You are currently viewing Δημήτρης Κανελλόπουλος: Φωτεινή Βασιλοπούλου, «Πρωσικό μπλέ», «Οι Εκδόσεις των Φίλων» 2016, ISBN: 9789602891711

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Φωτεινή Βασιλοπούλου, «Πρωσικό μπλέ», «Οι Εκδόσεις των Φίλων» 2016, ISBN: 9789602891711

«Πρωσικό μπλέ» είναι ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής της Φωτεινής Βασιλοπούλου, και καθώς κάποιος διαβάζει τα ποιήματα διαπιστώνει πως έχει μπροστά του ένα έργο που το χαρακτηρίζει η ευαισθησία, η καθαρότητα του λόγου, ο καλοδουλεμένος στίχος, η υπαινικτικότητα των μηνυμάτων, με μια στάση ζωής βαθιά φιλοσοφημένη.

Η Φωτεινή Βασιλοπούλου είχε ξαναδώσει φωτεινό δείγμα της δουλειάς της με τη συλλογή διηγημάτων «Για μια χούφτα ζωή» (εκδ. Γαβριηλίδης 2015), με την οποία απέδειξε τη δεξιοτεχνία της όχι μόνο στο χειρισμό του λόγου αλλά και στην πλοκή του μύθου.

Η ποιήτρια αποστρέφεται την κίβδηλη ποιητική ρητορεία, την βερμπαλιστική αισθηματολογία και το διδακτισμό, στοχάζεται υπαρξιακά, με μετουσίωση καθημερινών, ασήμαντων περιστατικών σε ποίηση. Με μικροπερίοδο στίχο, απλές, δωρικές προτάσεις, απέριττο και ανεπιτήδευτο ύφος, αναδεικνύεται λάτρης της λιτής περιγραφής.

Πριν προχωρήσω, να ξεκαθαρίσουμε ότι το να γράφεις ποίηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Χρειάζεται βίωμα, έμπνευση, σκέψη, αποτύπωση, αναδιατύπωση (θυμηθείτε τα Σχεδιάσματα του Σολωμού στον Εθνικό Ύμνο). Ο ποιητής είναι ένας ευαίσθητος, χαρισματικός άνθρωπος, ο οποίος κυοφορεί το έργο του και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, το φέρνει στο φως ώστε να γίνει κτήμα και των υπολοίπων.

Επίσης όταν τελειώνουμε την ανάγνωση ή την ακρόαση ενός ποιήματος, θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: Τι σκεφτόμαστε και τι αισθανόμαστε; Αυτό άλλωστε είναι το γοητευτικό στοιχείο στην ποίηση. Κανένα έργο δεν επιδέχεται μια μόνο ερμηνεία, δεν γεννά σε όλους τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια συναισθήματα και ενδεχομένως να μην αγγίζει και κάποιον καθόλου, και σίγουρα όχι στην προκρούστεια κλίνη της υπερβολικής ανάλυσης.

Και επειδή «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις» άρχισα να ψάχνω στη Wikipedia τι σήμαινε αυτός ο περίεργος τίτλο της ποιητικής συλλογής.

Το Πρωσικό Μπλε, γνωστό και ως μπλε του Βερολίνου ή του Παρισιού, είναι μια σκούρα μπλε χρωστική ουσία. Στην ιατρική χορηγείται ως αντίδοτο για ορισμένα είδη δηλητηρίασης. Θεωρείται σημαντική χρωστική, καθώς ήταν η πρώτη σταθερή και ελαφριά μπλε χρωστική ουσία που χρησιμοποιήθηκε ευρέως για τη σύνθεση του αιγυπτιακού μπλε. Πιθανότατα συντέθηκε για πρώτη φορά κατά λάθος στο Βερολίνο το 1706, από μείξη ποτάσας, αίματος και θειϊκού σιδήρου, τα οποία αντέδρασαν δημιουργώντας μια ένωση με πολύ ξεχωριστή μπλε απόχρωση.

Το καλαίσθητο αυτό βιβλίο, που εκδόθηκε το 2016 από τις «Εκδόσεις των Φίλων», -σε εικονογράφηση της Μαργαρίτας Βασιλάκου, η οποία αποπνέει την αίσθηση της θλίψης, της μοναξιάς και του κενού με λιτό και αφαιρετικό τρόπο, με εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα- χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες με τους διακριτικούς τίτλους: Κατάδυση στη γη, Ημισέληνος θλίψη, Τρικυμία εντός, Έρωτας στο βάθος.

Τα ποιήματα είναι τριάντα και με το πρώτο ποίημα σαν μότο, μπαίνουμε στα βαθιά. Στη συλλογή δηλώνεται με ενάργεια η απομάκρυνση των ποιητών από την κοινωνική πραγματικότητα και η αναγκαστική καταφυγή τους στην τέχνη.

 

          Τη μοναξιά μου/ μες στο ποίημα απόψε εξορίζω.

          Αύριο θα της βρω χαρτιά γι’ άλλη πατρίδα

 

Η ποιήτρια αισθάνεται δυσφορία, καθώς συνειδητοποιεί πως παρ’ ότι ζει σε μια άκρως αντιποιητική εποχή, η καταφυγή της στην ποιητική τέχνη είναι μονόδρομος, θυμίζοντας το Καρυωτακικό:

 

          Μας διώχνουνε τα πράγματα,

          κι η ποίησις

          είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

 

Το ποίημα «Χαμένο μπάρκο» θυμίζει τον αυτοσαρκαζόμενο Κώστα Καρυωτάκη. Καταφέρνει και συνδυάζει δημιουργικά τον Οδυσσέα και τους άμυαλους συντρόφους του μύθου, με του αυτόχειρα της Πρέβεζας τις «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» και τους ποιητές που «Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,/ γυρεύοντας ομοιοκαταληξία».

Η μεταφορά από τον Όμηρο στον Καρυωτάκη, «εμείς οι σύντροφοι ποιητές», η μεταποίηση του καραβιού του Οδυσσέα σε ποίημα, «οι στίχοι

/ σπασμένα ξάρτια, βάρβαροι ήχοι/ ρίμες ατελείς», δίνουν έντονο δείγμα μιας άριστης αφομοίωσης της ποιητικής παράδοσης, αρχαίας και σύγχρονης. Η γνώση του ποιοτικού ποιητικού παρελθόντος είναι το θεμέλιο, πάνω στο οποίο η Φωτεινή χτίζει το δικό της έργο. Όπως έχει πει ο Σεφέρης «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», κάθε λέξη- στίχος, όσο και να μεταμφιέζεται, δείχνει την καταγωγή του.

Στην «Εκπνοή χρόνου», ένας άνθρωπος, στο κρεβάτι–λίκνο και εντός ολίγου φέρετρο, σαν στο σκαμνί του κατηγορουμένου, μη δυνάμενου πλέον να απολογηθεί, απαλλάσσεται λόγω επιείκειας των νεοτέρων:

 

Τώρα καινούργιες μνήμες πια δε χτίζεις

          μόνο θυμάσαι τις παλιές.

         

          Το βράδυ

          οι καλά κρυμμένες

          κάτω από το δέρμα των χεριών σου φλέβες

          αθώες οχιές που ξεπροβάλλουν

          τοιχία χαϊδεύουν από μνήμες παλαιές.

          Τη σκόνη τους μ’ ευλάβεια μαζεύεις

          μ’ αλλοιωμένα αποτυπώματα δαχτύλων.

          Άλλοτε

          γάντια φοράς μ’ επένδυση από πένθος και παραίτηση

          μην και στοιχεία αφήσεις για τα εγκλήματα

          του παρελθόντος.

         

          Κρίνεσαι

          αθώος λόγω αμφιβολιών

          ή το αδίκημα σου παραγράφεται.

         

          Η εκκρεμής προσωρινή φυλάκιση στον πόνο

          και στον βίο εκπνέει πια

          Είσαι έτοιμος προς αναχώρηση.

          Να αποδράσεις από τη ζωή.

         

          Να πας κι εσύ, βρε αδελφέ, έναν τάφο πιο κάτω.

         

Τα πικρά στερνά, η μοίρα των θνητών, η κατάντια του σαρκίου, αυτή μοιάζει να είναι, η μεγαλύτερη τιμωρία και εκδίκηση για τις «οχιές» και τα «εγκλήματα» που διέπραξε. Ο λόγος σκληρός, ο εκπνέων μόνο το αδύνατο σαρκίο του έχει πια, όπως ο «Λαυρέντης» του Μανόλη Αναγνωστάκη.

 

          «Επιτύμβιον»

 

          Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός.

          Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

          Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,

          εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

          Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν,

          τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.

          Κοιμού εν ειρήνη δε θα ‘ρθω την ησυχία σου να ταράξω.

          (Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω

          πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).

          Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,

          ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

          Δε θα ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

 

Στις «Οδηγίες εντίμου βίου» ο Καβάφης μας κλείνει το μάτι:

 

            «Τα Τείχη»

         

          Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

          μεγάλα κι’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

          Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

          Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει τούτο το πράγμα:

          διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

          Και γιατί, α, δεν πρόσεξα όταν έκτιζαν τ’ τείχη;

          Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

          Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

 

Έντιμο βίο διάγει εκείνος που με τα λόγια της ποιήτριας «ζει ανεπαισθήτως», με τα λόγια της κοινωνικής σύμβασης είναι ευγενικός και διακριτικός,

 

          «Οδηγίες εντίμου βίου»

 

Αργά να μπαίνεις, όπως η σιωπή

          και απαλά να πέφτεις σαν το χιόνι.

          Να ζεις ανεπαισθήτως.

          Απόλαυσε ό,τι και αν βιώνεις!

 

          Να μην υψώνεις ποτέ σου τη φωνή

          ούτε να φέρνεις αντιρρήσεις

          σ’ ό,τι κι αν πουν και

          προς Θεού

          αν διαπράττεται έγκλημα, κοίταζε αλλού!

 

          Επιτυχώς τον βίο να τελειώσεις. Θα δεις

          πως όταν φθάσει της τελευτής σου η μέρα

          δάκρυα οι τεθλιμμένοι θα σφουγγίζουν

          για σένα συγγενείς.

 

          Κι αφού στον κάδο ρίξουν

          τη μύξα και τη θλίψη

          για σένα που βυθίστηκες στην πλήξη

          στο κάτωθι θα έχουν καταλήξει.

 

          Θα λένε, πέθανε επιτυχώς.

 

          Πράγματι, ήταν ένας σπάνιος νεκρός.

 

«Θα μείνω μέσα». Ο άνθρωπος που, ο κόσμος να χαλάσει, δεν χαλάει την ησυχία του. «Θα κάτσω σπίτι», λέει ο Λουκιανός Κηλαηδόνης «και δεν θα σηκώνω το τηλέφωνο γιατί εννιά φορές στις δέκα είναι για κακό». Εδώ η Φωτεινή δεν ξέρω αν εκμεταλλεύεται το χιουμοριστικό τραγουδάκι όμως το μεταπλάθει σαρκαστικά με τους αντιθετικούς όρους ζωντανός / νεκρός, για να καταλήξει: «Εδώ θα μείνω να σας κλαίω τους απέξω/ Δεν θα βγω από τον τάφο μου/ Να δω δίχως φαντάσματα πώς θα χορέψετε απόψε».

Στην ενότητα «Ημισέληνος Θλίψη», ο μηνίσκος της σελήνης και ο μηνίσκος του γόνατου, η ωχρά κηλίδα, η πομφολυγώδης επιδερμόλυση, ο μεταστατικός και ο μεταστασιακός, το συντριπτικό κάταγμα, είναι όροι της ιατρικής που μεταπηδούν από το ιατρικό εξεταστήριο στο ποιητικό πεντάγραμμο.

Εν αιθρία χτυπάει το κακό και όταν φτάσει τρομοκρατεί την ψυχή, ροκανίζει τις αντοχές. Όσο κι αν ο άνθρωπος φιλοσοφεί, το προσωπικό βίωμα μεταβάλλει τον άνθρωπο σε στοχαστή ή ποιητή. Ο θάνατος και η προεισαγωγική του ασθένεια.

Ο άνθρωπος-καράβι εμμένει «μεσοπέλαγα». «Απόψε έβγαλα τη μοναξιά μου βόλτα/ κακό σκυλί που αλύχταγε έσκιζε τη σιωπή». Και ο πόνος γίνεται στίχος.

Το ποίημα μετάβαση στην επόμενη ενότητα, από την ασθένεια στον ανεκπλήρωτο έρωτα:

 

          «Στον ορθοπεδικό»

 

Ακούμπησε απαλά τον αστράγαλο

          τη γάμπα. Το γόνατο απαλότερα.

          Τρυφερότητα απλώθηκε σ’ όλα τα μέλη. Και προσδοκία.

          Δεν βλέπω κάκωση, ήρθε

          η διάγνωση να διαμελίσει την ψευδαίσθηση.

          Με σώσατε. Δεν ξέρετε τι

          σας χρωστάω.

          Πληρώστε στην κοπέλα

          καθώς θα βγαίνετε στην έξοδο!

          Την πόρτα πίσω κλείνοντας

          το κάταγμα που υπέστη

          συντριπτικό της όποιας προσδοκίας.

 

Τέλος, η ενότητα με τον τίτλο «Έρωτας στο βάθος» περιέχει πέντε ποιήματα όπου το ερωτικό συναίσθημα παίζει τον κυρίαρχο λόγο και μέσω αυτού το εγώ καταδύεται, κινδυνεύοντας να χάσει τα λογικά του:

 

«χείμαρρος φουσκωμένος μέσα μου χιμάς/ βαθιά /μελίσσι βουερό/           δήγματα επώδυνα./ Μπαίνει η μορφή σου απ’ τα μάτια μου/ από τ’           αυτιά μου μουσική. Σε καταπίνω».

 

Κι έτσι ο πόνος του σώματος, ο πόνος της ψυχής και ο πόνος της καρδιάς ολοκληρώνουν μια τριλογία. Μα όλα αυτά είναι ένα, σε ενότητα αξεχώριστη είναι ο πάσχων άνθρωπος.

Η ποιήτρια έχει ένα πλούσιο κώδικα γλωσσικών επιλογών. Και όλη η φύση δίνει το παράδειγμα με τα φύλλα των δέντρων, με τους κόκκους της άμμου, με το κύμα που πάει κι έρχεται, με τους γλάρους που «βόσκουν στ’ αφρισμένα κύματα αλάτι», με δειλινά «πορφυρωμένα στο νερό», με όλα εκείνα γίνονται μέσα της συναισθήματα και όνειρα «πιασμένα στο αγκίστρι». Κι ο άνθρωπος στα ρηχά ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι, λέει ο Σεφέρης.

Η Φωτεινή Βασιλοπούλου χειρίζεται υπέροχα το λόγο, αξιοποιεί δημιουργικά τα διαβάσματά της, συσκοτίζει με ενδιαφέροντα τρόπο το φύλο του ποιητικού εγώ – ποιος / ποια αφηγείται. Ωραία ποιήματα, μεστοί στίχοι, έντονες εικόνες, η ποίηση με γνώριμες αλλά και άγνωστες λέξεις από τις επιστήμες, η ζωγραφική μέσα από την επισήμανση του μπλε (κοβαλτίου και πρωσικό), η θάλασσα, που τόσο μας επηρεάζει και μας καθορίζει ως μνήμη από τα ναυτικά μας αναγνώσματα, την Οδύσσεια, τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα, τον Καββαδία.

Σε μια γενική θεώρηση, άγγιγμα ψυχής ή ψίθυρους καρδιάς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τους στίχους της. Μιας ψυχής που ξεχειλίζει από συναισθήματα, μιας προσωπικότητας ασυμβίβαστης που δεν μπορεί να δεχτεί τα πρέπει και τις συμβατικότητες της πεζής καθημερινότητας. Έτσι ενθυμούμενος το καβαφικό «Πρώτο Σκαλί» θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Φωτεινή Βασιλοπούλου είναι πλέον με το σπαθί της «πολίτης εις των ιδεών την Πόλι».

 

 

 

 

Δημήτρης Κανελλόπουλος

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.