Επανασυστήνοντας πτυχές από την ποίηση της Σοφίας Φίλντιση
Η Σοφία Φίλντιση (1937-2011) είναι περισσότερο γνωστή για τα βιβλία της για παιδιά και νέους, ωστόσο κάτι περισσότερο από αξιοπρόσεχτο είναι και το ποιητικό της έργο. Με αφορμή την επανέκδοση της ποιητικής συλλογής της Χωρίς τίτλο από τις εκδόσεις Ειρήνη [1η έκδοση: Μάιος 1986, 2η έκδοση: Μάιος 2024], επιχειρούμε να φωτίσουμε βασικές πτυχές του ποιητικού της λόγου.
Πρώτα πρώτα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ποίηση της Σοφίας Φίλντιση είναι κοινωνική-αγωνιστική και ερωτική. Σε αυτούς τους δύο άξονες στρέφεται το ποιητικό υποκείμενο και συνομιλεί είτε με τον εαυτό του, είτε με ένα πρόσωπο, που μπορεί να είναι ο σύντροφος-συναγωνιστής ή ο αγαπημένος. Αρχικά, δύο βασικά στοιχεία που διαπερνούν τη ραχοκοκαλιά των ποιητικών κειμένων της συλλογής σχετίζονται με τη βαθμίδα του χρόνου και τη σημειολογία των χεριών.
Η βαθμίδα του χρόνου παλινδρομεί ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Στα ποιητικά κείμενα του βιβλίου συναντούμε περιπτώσεις, όπου το γεγονός έχει ήδη συντελεστεί και αυτή η αίσθηση του τετελεσμένου διαμορφώνει και την ψυχολογική-συναισθηματική κατάσταση του υποκειμένου ή σε άλλες περιπτώσεις, στις περισσότερες, όπου ο λόγος μετατοπίζεται στο μέλλον υποδηλώνοντας είτε μια ελπίδα είτε μια μεταφυσική αγωνία.
Το δεύτερο στοιχείο, τα χέρια ως σύμβολο, έχει διττή λειτουργία. Αφενός έχουμε τα χέρια που σημαίνουν. Για παράδειγμα, μια χειραψία συμβολίζει τη φιλία αλλά μπορεί να σημαίνει και την υποκρισία. Τα χέρια μπορεί να αγκαλιάσουν αλλά εξίσου μπορεί και να στραγγαλίσουν. Μπορεί να δείξουν τον δρόμο για την ελευθερία, για τη σωτηρία αλλά μπορεί και να καταδικάσουν, να προδώσουν. Τα χέρια μπορεί να χαϊδέψουν ένα αγαπημένο πρόσωπο, να δώσουν κουράγιο σε έναν σύντροφο, αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να πληγώσουν ή να ρουφιανέψουν. Η σημειολογία των χεριών αρκετές φορές ξεπερνά ακόμα και τις δυνατότητες της γλώσσας, κάνοντας πιο χειροπιαστά και δυναμικά τα νοήματα αναπαριστώντας τα.
Κι άμα ανταμώναμε…
θα λέγαμε… θα λέγαμε…
Κι όμως!
Η γλώσσα κόμπος δέθηκε
τα χέρια ξέρανε να μιλούν
για τα μικρά και τα σπουδαία
για τα παιδιά και την Επανάσταση.
Τυχαίο δεν είναι
που στα χέρια τις αλυσίδες περνούν!
(σ. 24)
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, θα δούμε από κοντά ορισμένα ποιήματα σημειώνοντας παράλληλα επιμέρους χαρακτηριστικά τους. Επειδή τα ποιήματα δε φέρουν τίτλο, όπως υποδηλώνει και ο γενικός τίτλος της συλλογής, η αναφορά σε αυτά θα γίνεται με την παράθεση του πρώτου στίχου και της αντίστοιχης σελίδας από την έκδοση.
Στο ποίημα «Πέρασα στον λαιμό μου» (σ. 13), το ποιητικό υποκείμενο αποστρέφεται την ανθρώπινη υποκρισία, ενώ την πικρία του επικείμενου θανάτου δυναμιτίζει η ελπίδα της συντροφικότητας που αντιμάχεται τη μοναξιά. Στο ποίημα «Στο σχοινί απλωμένα τα καθημερινά μας» (σ. 14), με λόγο κοφτερό μέσα στην απλότητά του, η ποιήτρια δηλώνει ότι σε έναν κόσμο που ξεχνά πολύ εύκολα, σε έναν κόσμο που δεν έχει ταξική συνείδηση, εκείνη παραμένει προσγειωμένη στην πραγματικότητα και διατηρεί την αξιοπρέπειά της, ακριβώς μέσω της διατήρησης της συνείδησής της. Ενώ στο αμέσως επόμενο ποίημα «Στήθηκε η αγχόνη» (σ. 15), η επαναστατική-αγωνιστική διάθεση εντείνεται.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ, προτού δούμε ορισμένα ακόμα ποιήματα, ότι η ποίηση της Σοφίας Φίλντιση εγγράφεται στη μικρή φόρμα, σχεδόν όλα τα ποιήματα είναι ολιγόστιχα, και ο λόγος της είναι λιτός και αιχμηρός, όταν αναφέρεται στους κοινωνικούς αγώνες, και περισσότερο αισθαντικός και λυρικός, όταν αναφέρεται στον έρωτα. Και στις δυο περιπτώσεις η φύση λειτουργεί ως φόντο μπολιάζοντας αρμονικά την ποιητική αφήγηση και καταργώντας συχνά πυκνά τον χώρο και τον χρόνο. Έτσι, δομείται μια ποίηση υπερτοπική και διαχρονική.
Ενίοτε, το ποιητικό υποκείμενο συλλογιέται τα άνυδρα χρόνια που πέρασαν χωρίς τον έρωτα, χωρίς την αγάπη, μετατοπίζοντας στο μέλλον την έλευσή του, τότε που οι συνθήκες θα μοιάζουν ιδανικές («Θα ’ρθώ», σ. 18). Συγχρόνως, εκφράζεται η μεταφυσική ανησυχία για όσους δεν άφησαν ισχυρό σημάδι απ’ το πέρασμά τους στη ζωή, χωρίς όμως μεμψιμοιρίες και κλαυθμυρισμούς, αλλά ρεαλιστικά και ίσως με κάποια πικρία («Θα λησμονηθούμε», σ. 19).
Ο λόγος της Σοφίας Φίλντιση γίνεται διάπυρος, όταν μιλά για την αδικία, την ανισότητα και την ανεντιμότητα. Παραθέτω αυτούσιο ένα χαρακτηριστικό ποίημα.
Σεσημασμένοι,
με τα στοιχεία τους σε κωδικούς
με τ’ αδικήματα στις πλάτες
με την τιμωρία απλήρωτη!
Σεσημασμένοι αυτοί,
που μας συλλάβανε χτες,
γιατί γράφαμε στους τοίχους
Ψωμί!
(σ. 20)
Στη χρονική βαθμίδα του μέλλοντος τοποθετείται ο έρωτας. Τότε που θα πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την ευόδωσή του.
Θα ξυπνήσω απ’ των χεριών σου τον άνεμο
απ’ τον χειλιών σου το τραγούδι
απ’ την ανάσα σου, χρωστούμενη ζέστα
στον λαιμό μου ολοτρόγυρα!
Θα ξυπνήσω στο πλάι σου
και πια ο χρόνος, θα ’χει μόνο πρωινά!
(σ. 23)
Η ποίηση της Σοφίας Φίλντιση μπορεί να χαρακτηριστεί αισθητηριακή. Στο ποίημα «Λευτερώθηκα» (σ. 27), τα δάχτυλα, το δέρμα, τα μάτια, η γλώσσα εννοηματώνουν τους όρους υπό τους οποίους το ποιητικό υποκείμενο οδηγείται σε μια συναισθηματική και νοητική απελευθέρωση, αποδεχόμενο οξύμωρα μονάχα τα δεσμά της ελευθερίας.
Προχωρώντας στην ανάγνωση συναντούμε εικόνες, όπου το σκοτάδι αντιμάχεται το φως, ο ήλιος τον θάνατο. Εικόνες, όπου το λάθος κάνει το αίμα να χυθεί, τα τεκμήρια του αγώνα αποκρυσταλλώνονται και οι δωσίλογοι περνούν τις αλυσίδες στους καρπούς των χεριών εκείνων που δε λύγισαν, εκείνων που πάλεψαν, εκείνων που φύλαξαν άσβεστη τη φλόγα της συνείδησης.
Εκείνοι που υπογράψανε την ενοχή μου,
συνειδήσεις του οχτάωρου!
Κι απόμεινε το μολύβι τους
μέσα στο στόμιο της ξύστρας
ν’ αυτοκτονεί μικραίνοντας το μέγεθός του,
και την υπόληψη των συνειδήσεων!
(σ. 34)
Σε αντίστιξη η αγάπη αφήνει την αισιοδοξία να ανατείλει. Μια αγάπη με ασύλληπτο μέγεθος που αισθητοποιεί και μεταμορφώνει το ποιητικό εγώ («Αγάπη, που με τις μαλακές των δακτύλων σου άκρες», σ. 35). Το αγαπημένο πρόσωπο μεγεθύνεται τόσο, ώστε αποκτά διάσταση φαντασιακή, ονειρική, ειδικά στην περίπτωση που ανακαλείται στη μνήμη. Η ποιήτρια καταφεύγει συχνά στο όνειρο, ως τόπος όπου όλα μπορούν να συμβούν και να έχουν θετικό πρόσημο, αλλά η απόληξή του μπορεί να είναι στυφή και αποκαρδιωτική.
Με το λάδι των καλαμποκιών
μοιράσαμε τις παλάμες των ονείρων μας
τη νύχτα που πάνω στους ασπάλαθους
έπεσαν τ’ άστρα.
(σ. 38)
Η αγάπη παραδοσιακά συνταιριάζει με το φως και η απουσία της, εκεί όπου πρωταγωνιστεί η σιωπή, με το σκοτάδι («Ήρθε το πρωί», σ. 40 & «Κάθε βράδυ», σ. 41). Εντούτοις, ακόμα και ο πόνος, το παράπονο, η θλίψη λειτουργούν ως εναύσματα που φουσκώνουν τη φλέβα της ποίησης κάνοντας το αίμα να ρέει ανεμπόδιστα προς την ελπίδα που κυοφορεί ο μέλλων χρόνος. Άλλωστε, η Σοφία Φίλντιση αφομοιώνει την απουσία ή την απώλεια μέσω της ποίησης:
Όταν σ’ αντάμωσα
γέλασα και τραγούδησα και χόρεψα
και πήρα τον ήλιο στο μαξιλάρι μου.
Τώρα που φεύγεις μου λένε:
Κάνε ό,τι κι οι ποιητές.
Έξυσα το μολύβι μου
στην πληγή μου.
(σ. 42)
Η ίδια η ποίηση γρατζουνάει και θάλπει την πληγή. Προσφέρει καταφύγιο στην ελπίδα για το σωτήριο μέλλον, στην ελπίδα που βρίσκεται υπό διωγμό και, παράλληλα, εκφράζει την αγωνία του κόσμου, ακόμα κι όταν αυτή είναι σιωπηλή. Η ποίηση της Σοφίας Φίλντιση, αισθητηριακή και ρεαλιστική, προσωπική όσο και συλλογική, είναι μια ποίηση που τη νιώθει κανείς διαβάζοντάς την, την ακούει, τη βλέπει, την παρατηρεί στην εξέλιξή της. Η Σοφία Φίλντιση με συνειδητότητα και οξύνοια μάς καθιστά κοινωνούς του αγώνα της για την κατάκτηση του δίκιου και της αλήθειας στον έρωτα και τον αγώνα. Η ποίησή της δε χρειάζεται δεκανίκια. Συγκινεί και μεταμορφώνει.