You are currently viewing Δημήτρης Γαβαλάς: Με Αφορμή το ‘Σταγόνες Στίχοι’ των Π. Ψυχογυιοπούλου & Ε. Κοφτερού (Εκδ. Λεξίτυπον, 2023)

Δημήτρης Γαβαλάς: Με Αφορμή το ‘Σταγόνες Στίχοι’ των Π. Ψυχογυιοπούλου & Ε. Κοφτερού (Εκδ. Λεξίτυπον, 2023)

Συλλογισμοί και Διαλογισμοί για το Ζεν και τα Χαϊκού –

 

 

Δεν πρόκειται για μια τυπική ‘φιλολογική παρουσίαση’ ή μια ‘λογοτεχνική κριτική’, αλλά ακριβώς γι’ αυτό που λέει ο τίτλος: Συλλογισμούς και Διαλογισμούς για το Ζεν και τα Χαϊκού με αφορμή την ποιητική συλλογή ‘Σταγόνες Στίχοι’ των Π. Ψυχογυιοπούλου & Ε. Κοφτερού, εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα, 2023.

 

Ι. Το ma

 

Βρισκόμαστε πιασμένοι

στο παράδοξο του Ζήνωνα

προσπαθώντας να αγγίξουμε

το κέντρο ανάμεσα στις ακτίνες

την είσοδο ανάμεσα στους παραστάτες

την παύση ανάμεσα στις αναπνοές

το ma ανάμεσα στο απόσπασμα και τη φράση

Janet Ruth Jackson

 

Το ma είναι ιαπωνική λέξη που μπορεί να αποδοθεί ως κενότητα/ μη-χώρος: χάσμα, κενό διάστημα, παύση, κενός χώρος μεταξύ δύο δομικών μερών. Σημαίνει την ταυτόχρονη συνειδητοποίηση της μορφής και της μη-μορφής που απορρέουν από την εντατικοποίηση της όρασης. Το ma λαμβάνει χώρα στη φαντασία του ανθρώπου που βιώνει κάποια στοιχεία σύνθεσης. Ως εκ τούτου, μπορεί να οριστεί ως βιωματική κατάσταση με έμφαση στο διάστημα. Το ma έχει επίσης περιγραφεί ως δημιουργικό κενό γεμάτο δυνατότητες. Εκτός από το χωρικό νόημα, έχει και χρονική έννοια (σιωπή, παύση ανάμεσα στις νότες), ψυχολογικό νόημα κτλ. Θεωρείται ότι ο ιαπωνικός πολιτισμός είναι μια κουλτούρα του ma, που περιλαμβάνει και το χαϊκού. Το χαϊκού είναι εκεί για να δημιουργήσει ma, που είναι πιο εύγλωττο από τα λόγια. Αυτό συμβαίνει επειδή ακόμα και αν ένα χαϊκού μπορεί να φαίνεται απλώς ότι περιγράφει ένα ‘πράγμα’, το ma δουλεύει και μεταδίδει αίσθηση. Το κρίσιμο σημείο, σημείο καμπής, είναι ο όρος ‘κενότητα’.

 

ΙΙ. Κενότητα

 

Κενότητα (Σουνιάτα): «Η μορφή είναι κενότητα και η κενότητα μορφή. Μορφή και κενότητα είναι ένα και το αυτό, δεν διαφέρουν σε τίποτα» (Σούτρα της Καρδιάς). Ο όρος ‘κενότητα’ είναι ένας από τους σημαντικότερους και πιο δυσνόητους στη διδασκαλία του Βουδισμού.

 

Πολλοί ερευνητές των κειμένων, στην προσπάθειά τους να αποδώσουν τον όρο κενότητα, είπαν ότι, επειδή τα πράγματα δεν έχουν δική τους ύπαρξη, τα λέμε κενά. Άλλοι είπαν ότι η πραγματικότητα είναι κενή, επειδή δεν υπάρχει σε αυτήν κάτι στο οποίο να μπορούμε να στηριχθούμε. Άλλοι με τη σειρά τους έδωσαν στην κενότητα την έννοια της αέναης ροής. Η πιο ανώδυνη απόδοση του όρου κενότητα είναι το Απόλυτο ή Απροσδιόριστο. Το Απόλυτο από τη φύση του δεν μπορεί να το αγγίξει κανείς ούτε να το συλλάβει και από τη στιγμή που του προσδίδει χαρακτηριστικά και ιδιότητες παύει να είναι απόλυτο. Αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα έχουν όλες οι παραπάνω περιγραφές. Είναι δηλαδή διανοητικές ή βιωματικές προσεγγίσεις της εμπειρίας του Απόλυτου, όταν αυτό εκδηλώνεται μέσα στον άνθρωπο.

 

Μία άλλη προσέγγιση της κενότητας, καθαρά βιωματική, είναι αυτή που προτείνει το Ζεν. Επειδή, παρατηρώντας τα πράγματα, βλέπουμε ότι είναι εφήμερα, παροδικά και στιγμιαία, λέμε ότι τα πράγματα υπάρχουν μόνο τώρα, δηλαδή είναι άχρονα. Αυτό το στιγμιαίο και άχρονο βίωμα είναι κενό από κάθε περιεχόμενο. Έτσι ο όρος κενότητα  ταυτίζεται με την Ως Έχει Πραγματικότητα. Αυτό που πραγματώνεται εδώ είναι η αυθεντική ύπαρξη του πράγματος, όπως αληθινά είναι χωρίς διαστρεβλώσεις. Αυτή η πραγμάτωση είναι έργο της ενορατικής Υπερβατικής Σοφίας. Και μέσα σε αυτή την εμπειρία καθετί είναι ο εαυτός του, γιατί ο εαυτός είναι κενότητα.

 

Στο Ζεν ο όρος Μη Νους σημαίνει Βουδικός Νους, άδειος από επιμολύνσεις και από κάθε είδους νοητικές κατασκευές. Ο Βουδικός Νους είναι μια ουσία, μια υπόσταση, που είναι κενή και ανεξάρτητη από κάθε δυνατή διαμόρφωση, με τον ίδιο τρόπο που το στοιχείο του χρυσού είναι ανεξάρτητο από το σχήμα που δίνουμε στα χρυσά αντικείμενα, όπως π.χ. το σχήμα ενός δακτυλιδιού ή ενός βραχιολιού. Ο χρυσός μπορεί να πάρει οποιοδήποτε σχήμα αλλά ποτέ δεν ταυτίζεται με κάποιο σχήμα.

 

Στη Σούτρα της Καρδιάς, ο Βούδας επιλέγει την αρνητική προσέγγιση, την απορριπτική των εννοιών, για να οδηγήσει στην κατάσταση όπου ο νους μένει μόνος, κενός, μετέωρος, ελεύθερος, έτοιμος για την υπέρτατη εμπειρία, την έκσταση της κενότητας. Ο αρνητικός τρόπος προσέγγισης δεν είναι ένας στείρος μηδενισμός, μέσω του οποίου αρνούμεθα ολοκληρωτικά την ύπαρξη των πάντων. Ο κόσμος παρ’ όλα αυτά είναι εδώ μπροστά μας, ζωντανός, ποικίλος, συνεχής, γεμάτος ροή και ομορφιά. Ένας κόσμος που γεννιέται και πεθαίνει την κάθε στιγμή. Όταν ο νους μας αδειάσει από κάθε τι πεπερασμένο -που περιλαμβάνει το πρόσκαιρο, την οδύνη και την ανυπαρξία ξεχωριστού εαυτού σε πρόσωπα και πράγματα- εκείνο που απομένει είναι το στοιχείο της Νιρβάνα. Τούτο είναι η έσχατη ουσία, το αιώνιο, το μακάριο, το ύψιστο, το αγαθό, το αθάνατο, ο αληθινός Εαυτός. Η αλήθεια είναι ότι η κενότητα είναι απλά μια θεραπεία, ένα μέσο αποφυγής των νοητικών εξαρτήσεων. Μέσω αυτής μπορούμε να ξεπεράσουμε τις προσκολλήσεις μας και να έλθουμε σε άμεση επαφή με τον αγνό Νου μέσα μας, δηλαδή να φτάσουμε στη λύτρωση (Νιρβάνα). Με άλλα λόγια, η κενότητα λειτουργεί ως αρνητική οδός (via negativa) προς τον στόχο.

 

Όταν λέμε ότι το σπίτι είναι κενό, ο όρος που έχει αντικειμενική υπόσταση είναι το σπίτι. Αντίθετα, ο όρος ‘κενό’ μας πληροφορεί για την κατάσταση του σπιτιού. Από μόνος του ο όρος ‘κενό’ δεν σημαίνει τίποτα, δεν είναι κάτι. Στον Βουδισμό όταν ακούμε ότι η Νιρβάνα είναι το υπέρτατο Κενό, τούτο σημαίνει ότι η Νιρβάνα είναι άδεια (κενή) από κάθε πεπερασμένο και εξαρτημένο φαινόμενο. Σημαίνει επίσης ότι είναι κενή από τον ψεύτικο εαυτό (αν-άτμαν), o οποίος περιλαμβάνει τις Πέντε Συνιστώσες της ανθρώπινης ύπαρξης, και από κάθε είδους νοσηρότητα. Όταν ο νους μας αδειάσει από κάθε τι πεπερασμένο, που περιλαμβάνει το πρόσκαιρο, την οδύνη και την ανυπαρξία ξεχωριστού εαυτού σε πρόσωπα και πράγματα, εκείνο που απομένει είναι το στοιχείο της Νιρβάνα.

 

Μια τέτοια αίσθηση μας αφήνουν τα λόγια του αρχαίου σοφού, σχετικά με την κενότητα: Η κενότητα δεν είναι μια ιδιότητα ή ένα συμπαντικό γνώρισμα κάποιων οντοτήτων, διότι τότε το υπόβαθρό της θα ήταν μη κενό και θα μπορούσαμε να έχουμε μια καθαρή εικόνα και πεποίθηση γι’ αυτήν. Μέσω της κενότητας μπορούμε να ξεπεράσουμε τις προσκολλήσεις μας. Ως εκ τούτου, θα ήταν λυπηρό να προσκολληθούμε υπαρξιακά σ’ αυτήν. Δεν είναι μια θετική θέση αλλά μια άρνηση όλων των απόψεων και νοητικών κατασκευών. Το να θεωρούμε την κενότητα ως ένα υπαρκτό αντικείμενο και να την αντιπαραθέτουμε στη μη κενότητα, σημαίνει ότι δεν την κατανοήσαμε. Εκείνο που μας λέει ο σοφός μύστης είναι ότι, εάν θέλουμε να δούμε τον αγνό Νου μέσα μας ή να φτάσουμε στη λύτρωση (Νιρβάνα), το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να απαλλαγούμε από όλες τις απόψεις, τις πεποιθήσεις και τα νοητικά κατασκευάσματα.

 

ΙΙΙ. Το Ζεν και η Ποίησή του

 

Τί είναι, τέλος πάντων, αυτό το “Ζεν”, ρώτησε κάποιος τον δάσκαλο, αφού τον είχε ακούσει να τον διδάσκει γι’ αυτό το θέμα πολλά χρόνια. Κι ο δάσκαλος απάντησε: “Το Ζεν είναι το Ζεν”Το Ζεν είναι φώτιση της στιγμής, το “εξαίφνης” του Πλωτίνου, και δεν ερμηνεύεται με λόγια.

 

Η ποίηση του Ζεν έχει βέβαια μερικά χαρακτηριστικά, όπως: Διαύγεια – φειδώ (οικονομία) των λέξεων – καθαρότητα απόλυτη – βαθύ αίσθημα της σιωπής – βαθύ αισθητήριο της φύσης (φυσικός μυστικισμός) – αίσθηση της παροδικότητας των πραγμάτων. Οι λέξεις είναι μετρημένες, οι εκφράσεις σύντομες, ο ποιητής ταυτίζεται με το ποίημα του, ο δημιουργός και τα δημιουργήμα­τα γίνονται ένα. Και οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι μια αποκρυπτογράφηση, αποκάλυψη της ψυχής του. Οπωσδήποτε η Λέξη κρύβει μίαν ιερότητα και γι’ αυτό ο ποιητής τη μεταφέρει στον χρόνο με δέος˙ είναι σαν να μεταφέρει πολύτιμο, ακριβό, εύφλεκτο υλικό. Οι λέξεις δεν είναι αντικείμενα αλλά ουσίες της ψυχής.

 

Ένα παλιό γιαπωνέζικο βιβλίο, το Nippon Shoki, λέει πως στα μυθικά χρόνια ένας θεός κυβερνούσε στο βασίλειο των λέξεων. Κάθε λέξη ήταν και μια ψυχή. Μέσα στο Βουδισμό έζησε μέχρι σήμερα η ιδέα αυτή του Koro–Dama, της λέξης-ψυχής. Έτσι η ποίηση γίνεται ψυχική γλώσσα και το ποίημα μιλάει για τη βα­θιά σχέση του ποιητή με το απόλυτο. Το ποίημα φαίνεται, στο Ζεν, ατέλειωτο, ημιτελές, και δηλώνει το απόρρητο, το κρυφό, την αλήθεια. Η ποίηση στο Ζεν φαίνεται ημιτελής, αλλά η αληθινή δημιουργία είναι πιο μεγάλη από το τέλειο. Ο στίχος εδώ είναι σαν αστραπή στη νύχτα και το βίωμα του ποιητή έρχεται από τη βαθιά σχέση του με τη φύση (φύση = ψυ­χή). Και μας είναι γνωστό ότι όταν ζητάς το απόλυτο (αλήθεια, ελευθερία, ειρήνη), συναντάς το τραγικό. Η σχετική πραγματικό­τητα συγκρούεται με το απόλυτο.

 

Στην ποίηση του Ζεν βλέπουμε έντονα την αίσθηση και το βίωμα της παροδικότητας. Εδώ βλέπουμε την εσωτερική απήχηση των φυσικών πραγμάτων. Βρίσκουμε πολλά χαρακτηριστικά ποιήματα της μετακίνησης, του ταξιδιού, που είναι η είσοδος/ έξοδος για λευτεριά, ένα ταξίδι χωρίς σκο­πό, αλλά με το τέλος μέσα του, ένα αδιάκοπο πήγαινε. Ο άνθρωπος του Ζεν είναι μια ορφανή ψυχή που ταξιδεύει ασταμάτητα, ταξιδεύει στα τοπία της πατρίδας του και της ψυχής του, ένας ζητιάνος με έντονη την επαιτεία τόσο του ψωμιού των άλλων όσο και του ελέους τους. Με ένα μεταλλικό δίσκο (τάσι) γυρνάει δω κι εκεί. Ο Οδυσσέας αυτός ό,τι είχε το πρόσφερε. Η ζωή (η ποίησή) του κινείται στα εξής σημεία: θρησκεία, φύση, ταξίδι, επαιτεία, ποίηση, μόνωση, θάνατος, ανεστιότητα, παροδικότητα.

 

  1. IV. Προς τι τα Χαϊκού;

 

Η χρήση της ποίησης μέσω των χαϊκού εκφράζει το ίδιο καλλιτεχνικό όραμα που συναντάμε στους πίνακες του Ζεν, όπου η ζωή προβάλλει μέσα από το κενό χάρη σε μερικές αδρές πινελιές. Στην ποίηση ο κενός χώρος αναπαρίσταται από τη σιωπή που περιβάλλει αναγκαστικά την προφορά του τρίστιχου, σιωπή του νου, όπου κανένας δεν ‘σκέπτεται’ το ποίημα, αλλά προσλαμβάνει το αίσθημα που παράγεται και αναδύεται, αίσθημα που γίνεται εντονότερο όσο λιγότερες είναι οι λέξεις του ποιήματος.

 

Κατά τον 17ο αιώνα, οι Γιαπωνέζοι έφτασαν στο αποκορύφωμα αυτής της ‘χωρίς λόγια’ ποίησης με τα χαϊκού, τρίστιχα ποιήματα με 17 συλλαβές (5+7+5), που μόλις πάνε να προβάλλουν το θέμα τους, το εγκαταλείπουν. Τα χαϊκού μοιάζουν περισσότερο με εισαγωγή ή τίτλο ποιήματος, παρά με ποιήματα καθαυτά, και οι μεταφράσεις δεν μπορούν να μεταφέρουν τον ήχο και τον ρυθμό τους. Όμως μια καλή μετάφραση μεταφέρει την ποιητική εικόνα, που αποτελεί και το πιο σημαντικό στοιχείο. Ένα καλό χαϊκού είναι βότσαλο που πέφτει στη λίμνη του Νου προκαλώντας συνειρμούς με τα στοιχεία της μνήμης. Ένα τέτοιο χαϊκού καλεί τον ακροατή να συμμετάσχει ενεργά στην παραγωγή του καλλιτεχνικού αισθήματος, αντί να παρακολουθεί αμέτοχος τις επιδόσεις του ποιητή.  Ο Μπασό εξέφρασε ποιητικά το αίσθημα του Ζεν μαζί με το ζενιστικό πνεύμα του ‘τίποτα το ιδιαίτερο’. Λέει: «για να γράψεις χαϊκού πάρε ένα μικρό παιδί». Τα ποιήματά του διαθέτουν την εμπνευσμένη αντικειμενικότητα της παιδικής έκφρασης θαυμασμού και ξυπνούν το ίδιο αίσθημα που ένιωσε όταν πρωτοαντίκρισε με έκπληκτα μάτια τον κόσμο. Ο Μπασό έγραψε τα χαϊκού του στην απλούστερη μορφή της γιαπωνέζικης γλώσσας, αποφεύγοντας τόσο τις φιλολογικές και λογοτεχνικές εκφράσεις, όσο και τον στόμφο της επίσημης γλώσσας, με αποτέλεσμα να παράγει ύφος που υποδεικνύει ότι καθένας μπορεί να γίνει ποιητής. Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο σύγχρονός του Μπανκέι για το Ζεν. Το ίδιο ακριβώς εκφράζει η ρήση που λέει: «ο συνηθισμένος νους είναι το Τάο» -όπου με τη λέξη «συνηθισμένος» εννοεί τον «απλό άνθρωπο». Έτσι, κατά τον 17ο αιώνα το Ζεν γνωρίζει τεράστια διάδοση στην Ιαπωνία σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, από τους μοναχούς και τους σαμουράι μέχρι τους αγρότες και τους τεχνίτες.

 

Τα χαϊκού βλέπουν τα πράγματα με την ‘αυτοσύνη’ τους, χωρίς σχόλιο -μια άποψη πάνω στον κόσμο που οι Γιαπωνέζοι ονομάζουν ‘έτσι όπως είναι’, ή ‘έτσι’. Στο Ζεν ο άνθρωπος δεν έχει άλλο κατά νου πέρα από αυτό που ξέρει και βλέπει, και αυτό εκφράζεται θαυμάσια στα χαϊκού.

 

Τα ποιήματα χαϊκού υποδηλώνουν, ίσως ευκολότερα από τη ζωγραφική, τις λεπτές διαφορές ανάμεσα στις τέσσερις διαθέσεις, σαμπί, βαμπί, αβαρέ και γιουγκέν.

(i) Η ήρεμη, συγκινητική μοναξιά της διάθεσης σαμπί είναι η μοναξιά με την έννοια της Βουδιστικής μη προσκόλλησης, που βλέπει όλα τα πράγματα όπως συμβαίνουν ‘από μόνα τους’ με τον θαυμαστό τους αυθορμητισμό. Μαζί της συμβαδίζει η αίσθηση της βαθιάς, απεριόριστης ηρεμίας, που κατρακυλά σε μια μεγάλη χιονισμένη πλαγιά, απορροφώντας απαλά, όλους τους ήχους στρώμα με στρώμα.

(ii) Η διάθεση βαμπί είναι η μοναξιά με την έννοια της βουδιστικής ‘αυτοσύνης’ των εντελώς συνηθισμένων πραγμάτων, προπάντων όταν η καταχνιά του μέλλοντος διαλύει προς στιγμή τις φιλοδοξίες μας.

(iii) Η διάθεση αβαρέ δεν είναι ακριβώς ούτε η θλίψη ούτε η νοσταλγία του πόθου της επιστροφής σε μια παλιά γλυκιά ανάμνηση. Η διάθεση αβαρέ είναι η αντήχηση του περασμένου και αγαπημένου, σαν την αντήχηση που βγάζει η φωνή μέσα σε μια μεγάλη εκκλησία, και που χωρίς αυτήν η ανάμνηση θα ήταν πολύ φτωχή. Η διάθεση αβαρέ είναι η καταγραφή της κρίσιμης στιγμής, όπου από τη μια μεριά προβάλλει η διαδρομή μέσα στον κόσμο της θλίψης και του πόνου, και από την άλλη το όραμα του Μεγάλου Κενού.

(iv) Τέλος, η διάθεση γιουγκέν, εκφράζει κάποιο είδος μυστήριου, παρουσιάζει δυσκολίες στην περιγραφή της, και γι’ αυτό είναι προτιμότερο να αφήσουμε ένα ποίημα να μιλήσει από μόνο του:

 

Στην πυκνή ομίχλη/ τι ήταν αυτό που φώναζε/ ανάμεσα στον λόφο και το καράβι;

 

Εφόσον η εκπαίδευση Ζεν έκανε ευρύτατη χρήση αντίστοιχων κινέζικων στίχων, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα, δεν αποτελεί έκπληξη η ανάπτυξη των χαϊκού.

 

Όταν η ζωή είναι άδεια, σε ό,τι αφορά το παρελθόν, και χωρίς κανένα προορισμό, σε ό,τι αφορά το μέλλον, τότε το κενό γεμίζει από το παρόν, που γίνεται μόλις μια τριχούλα από τα μαλλιά ή ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου, όπου ο χρόνος σταματά και δεν αφήνει περιθώρια να γίνει κάτι. Και το αίσθημα της απεριόριστης προέκτασης του παρόντος γίνεται πανίσχυρο κατά την τέχνη του Ζεν.

 

Κατά την άποψη του Ντογκέν για το ζα-ζεν, πρέπει κάποιος να «κάθεται για να κάθεται», χωρίς να εκδηλώνει καμιά πρόθεση για να αποκτήσει το σατόρι. Οι ξαφνικές ενοράσεις της φύσης, που αποτελούν την ουσία των χαϊκού, προκύπτουν με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, ενώ δεν βρίσκονται ποτέ όταν κάποιος τις αναζητά. Το τεχνητό χαϊκού μοιάζει πάντα αποκομμένο, ξεριζωμένο από τη ζωή και το σύμπαν, ενώ το αυθεντικό χαϊκού είναι ολοζώντανο και περικλείει μέσα του το σύμπαν.

 

Βέβαια, οι καλλιτέχνες και οι τεχνίτες της Άπω Ανατολής έχουν μετρήσει, αναλύσει και ταξινομήσει με τόση ακρίβεια τα έργα των δασκάλων, ώστε είναι σε θέση να τα μιμούνται με κάθε λεπτομέρεια, σε σημείο που να παραπλανούν ακόμη και τους ειδικούς. Από ποιοτική άποψη τα έργα τους δεν διαφέρουν από τα πρότυπα, όπως ένας καλός τοξότης ή ξιφομάχος μπορεί να καταφέρει τις ίδιες επιδόσεις με έναν εμπνευσμένο από το Ζεν σαμουράι. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά αυτό καθαυτό το Ζεν, το αποτέλεσμα δεν έχει καμιά σημασία. Γιατί το Ζεν δεν έχει ούτε σκοπό ούτε στόχο. Είναι ταξίδι χωρίς προορισμό, δεν ξεκινά από πουθενά και δεν πηγαίνει πουθενά. Το ταξίδι σημαίνει ζωή και ο προορισμός ισοδυναμεί με τον θάνατο. Το ταξίδι είναι αυτό που μετράει και όχι ο τελικός προορισμός.

 

  1. V. Το Ευρύτερο Πλαίσιο και το Πνεύμα της Τέχνης του Ζεν

 

Ένας κόσμος, λοιπόν, που περιλαμβάνει όλο και περισσότερους προορισμούς χωρίς ταξίδια ανάμεσα τους, ένας κόσμος που αξιολογεί μόνο το να ‘φτάσει κάπου’ όσο το δυνατόν συντομότερα, είναι κόσμος χωρίς ουσία. Καθένας μπορεί να πάει οποτεδήποτε οπουδήποτε, και όσο αυτή η δυνατότητα αυξάνεται, τόσο λιγότερο αξίζει τον κόπο το οποτεδήποτε και το οπουδήποτε. Γιατί τα σημεία της άφιξης είναι υπερβολικά αφηρημένα, υπερβολικά ευκλείδεια, κι είναι σαν να τρώει κάποιος τις δυο άκρες μιας μπανάνας παραγνωρίζοντας τον ενδιάμεσο καρπό. Η ουσία, λοιπόν, των χαϊκού και όλων των τεχνών του Ζεν είναι η δράση τους και όχι το αποτέλεσμα τους. Και ακόμη περισσότερο, η πραγματική χαρά βρίσκεται στη χωρίς πρόθεση δράση που προκύπτει κατά τη διάρκεια της δράσης, όπως αυτή καθαυτή η χαρά του ταξιδιού βρίσκεται στις κάθε λογής εκπλήξεις που επιφυλάσσει το ταξίδι και όχι στην αφετηρία ούτε στον τελικό προορισμό.

 

Οι πραγματοποιημένες εκπλήξεις θυμίζουν την αντίφαση του σκόπιμου σατόρι, και όποιος βάζει για σκοπό του το σατόρι μοιάζει με εκείνον που στέλνει στον εαυτό του ευχητήριες κάρτες Χριστουγέννων από φόβο μήπως τον ξεχάσουν οι άλλοι. Πρέπει λοιπόν να σταθούμε αντιμέτωποι με το γεγονός ότι το Ζεν δεν εκφράζει άλλο από την ‘αθέατη’ όψη της ζωής που βρίσκεται πέρα από τα όρια του ελέγχου μας, μια όψη που δεν πρόκειται ποτέ να προβάλει εμπρός στα μάτια μας με πιέσεις, πονηριές και τεχνάσματα, επειδή όλα αυτά αποδίδουν μόνον πλαστά αποτελέσματα. Και η τελευταία λέξη του Ζεν δεν είναι βέβαια ένας απόλυτος δυϊσμός -όπου από τη μια μεριά στέκεται ο κόσμος της ελεγχόμενης δράσης, και από την άλλη ο αυθόρμητος κόσμος της ανεξέλεγκτης έκπληξης. Και αυτό γιατί τελικά, ποιος είναι αυτός που ελέγχει τον ελεγκτή;

 

Επειδή ακριβώς το Ζεν δεν είναι σε καμιά περίπτωση ένας απώτερος δυϊσμός ανάμεσα στον ελεγκτή και τον ελεγχόμενο, ανάμεσα στον νου και το σώμα, ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη, υπάρχει πάντα μια ‘φυσιολογική’ διάσταση στις διάφορες τεχνικές του. Ανεξάρτητα λοιπόν από το πώς εφαρμόζεται το Ζεν, το κύριο βάρος δίνεται στον τρόπο της αναπνοής. Και αυτό όχι μόνον επειδή η αναπνοή αντιπροσωπεύει έναν από τους δυο θεμελιώδεις ρυθμούς του σώματος –ο άλλος είναι η κυκλοφορία του αίματος-, αλλά και επειδή είναι η εξελικτική διαδικασία, όπου έλεγχος και αυθορμητισμός, θεληματική και αθέλητη δράση, συναντώνται και ταυτίζονται.

 

Το στιγμιαίο, που διακρίνουμε στις ζωγραφιές και στους στίχους χαϊκού, αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο που έκανε ανέκαθεν το Ζεν να αυτοπαρουσιάζεται ως ο δρόμος του αναπάντεχου και στιγμιαίου ‘ξυπνήματος’. Δεν είναι ότι το σατόρι προβάλλει γρήγορα και απρόσμενα, γιατί η έννοια της ταχύτητας δεν έχει καμιά σχέση μαζί του. Ο πραγματικός λόγος έγκειται στο γεγονός ότι το Ζεν αυτό καθαυτό αποτελεί την απελευθέρωση από τον χρόνο. Γιατί αν ανοίξουμε τα μάτια μας και δούμε καθαρά, διακρίνουμε ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος πέρα από αυτή τη στιγμή, και ότι το παρελθόν και το μέλλον είναι αφαιρέσεις που δεν ανταποκρίνονται σε καμιά συγκεκριμένη πραγματικότητα.

 

Μέχρι όμως να γίνει πέρα για πέρα κατανοητή αυτή η αλήθεια, συνεχίζουμε να νομίζουμε ότι η ζωή μας είναι μόνον παρελθόν και μέλλον, και ότι το παρόν δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια λεπτή γραμμή, σαν τρίχα, που τα διαχωρίζει. Από αυτή την αντίληψη προέρχεται και το συναίσθημα της ‘έλλειψης χρόνου’, σε έναν κόσμο που βιάζεται τόσο πολύ, ώστε όλα περνούν πριν προλάβει κάποιος να τα χαρεί. Όταν όμως συμβεί το ‘ξύπνημα μέσα στη στιγμή’, τότε αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη αντίληψη. Με άλλα λόγια, το παρελθόν και το μέλλον είναι οι δυο ανύπαρκτες έννοιες, ενώ το παρόν είναι το μόνο αιώνια πραγματικό. Ανακαλύπτουμε ότι η γραμμική πορεία του χρόνου αποτελεί απλά μια τεχνητή σύμβαση του προφορικού τρόπου σκέψης μιας συνείδησης που ερμηνεύει τον κόσμο αποσπώντας μικρά κομμάτια από την ουσία του και ονομάζοντας τα πράγματα και συμβάντα. Αλλά με κάθε τέτοιαν απόσπαση ο νους αποκλείει το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου, κι έτσι η αντίληψη του συνόλου γίνεται αποσπασματική, στατιστική και κατά προσέγγιση, διαμέσου σειρών από αποσπάσεις που ταξινομούνται γραμμικά η μια μετά την άλλη. Ωστόσο, η επιπολαιότητα αυτής της συνείδησης αποδεικνύεται εύκολα από το γεγονός ότι δεν είναι σε θέση να ρυθμίσει ούτε τον ανθρώπινο οργανισμό. Γιατί δεν είναι σε θέση να ελέγξει ούτε τους παλμούς της καρδιάς, ούτε την αναπνοή, ούτε τη λειτουργία των νεύρων, των αδένων, των μυώνων και των αισθητήριων οργάνων, και καταπιάνεται πάντα με όλα τα πράγματα γραμμικά, δηλαδή στη σειρά το ένα μετά το άλλο, χωρίς ποτέ να έχει αρκετό χρόνο για να προλάβει την εκτέλεση των επιθυμιών της. Ευτυχώς για μας η συνείδηση δεν ελέγχει τον οργανισμό, γιατί αυτός ρυθμίζεται από τον ‘αυθεντικό νου’ που αγνοεί την έννοια του χρόνου και που καταπιάνεται με τη ζωή στο σύνολο της, με αποτέλεσμα να μπορεί να κάνει πάρα πολλά πράγματα ‘ταυτόχρονα’.

 

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι η επιπόλαιη και επιφανειακή συνείδηση αποτελεί κάτι το διαφορετικό και το ξεχωριστό από τον ‘αυθεντικό νου’, γιατί στην ουσία η πρώτη αποτελεί μίαν εξειδικευμένη δραστηριότητα του δεύτερου. Έτσι, η επιφανειακή συνείδηση μπορεί να ‘ξυπνήσει’ μέσα στο αιώνιο παρόν μόλις σταματήσει να προσκολλάται. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί με την προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης στο παρόν, γιατί μια τέτοια προσπάθεια κάνει το παρόν να φαίνεται ακόμη πιο άπιαστο και ρευστό, ανίκανο να εστιαστεί. Η αντίληψη του ‘αιώνιου τώρα’ αναδύεται ακολουθώντας την ίδιαν αρχή με την απόλυτη διαύγεια της  όρασης και της ακοής, καθώς και με την απόλυτη ελευθερία της αναπνοής. Η καθαρή και απόλυτη διαύγεια της όρασης δεν προκύπτει από την προσπάθεια να δει κάποιος καλύτερα. Πρόκειται απλά για τη συνειδητοποίηση ότι τα μάτια βλέπουν τα πάντα όταν είναι ανοιχτά και αφήνουν το φως να φτάσει στην επιφάνεια τους. Με τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει καμιά δυσκολία για την πλήρη αντίληψη του αιώνιου παρόντος από τη στιγμή που γίνεται κατανοητό ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη δυνατότητα για κάποιου άλλου είδους αντίληψη, και ότι συγκεκριμένα και χειροπιαστά δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Η προσπάθεια της συγκέντρωσης στη στιγμή υποθάλπει την αναγνώριση και άλλων στιγμών. Αλλά αυτές οι άλλες στιγμές δεν υπάρχουν και δεν μπορεί να τις βρει κάποιος πουθενά, κι έτσι εναπόκειται τελικά στο αιώνιο παρόν, όπως τα μάτια και τα αφτιά προσλαμβάνουν όλο το φως και όλους τους ήχους. Αυτό το αιώνιο παρόν είναι η ‘χωρίς χρόνο’ και χωρίς καμιά βιασύνη ροή του Τάο.

 

Γιατί το να προσπαθεί κάποιος να βαδίζει σύμφωνα με το Τάο σημαίνει ότι παρεκκλίνει από αυτό, ενώ κανείς δεν μπορεί να παρεκκλίνει και στην αλήθεια δεν υπάρχει παρέκκλιση. Με τον ίδιο τρόπο, κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί από το αιώνιο παρόν προσπαθώντας να το φτάσει, και αυτό το γεγονός υποδεικνύει ότι, εκτός από το παρόν, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος εαυτός που να το παρατηρεί και το γνωρίζει -και αυτός ήταν ο λόγος που ο Χούι-κο δεν μπορούσε να βρει τον νου του όταν ο Μποντιντάρμα του ζήτησε να τον αναζητήσει. Όσο αινιγματική και αν είναι αυτή η αλήθεια, όσα πολλά και περίπλοκα προβλήματα και αν θέτει, αρκεί μια καθαρή ματιά για να προβάλει ολόγυμνη σε όλο το μεγαλείο της. Υπάρχει μόνον αυτό το τώρα. Δεν έρχεται από πουθενά. Δεν πηγαίνει πουθενά. Δεν είναι πρόσκαιρο, δεν είναι ‘μη-πρόσκαιρο’. Παρόλο ότι κινείται είναι πάντα ακίνητο. Όταν προσπαθούμε να το πιάσουμε, μοιάζει να ξεφεύγει, και όμως είναι πάντα εδώ και τίποτα δεν μπορεί να του ξεφύγει. Και όταν αρχίζουμε να ψάχνουμε ολόγυρα για να βρούμε τον εαυτό που γνωρίζει αυτή τη στιγμή, ανακαλύπτουμε ότι έχει εξαφανιστεί όπως το παρελθόν. Γι’ αυτό τον λόγο ο Έκτος Πατριάρχης λέει:

«Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα που πάει να γίνει. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα που σταματά να είναι. Δεν υπάρχει λοιπόν κύκλος γέννησης-και-θανάτου για να σταματήσει. Η παρούσα στιγμή είναι η απόλυτη ηρεμία (της νιρβάνα). Κι εφόσον αυτή η στιγμή δεν γνωρίζει κανένα όριο, είναι η αιώνια χαρά».

 

Αυτή καθαυτή, τούτη η στιγμή ονομάζεται ‘παρόν’ μόνο σε σχέση με το παρελθόν και το μέλλον, ή σε σχέση με κάποιον που είναι παρών. Αλλά, αν δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, ούτε κάποιος παρών, τότε, τι είναι αυτή η στιγμή από μόνη της; Τη στιγμή που πέθαινε ο Φα-τσάνγκ, ένας σκίουρος στη στέγη έβγαλε μια κραυγή. «Αυτό είναι και τίποτε άλλο», είπε.

 

Το χαϊκού, λοιπόν, είναι σύντομο, συμπυκνωμένο, άμεσο, ‘αφελές’, εκφράζει την έκπληξη της θέασης του κόσμου με τα μάτια του παιδιού. Αναπαριστά με λιτά μέσα την ‘απλή ζωή’, δίνει την αίσθηση του κενού και του μη-νου, του χωρίς σκέψη, της στιγμής. Αναδεικνύει το πνεύμα του Ζεν, το σατόρι, το χωρίς προσπάθεια, σκοπό και επιθυμία. Τα χαϊκού, όπως και η ζωγραφική Ζεν, αναδεικνύουν το κενό, απαραίτητο στοιχείο ύπαρξης και γι’ αυτό χρήσιμο, όπως το κενό στο φλιτζάνι του τσαγιού που χωρίς αυτό δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις.

 

Στα σύγχρονα χαϊκού συνεχίζει να υπάρχει η παραδοσιακή φόρμα, αλλά έχει χαθεί η ουσία, τα περισσότερα είναι νοητικές κατασκευές χωρίς αυθορμητισμό -τελευταία φαίνεται να πάσχουμε από μια όψιμη χαϊκίτιδα. Πολλοί οι κλητοί ολίγοι οι εκλεκτοί. Ο σεφερικός ‘επαρκής αναγνώστης’ χρειάζεται να διακατέχεται από πνεύμα ενεργητικό και ερευνητικό για να μελετήσει το ‘Σταγόνες Στίχοι’ και το σχετιζόμενο θεωρητικό υπόβαθρο: ό,τι έχει τη μορφή του χαϊκού δεν σημαίνει ότι είναι χαϊκού.

 

VΙ. Επιλογή

 

Α. Έμπνευσης δάκρυ

υδάτινα χρώματα

θα ζωγράφιζε.

 

Διάφανα τα δάκρυα

οι λέξεις αμοιβάδες.   σ.13

 

Β. «Κόρνος ο άρρην»

πανδαισία χρωμάτων

φύσης ζωγραφιά.

 

Απόσταγμα προσμένω

της μάνας το λικέρ. σ.15

 

Γ. Ανθολογώντας

του παρελθόντος μνήμες

στιχουργώ ξανά.

 

Το παρελθόν σαν άχνη

την τέχνη πασπαλίζει. σ.20

 

 

Δ. Κρίνα της άμμου

πάντα ήθελα να δω

να ’τα μπροστά μου.

 

Ξύπνησαν οι βολβοί τους

σαν έρωτες του θέρους.σ.29

 

Ε. Λησμονημένα

σύννεφα φαντάσματα

σαν μπόρα ξεσπούν.

 

Ασφυκτιά ο νους μου

πάθη καθρεφτίζονται.σ.39

 

 

Στ. Βαδίζει γυμνός

ήχοι στροβιλίζονται

άγγελοι φωτός.

 

Ανθόκηπος η τρέλα

φυτρώνουν μαργαρίτες. σ.46

 

[Η επιλογή από τη συλλογή έγινε από τις ποιήτριες]

Δημήτρης Γαβαλάς

O Δημήτρης Γαβαλάς γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1949. Σπούδασε Μαθηματικά, Κυβερνητική και Συστήματα Αυτομάτου Ελέγχου σε μεταπτυχιακές σπουδές και Ψυχολογία του Βάθους σε ελεύθερες σπουδές. Εκπόνησε Διδακτορική Διατριβή με θέμα τα Μαθηματικά, τη Θεμελίωση και τη Διδακτική τους. Αρχικά εργάστηκε ως Επιστημονικός Συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ως Ερευνητής στο Κέντρο Ερευνών «Δημόκριτος». Στη συνέχεια εργάστηκε στην εκπαίδευση ως καθηγητής Μαθηματικών. Συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (στη συγγραφή Προγραμμάτων Σπουδών & σχολικών βιβλίων και σε άλλα εκπαιδευτικά θέματα). Εργάστηκε επίσης στη Βαρβάκειο Σχολή, και συνέχισε ως Σχολικός Σύμβουλος. Για το πνευματικό του έργο, έχει τιμηθεί από τον Δήμο Κορινθίων. Το δοκίμιό του για τον Οδυσσέα Ελύτη έλαβε κρατική διάκριση, ενώ το ποίημα «Φανταστική Γεωμετρία» περιελήφθη στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ τάξης του Γυμνασίου.

Έργα του Δημήτρη Γαβαλά:

Ποίηση

Σπουδές. Αθήνα, 1973.
Μετάβαση στο Όριο. Αθήνα, 1974.
Ανέλιξη. Αθήνα, 1975.
Δήλος. Αθήνα, 1976.
Εσωτερική Αιμομιξία. Αθήνα, 1977.
Η Πάλη με το Άρρητο. Αθήνα, 1978.
Ελεγείο. Αθήνα, 1979.
Τα Εξωστρεφή. Αθήνα, 1980.
“Η Του Μυστικού Ύδατος Ποίησις“. Αθήνα 1983.
Το Πρόσωπο της Ευτυχίας. Κώδικας, Αθήνα, 1987.
Απλά Τραγούδια για έναν Άγγελο. Κώδικας, Αθήνα, 1988.
Φωτόλυση. Κώδικας, Αθήνα, 1989.
Ακαριαία. Κώδικας, Αθήνα, 1994.
Σύμμετρος Έρωτας Ή Τα Πρόσωπα του Αγγέλου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1996
Άγγελος Εσωτερικών Υδάτων. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1998.
Το Λάμδα του Μέλλοντος. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2003.
Ποιήματα 1973-2003: Επιλογή. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004.
Ου Παντός Πλειν. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006.
Στη Σιωπή του Νου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2013.
Δίχως Μαγνητόφωνα Φωνόγραφους Δίσκους και Μαγνητοταινίες. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2016.

Δοκίμιο

Η Εσωτερική Διαλεκτική στη «Μαρία Νεφέλη» του Οδυσσέα Ελύτη. Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1987. (σσ. 94).
Ψυχο-Κυβερνητική και Πολιτική: Αναλυτική Θεώρηση του Πολιτικού Φαινομένου. Κώδικας, Αθήνα, 1989. (σσ. 40).
Αισθητική και Κριτική Θεωρία των Αρχετύπων: Θεωρητικά Κείμενα και Εφαρμογές. Κώδικας, Αθήνα, 1999. (σσ. 202).

Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια
Nicoll, M. Ψυχολογικά Σχόλια στη Διδασκαλία του Γκουρτζίεφ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1997. (σσ. 96).


Επιστημονικά Βιβλία

Πρότυπα και Χαρακτήρας Κυβερνητικών Συστημάτων: Συμβολή στη Θεωρητική Κυβερνητική – Ένα Μαθηματικό Μοντέλο. Πάτρα, 1977 και Αθήνα, 1993 . (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 250).
Η Θεωρία Κατηγοριών ως Υποκείμενο Πλαίσιο για τη Θεμελίωση και Διδακτική των Μαθηματικών: Συστημική Προσέγγιση της Εκπαίδευσης. Πάτρα, 2000. (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 350).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 1: Μη-συμβατική Ανάλυση, Ασαφή Σύνολα, Η έννοια της Μη-διακριτότητας. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2005. (σσ. 190).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 2: Πρώτη Μύηση στη Θεωρία Κατηγοριών. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2006. (σσ. 330).
Το Αρχέτυπο του Τυχερού Παιχνιδιού: Για την Τύχη, τη Μαντική και τη Συγχρονότητα Σύμφωνα με τις Απόψεις των C. G. Jung και M.- L. von Franz. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006. (σσ. 280). (Σε συνεργασία).
On Number’s Nature. Nova Publishers, NY, 2009 (pp. 70).
Συστημική: Σκέψη και Εκπαίδευση – Συμβολή στο Ζήτημα της Εκπαίδευσης. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2011. (σσ. 310).
Αρχετυπικές Μορφογενέσεις. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2012.
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 3: Για τη Φύση του Αριθμού. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2012. (σσ. 360).
Αρχέτυπο: Η Εξέλιξη μιας Σύλληψης στον Τομέα της Γνώσης. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2015. (σσ. 320).
Κυβερνητική: Αναζητώντας την Ολότητα. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2016. (σσ. 400).

Κρατικά Σχολικά Βιβλία
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στην Α΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1997.
Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Β΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2015.
Λογική: Θεωρία και Πρακτική για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2008.
Μιγαδικοί Αριθμοί. Κεφάλαιο στο: Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.



Δημοσίευσε επίσης πλήθος άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά για θέματα εκπαίδευσης, πολιτικής, λογοτεχνίας κτλ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.