναντιώνεται σε εκείνους που περνούν, βιαστικοί κι αδιάφοροι, ενώ χαρίζει πνοή σε εκείνους που κοντοστέκονται να πάρουν μια ανάσα. Ο ποιητής, δηλαδή, διαστέλλει τον χρόνο τής μιας στιγμής, προκειμένου να λάβει διακριτή υπόσταση, να αυτονομηθεί κι αν αξίζει, ο απολογισμός της να μεταστοιχειωθεί σε ενθύμιο ακριβό.
Καμιά φορά η ποιητική φωνή μάταια προσπαθεί να κρυφτεί από τη θλίψη, ενώ άλλες φορές συνδιαλέγεται με κάποια φωνή ηλικιωμένη και μοναχική, με τον απορριματοφόρο της γειτονιάς, με τις γυναίκες που απλώνουν τη μπουγάδα τους, με εκείνους που η ζωή τους έκανε αλύπητους θάβοντας βαθιά μέσα τους κάθε ρανίδα συναισθηματικής συγκίνησης, με κάποιον που περιμένει αμίλητος στη στάση του λεωφορείου, με ένα παιδί σε ένα χωριό της δεκαετίας του ʼ50, με μια εργάτρια σε εργοστάσιο ζυμαρικών που λαχταρά ν’ αγοράσει χρυσάνθεμα, με εκείνους που καθαρίζουν τα τζάμια των καταστημάτων και με εκείνους που στέκονται στα φανάρια, για να καθαρίσουν τα τζάμια των αυτοκινήτων. Μιλά με ανθρώπους που όλοι έχουμε δει και έχουμε ακούσει, με ανθρώπους που η ζωή τούς έδειξε το πιο σκληρό της πρόσωπο και η ποίηση ύμνησε την αξιοπρέπεια που η κοινωνία τούς τσαλάκωσε.
Ο Αλέξανδρος Βαλκανάς περπατά μέσα σε αυτήν την ανθρωπογεωγραφία και παρατηρεί πολύ προσεκτικά τα βλέμματα και τις κινήσεις εκείνων που αποτελούν την πρώτη ύλη της ποίησής του. Δημιουργεί μικρές σκηνές, οι οποίες ενίοτε διακρίνονται για τον εσωτερικό ρυθμό τους, για τη λεπτή σαρκαστική ειρωνεία τους, για την αισθαντικότητά τους, τον ρομαντισμό τους ή και για τη στυφή τους αλήθεια. Προσέχει εκείνες τις αναπόδραστες και επαναλαμβανόμενες στιγμές της καθημερινότητας και τις ψηλαφεί με κατανόηση και συμπάθεια.
πλατείες
παράξενες που είναι στ’ αλήθεια οι πλατείες περιττές
μετά τα πρώτα τους εγκαίνια σε ώρες αδειανές στον
ήλιο τις βροχές τα κρύα χωρίς καμία χρεία εκτός την
άπλα των περιστεριών κι όσων ζητούν στον έρωτα την
ευκαιρία σταθμός αποδημητικών ανθρώπων άστεγων με
την οικοσκευή τους λήψη των φωτογράφων πλάνα και
δοκιμή τετράγωνα γωνίες στήλες αναθηματικές αγάλ-
ματα ή προτομές καμβάς τεσσάρων εποχών για θεατές
που σε παγκάκι έκλεισαν μια θέση δωρεάν για ραντεβού
και πάσα tempo
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.