Κλουβί στο παράθυρο
Ο συλλέκτης των Κυριακών αποτελεί επιλογή ποιημάτων από το έργο του Κροάτη ποιητή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου, κριτικού και επιμελητή Μάρκο Πόγκατσαρ, ο οποίος γεννήθηκε το 1984 στο Σπλιτ της Γιουγκοσλαβίας, έχει εκδώσει δεκαέξι βιβλία και έχει λάβει κροατικά και διεθνή βραβεία. Έχει συμμετάσχει σε πολλά προγράμματα λογοτεχνικών διαμονών και είναι πρόεδρος του Goranovo proljeće, της σημαντικότερης εκδήλωσης κροατικής ποίησης. Το 2014 επιμελήθηκε την ανθολογία Νέοι Κροάτες Λυρικοί, ενώ ακολούθησε το βιβλίο Η άκρη της σελίδας: Νέα Ποίηση στην Κροατία το 2019. Κείμενά του έχουν μεταφραστεί σε περίπου 35 γλώσσες και περισσότερα από τριάντα βιβλία του έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό, σε δώδεκα γλώσσες, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό που συμπληρώνει την παρούσα έκδοση, η οποία κυκλοφορείται από τις εκδόσεις Θράκα (2024) σε μετάφραση Νικόλα Κουτσοδόντη με συνεργασία της Κροάτισσας ποιήτριας Μάρια Ντεγιάνοβιτς.
Η διεθνής εμβέλεια του συγγραφέα και η δημοφιλής ποίησή του γνωστοποιούνται εκδοτικά στο ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό μέσω της παρούσας έκδοσης. Αναμφισβήτητα και όχι δίχως λόγο ο Πόγκατσαρ αποτελεί σημαίνουσα μορφή της κροατικής ποίησης. Η ιδιαίτερα ιδιότυπη γραφή του, συχνά απρόσμενη και πυκνή, πάντα έντονη και ακριβής, πάλλεται χάρη στην ικανότητα του ποιητή να αξιοποιεί στιγμές της καθημερινότητας, εικόνες από τη ρουτίνα της ζωής ενός απλού καθημερινού ανθρώπου⋅ του ανθρώπου, για παράδειγμα, που συναντάμε φευγαλέα κατεβαίνοντας τις σκάλες του μετρό ή εκείνον που προπορεύεται από εμάς στην ουρά στον φούρνο της γειτονιάς μας. Με τις εικόνες αυτές πλάθει το ποιητικό υλικό του και ιχνηλατεί τα όρια, όπου εκείνο διαστέλλεται συν τω χρόνω, σαν μαγιά.
Οι τίτλοι των ποιητικών κειμένων, πολλές φορές, προκαλούν έκπληξη και εννοηματώνουν τη συχνά πεζολογική ποιητική ιστορία, που συνθέτει ο Πόγκατσαρ. Για παράδειγμα, το πρώτο ποίημα που εξερευνά τα όρια ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο φέρει τον τίτλο «Άνδρας δειπνεί με τις παντόφλες του πατέρα του» (σ. 7). Η συζήτηση περί θανάτου και η μεταφυσική ανησυχία αποτελούν συστατικά υλικά της ποίησής του, τα οποία με όχημα, φυσικά, τη γλώσσα γίνονται περισσότερο απτά. Πρωτοτυπία συνιστά το γεγονός ότι το μεταφυσικό στοιχείο μοιάζει να έρχεται απ’ το παρελθόν και να διαθλάται στο μέλλον, ενώ η κουβέντα περί θεού και θρησκείας λαμβάνει κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, ήπιες αλλά διακριτές. Παραδείγματος χάριν, ο στίχος οι θεοί στους φτωχούς: μια πατρίδα κρύα από το ποίημα «Άγριες παλάμες» (σ. 34) ή ο στίχος να πιστεύεις σε θρησκείες που δεν βλάπτουν άλλους από το ποίημα «Είναι έξοχα» (σ. 48), διαθλούν την ευρύτητα του κάθε θέματος που θίγει ο ποιητής με έναν αιχμηρό, σχεδόν υπόρρητο, σχολιασμό. Προκαλεί δε εντύπωση ο σατιρικός- κυνικός στίχος ο θεός είναι ένα ΑΤΜ από το ποίημα «Διακανονισμός (Θεός και ταμίας)» (σ. 26).
Στο ομώνυμο ποίημα, «Ο συλλέκτης των Κυριακών» (σ. 11) έχουμε ακόμα μια αναφορά στον θεό, συνυφασμένη αυτή τη φορά με τον χρόνο και με την εποχή του φθινοπώρου που επανέρχεται συχνά στην ποίηση του Πόγκατσαρ. Είχε η καρδιά μου μιαν ατέλειωτη Κυριακή, σαν πνιχτή μουρμούρα. με τον κάθε χτύπο ο χρόνος σ’ ένα τραγούδι μέσα μέστωνε: τυλιγόταν το φθινόπωρο σε όλες τις γωνίες […] σαν όλη του κόσμου η λαχτάρα να είχε μαζευτεί σε τρία μονάχα απ’ όλα τα μεγάλα πράγματα […] εκεί που ο θεός δεν είναι ατελεύτητος αλλά μουγκός και δεν υπάρχει τίποτε. δεν υπάρχει τίποτε, πέρα από Κυριακές. Η Κυριακή ως κατεξοχήν η μέρα της σχόλης, η μέρα που σπάει τη ρουτίνα της καθημερινότητας, η μέρα που ανάσες ελευθερίας γεμίζουν τους πνεύμονες των ανθρώπων. Είναι η μέρα που το χρονικό της απουσίας μοιάζει πιο υποφερτό, η μέρα που διακόπτει τη διαδοχική πορεία των σαπισμένων ημερών στα μικρά τετραγωνάκια του ημερολογίου.
Τα ποιητικά κείμενα του βιβλίου απευθύνονται, συνήθως, στο δεύτερο ενικό πρόσωπο. Είτε πρόκειται για το αγαπημένο πρόσωπο είτε για τον ίδιο τον εαυτό του ποιητικού υποκειμένου. Στην πρώτη περίπτωση, η φθινοπωρινή συνθήκη μεταβάλλεται σε ανοιξιάτικη με την έλευση και την παρουσία του αγαπημένου προσώπου. Στη δεύτερη περίπτωση, το γλωσσικό περιβάλλον μεταστοιχειώνεται από λυρικό και αισθαντικό σε κοφτό και βίαιο. Και στις δύο περιπτώσεις, εντούτοις, είναι η ανοικείωση, η απροσδόκητη σύναψη λέξεων ή/και εικόνων, που επιτείνουν το ποιητικό αφήγημα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο ποίημα «Απ’ το εγχειρίδιο εκτροφής βοοειδών και αθλημάτων» (σ. 16).
Στο αμέσως επόμενο ποίημα, «Τι είπε ένας αναπτήρας» (σ. 17), όπου χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο ανιχνεύεται η κοινωνικοπολιτική πτυχή της ποίησης του Πόγκατσαρ. Εγώ, ο ασκούμενος του ήλιου, κατέβηκα μιαν άγρια καρδιά/ και βάδισα μέσα οδηγημένος από επαναστατικές προθέσεις/ ζωσμένος με μια καθαρή ιδέα και τη φαρμακερή μου γλώσσα/ μέσα σ’ ένα νηπιαγωγείο μιας ειρηνικής εργατογειτονιάς. Ενώ στο επόμενο ποίημα, «Ο οικιακός μαγγελάνος» (σ. 18), τεχνηέντως αποδίδεται η επικρατούσα ήδη απ’ τα χαμηλά πολιτικά κλιμάκια σήψη: […] όπως σε Δημαρχείο, ένας νεκρός άντρας διαφεντεύει/ με τη συνήθεια της σιωπής του, τη δοκιμασία της στασιμότητάς του […]. Αντίστοιχο σχόλιο συναντούμε στο ποίημα «Λεωφόρος H.C. Andersen, αρ. 50, κλασικά» (σ. 28): […] η ολομέλεια του κροατικού κοινοβουλίου ήταν εκεί κοντά,/ άρα μόνο αηδίες έρχονταν στο μυαλό μου,/ επικίνδυνες αηδίες με τις οποίες δεν ήξερα τι να κάνω. Ήπιες δόσεις μεστωμένου πολυεπίπεδου στοχασμού. Αρκετές και καίριες.
Όταν το ποιητικό υποκείμενο μιλά για τον εαυτό του και το μέλλον, το ύφος καθίσταται περισσότερο οικείο, ευθύβολο και διαυγές. Το ξεγέλασμα της άνοιξης δεν είναι ικανό να τιθασεύσει τη φθινοπωρινή μελαγχολία, ενώ οι χαρακιές του χειμώνα αποτυπώνονται βαθιές στην ψυχή με το σκουλήκι της αμφιβολίας να κακοφορμίζει τις πληγές και τη χαρά να παραμένει άπιαστο αερικό. Με όχημα την ενδελεχή παρατήρηση του κόσμου γύρω του, ο Πόγκατσαρ θέτει ερωτήματα, προσωπικά όσο και καθολικά, μέσα από εικόνες της καθημερινότητας που νομιμοποιούν τον στίχο μέσα μου σιγοκαίει του μέλλοντος η αρρώστια («Παρατηρώντας μια γυναίκα να παρατηρεί μια γυναίκα στον παράδρομο», σ. 21). Και μέσα από αυτά τα, θα λέγαμε, πρωτεϊκά ερωτήματα παίρνει την αφορμή, ώστε να συζητήσει με τον εαυτό του και τον αναγνώστη: […] θα συμφωνήσεις: ο θάνατος πιθανώς είναι μοναχά τελεία σε λάθος σημείο/ ένα λάθος απ’ του κουκουτσιού την καρδιά. («Η απολογία ενός πορτοκαλιού στον πύργο της βαβέλ», σ. 23).
Αξίζει μνείας η σκέψη του Πόγκατσαρ για το τι εστί ποίημα, όπως αυτή διατυπώνεται στο «Μέσα απ’ της κουζίνας το παράθυρο» (σ. 37). Το ποίημα είναι ένα πράγμα πυκνό. […] ένα πυκνό πράγμα, πυκνό σαν κόκαλο, σαν χειμώνες που έτριξαν δόντια. Σκληρά αποκαλυπτικός ο δρόμος της ποίησης φανερώνει την ποιητική φωνή σαν αιχμαλωτισμένη σε ένα κλουβί μπροστά σε ένα βρώμικο παράθυρο, όπου η μέρα και η νύχτα, το φως και το σκοτάδι, η αλήθεια και το ψέμα, η επίγνωση και η αυταπάτη, η καθαρότητα και η σκιά, τα οστά και το δέρμα, η λευκότητα του φωτός και η καχυποψία, το δήγμα της μνήμης και η στατικότητα της αδράνειας, η απατηλότητα των σημαινόντων και η κρυπτικότητα των σημαινομένων συγκροτούν αυτό το κλουβί και διαθλώνται στο παράθυρο που παραμένει κλειστό. Μόνο η αγάπη φαίνεται ότι μπορεί να απαλλάξει απ’ την ανημπόρια και την απόγνωση το εγκλωβισμένο ποιητικό υποκείμενο. Το μέλι λιώνει μες στο τσάι, εντελώς, καθόλου όπως μέσα σου εγώ/ κι εσύ στην κλασική τη μουσική, […] κι αυτό το παχύρρευστο υγρό που είναι η αγάπη⋅ πώς φτάνω σε σένα⋅ πώς σε πλησιάζω; («Στους γείτονες (αυτό το πρωί η σάρκα είναι σημαία κατεβασμένη)», σ. 46).
Και με αυτήν ακριβώς την αχνή ελπίδα επιλέγουμε να ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη αναφορά μας σε τούτο το βιβλίο. Την ελπίδα που κυοφορεί η αγάπη. Μια αγάπη άπιαστη, φευγαλέα, αέρινη, σχεδόν απρόσιτη, όπως εξυφαίνεται στο «Κυνήγι» (σ. 47), το πλέον κομβικό ποίημα αυτής της έκδοσης. Ένα μαύρο σκυλί κυνηγά ένα μαύρο πουλί. παντού κοχλάζει/ η Τρίτη. εγώ κι εσύ τρέχουμε, τραγική τεχνική,/ σκοντάφτουμε στις ρίζες, στα κλαδιά, στους συγγενείς μας/ – κοιτάζουμε πάνω ψηλά,/ τη σκοτεινή αρωματική ύλη, αυτή την πραγματικότητα -/ κουβαλάμε εφημερίδες υπό μάλης, το τίποτα/ είναι το τελευταίο μας ταχυδρομείο, δεν μπορούμε να πάμε πέρα από το τίποτα.// και χρόνος, λέω εγώ, χρόνος λες εσύ/ και τα πάντα εκσφενδονίζονται – ένας άνοιξε την πόρτα ο σκύλος την κοπάνησε,/ κι ο κόσμος εγένετο ασημένιο κλουβί, κι από κει δραπετεύει ένα πουλί.// η πόλη στη συνέχεια συμπιέζεται, ολόκληρη η πόλη σ’ ένα βρώμικο παράθυρο,/ όπως άστρο μέσα σε μια μαύρη τρύπα, όπως βρώμικο χαμόγελο μες στην τσέπη.// κι όλοι όσοι περπατούν με το τίποτά τους μες στα δόντια, όλοι με/ τον φόβο τους υπογλώσσια και το χέρι επάνω σε χέρια παγωμένα,/ όλοι άγιοι, φουρνάρηδες, γενικοί γραμματείς κι επαναστάτες, εγκυμονούσες, όλοι αυτοί παγωμένοι στιγμιαία, παρακολουθούν –// γρήγορο σαν πέτρα ένα μαύρο σκυλί να κυνηγά ένα μαύρο πουλί,/ που είναι γρηγορότερο. Ή όπως γράφει, μεταξύ άλλων, στο ποίημα «Η χρονιά του τσαγιού» (σ. 50), το οποίο ολοκληρώνει την έκδοση, η αγάπη είναι μια διαδικασία αυστηρότητας. μια αυστηρή διαδικασία. μια επιλογή εξορίας.
Είναι αυτή η δεξιοτεχνία του Πόγκατσαρ να ακολουθεί μια πορεία από το χώμα και τις ρίζες προς τον κορμό και τα φύλλα του δέντρου, για να περιγράψει το εξωτερικό περιβάλλον, τον κόσμο γύρω μας, τον οποίο κοιτάζοντάς τον ορίζουμε τη θέση μας σε αυτόν, αλλά και την αγάπη που δραπετεύει από το ίζημα της πραγματικότητας κοιτώντας κατάματα τον φόβο και ξεγελώντας τον κατεργάρη χρόνο, που κάνουν την ποίησή του ζηλευτή.
