Μπορεί ο τίτλος να αδικεί κάπως τη λογοτεχνική ικανότητα που σίγουρα κατείχε η πολυμελής οικογένεια συγγραφέων των μέσων του 19ου αιώνα. Αν και μόνο ποσοτικά.
Δεδομένου του ότι η οικογένεια Μπροντέ μετρούσε πέντε αδελφές, αλλά οι δύο νεότερες πέθαναν πολύ μικρές, είχε έναν αδελφό, αλκοολικό και αποτυχημένο ποιητή κι έναν πατέρα πάστορα ιρλανδικής καταγωγής που μετά τον πολύ πρόωρο θάνατο της μητέρας των παιδιών ανέλαβε εξολοκλήρου την ευθύνη της ανατροφής και της εκπαίδευσής τους.
Άρα από την επταμελή οικογένεια απέμειναν τέσσερα τέκνα κι ένας πατέρας σπουδασμένος στην Οξφόρδη που άλλαξε το όνομα που του είχαν δώσει, Μπράντυ και θύμιζε το γνωστό ποτό που προτιμούσε ο μοναδικός αδελφός Μπράνγουελ σε Μπροντέ που καίτοι θύμιζε γαλλική προέλευση και εκλεκτή καταγωγή προερχόταν μάλλον από την ελληνική λέξη βροντή.
Και πράγματι η οικογένεια καίτοι απαρφανισμένη από τα μάστιγα της εποχής, τη φυματίωση άφησε τουλάχιστον δύο αριστουργήματα στο αγγλικό μυθιστόρημα το ένα καλύτερο από το άλλο που παραμένουν ακόμα σήμερα τροχιοδεικτικά δείγματα μυθιστορηματικής επάρκειας συγγραφικής και αναγνωστικής που ταιριάζουν στο απόκρημνο τοπίο της αγγλικής λογοτεχνίας, όπου γεννήθηκαν και έζησαν οι αδελφές.
Το καθένα γραμμένο από τις δύο τελικά, μετά τόσες αφαιρέσεις, αδελφές την Έμιλυ [Emily Brontë, 30 Ιουλίου 1818 – 19 Δεκεμβρίου 1848] και την Charlotte Brontë [21 Απριλίου 1816 – 31 Μαρτίου 1855] πρεσβύτερη από τις αδελφές της.
Και οι δύο δημοσίευσαν τα βιβλία τους με ψευδώνυμα. Δεν ήταν τότε, στην βικτωριανή Αγγλία, και πολύ κανονικό να μην είναι… άντρες οι συγγραφείς.
Η πρώτη με το ψευδώνυμο Έλλις Μπελλ το πραγματικά αρτιότερο από τα δύο Ανεμοδαρμένα Ύψη [ Wuthering Heights, 1847] και η δεύτερη την Jane Eyre, 1847 με το ψευδώνυμο Κάρρερ Μπελλ. Η επιτυχία του ήταν αφορμή στο τέλος της ίδιας χρονιάς να εκδοθεί και το μυθιστόρημα της Έμιλυ.
Η Έμιλυ ήταν το αγαπημένο παιδί του πατέρα, αλλά ήταν σχεδόν σιωπηλή και την είχαν χαρακτηρίσει επηρμένη. Ο αυστηρός πάστορας μπαμπάς είχε φροντίσει να της δώσει θρησκευτική ανατροφή όπως και στα άλλα παιδιά ωστόσο λιγότερο θρησκευόμενα μέλη της οικογένειας μύησαν τις μικρές δεσποινίδες στην ιρλανδική προφορική παράδοση με προτίμηση στις ιστορίες φαντασμάτων, δαιμονίων, τελώνιων και ξωτικών, έτσι η κατοπινή ενήλικη πια συγγραφέας μπόλιασε το μυθιστόρημά της από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του με το υπερφυσικό στοιχείο που αποτελεί και μια από τις μεγάλες αρετές του.
Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη είναι η άγρια και γεμάτη πάθος ιστορία της σχεδόν δαιμονικής αγάπης μεταξύ της Κάθριν Έρνσω και του Χήθκλιφ. Η δράση του μυθιστορήματος είναι χαοτική και βίαια, αλλά η ολοκληρωμένη σύνθετη δομή του, οι γλαφυρές περιγραφές του θυελλώδους και μοναχικού αγγλικού τοπίου του Γιόρκσαϊρ και η ποιητική μεγαλοσύνη του οράματος της Έμιλυ Μπροντέ συνδυάζονται έτσι ώστε το βιβλίο να αποκτήσει το βάθος και την απλότητα μιας αρχαίας τραγωδίας.
Τούτο το αριστούργημα, που γράφτηκε από μία κοπέλα εικοσιεφτά ετών και δημοσιεύτηκε ένα χρόνο πριν από το θάνατό της, στα τριάντα της χρόνια, στέκεται ίσως ως ένα από τα πλέον πρωτότυπα έργα της αγγλικής γλώσσας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Στον ενάμιση αιώνα του βίου του έχει γοητεύσει εκατομμύρια αναγνώστες, έχει διεγείρει και έχει προκαλέσει την επινοητικότητα εκατοντάδων κριτικών και μελετητών. Ήταν και παραμένει ακόμη το δημοφιλέστερο έργο της αγγλικής λογοτεχνίας και στην ιστορία της κριτικής του αποτυπώνεται η ιστορία της εξέλιξης της κριτικής σκέψης των νεότερων χρόνων. Πάνω του έχουν δοκιμαστεί όλες οι σχολές και οι τάσεις της λογοτεχνικής κριτικής.
Στην Ελλάδα το έργο πέρασε σαν φτηνό ρομάντζο μέσα από τις εκδόσεις για τα καροτσάκια και τις ραδιοφωνικές του αναγνώσεις.
«Απομονωμένη περίπτωση, κόσμημα μάλλον παρά ουσιώδες στοιχείο στην ιστορία του μυθιστορήματος», το χαρακτήρισε ένας ιστορικός της αγγλικής λογοτεχνίας.
Η Βιρζίνια Γουλφ θεωρούσε πως οι Έμιλυ και η Τζαίην Ώστιν «έγραψαν όπως γράφουν οι γυναίκες κι όχι οι άντρες». Ο Σουίνμπορν το συγκρίνει σε ποιότητα με τον Βασιλιά Ληρ.
Η Τζέιν Έιρ είναι μυθοπλαστικός χαρακτήρας μυθιστορήματος περίπου εκατόν πενήντα χρόνων. Πρόκειται για ένα ορφανό κορίτσι που μένει τελικά με τον αδερφό της μητέρας της. Όμως αυτός πεθαίνει κάποια στιγμή και αφήνει τη μικρή στα χέρια της γυναίκας του, μιας σκληρής γυναίκας. Εκείνη είχε και δικά της παιδιά όμως δε φερόταν καλά στην Τζέιν. Σε ηλικία δέκα χρονών μπαίνει σε ορφανοτροφείο με εντολή της θείας της όμως και εκεί στερείται αγάπης. Όταν μεγαλώνει γίνεται δασκάλα και πηγαίνει σε ένα πύργο να αναλάβει την ανατροφή ενός κοριτσιού. Όμως η μοίρα δε την αφήνει σε ησυχία καθώς όταν είναι να παντρευτεί με τον κύριο του σπιτιού, αποκαλύπτεται ένα μυστικό που ακυρώνει το γάμο. Η ηρωίδα κρυφά φεύγει από το σπίτι σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση, βρίσκει καταφύγιο σε άλλο σπίτι και αφήνει πίσω το παρελθόν. Το μυθιστόρημα της Σάρλοτ Μπροντέ θίγει τις έννοιες της εσωτερικής δύναμης και της αξιοπρέπειας οι οποίες είναι ικανές να ξεπεράσουν πολλές δυσκολίες.
Όπως καταδεικνύουν οι πηγές, η Τζέιν Έιρ λαμβάνει χώρα στην βικτωριανή Αγγλία και αποτελεί ένα γοτθικό επίτευγμα της λογοτεχνίας. Καταφέρνει έτσι να συγκινήσει ακόμη και σήμερα, ίσως γιατί το ύφος της αφήγησης είναι τόσο βιωματικό που πάει κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη. Με λίγα λόγια κατατάσσεται στα δημοφιλέστερα μπεστ σέλερ όλων των εποχών.
Όταν ήταν 17 ετών, η Έμιλυ παρακολούθησε το σχολείο θηλέων Ρόου Χεντ (Roe Head), όπου η Σάρλοτ ήταν δασκάλα. Όμως, κατάφερε να μείνει μόνο τρεις μήνες, καθώς ένιωθε ακραία νοσταλγία κι έτσι επέστρεψε σπίτι και τη θέση της πήρε η Ανν. Εκείνη την εποχή, στόχος των κοριτσιών ήταν να αποκτήσουν επαρκή μόρφωση ώστε να ανοίξουν ένα δικό τους μικρό σχολείο.
Το Σεπτέμβριο του 1838, η Έμιλυ έγινε δασκάλα στο σχολείο Λω Χιλ στο Χάλιφαξ. Όμως, η υγεία της κλονίστηκε από την πίεση της 17ωρης καθημερινής εργασίας και τον Απρίλιο του 1839 επέστρεψε στο σπίτι της. Εκεί έμαθε να παίζει πιάνο και διδάχθηκε γερμανικά μέσα από βιβλία.
Το 1842, η Έμιλυ συνόδευσε τη Σάρλοτ στις Βρυξέλλες, όπου παρακολούθησαν μαθήματα στο Οικοτροφείο Εζέ. Σχεδίαζαν να τελειοποιήσουν τα γαλλικά και τα γερμανικά τους εν όψει του ανοίγματος του σχολείου τους. Η επίδοση των δύο Αγγλίδων μαθητριών τράβηξε την ιδιαίτερη προσοχή του κυριότερου διδασκάλου, του Κονσταντέν Εζέ, που ήταν άνθρωπος εξαιρετικής ικανότητος. Από αυτή την περίοδο σώζονται εννέα από τα γαλλικά δοκίμια της Έμιλυ. Μετά από οκτώ μήνες, όμως, οι σπουδές τους σταμάτησαν απότομα, με το θάνατο της θείας τους, και οι αδελφές επέστρεψαν στην Αγγλία. Η Σάρλοτ ήταν γενικά ευχαριστημένη στις Βρυξέλλες, όμως η Έμιλυ νοσταλγούσε το σπίτι και τον αέρα του κάμπου. Είναι ακόμη φανερό ότι στις Βρυξέλλες εκτιμούσαν περισσότερο τη συγκρατημένη Έμιλυ παρά τη Σάρλοτ. Ο ευαίσθητος χαρακτήρας της Έμιλυ έβρισκε περισσότερη κατανόηση παρά το εκλεκτικό γούστο της Σάρλοτ. Η Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ άφησε στις ανιψιές της ένα χρηματικό ποσό που έφερε κάποια οικονομική άνεση. Οι αδελφές Μπροντέ προσπάθησαν να ανοίξουν σχολείο στο σπίτι τους, αλλά δεν μπορούσαν να προσελκύσουν μαθητές σ’ αυτή την απομακρυσμένη περιοχή.
Η υγεία της Έμιλυ, όπως και των αδερφών της, ήταν επισφαλής εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στο σπίτι και της πηγής του νερού που μολύνθηκε από τις απορροές του νεκροταφείου της εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της κηδείας του αδελφού της -ο οποίος πιθανώς απεβίωσε από φυματίωση- το Σεπτέμβριο του 1848, η Έμιλυ αρρώστησε με κρυολόγημα. Αν και η κατάστασή της επιδεινώθηκε, αρνήθηκε κάθε ιατρική βοήθεια και θεραπεία. Τελικά, πέθανε από φυματίωση στις 19 Δεκεμβρίου 1848, σε ηλικία 30 ετών, και ενταφιάστηκε στην οικογενειακή κρύπτη στην Εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ και Πάντων Αγγέλων, στο Χάουορθ. Λίγους μήνες μετά πέθανε και η νεότερη αδελφή της, Ανν -επίσης από φυματίωση-, ενώ η Σάρλοτ πέθανε το 1855 κατά την εγκυμοσύνη της από δυσθρεψία σε ηλικία 39 ετών .
Σήμερα, το σπίτι-πρεσβυτέριο όπου μεγάλωσαν στο Χάουορθ είναι μουσείο, ενώ γίνονται εργασίες για την τουριστική αξιοποίηση του σπιτιού όπου γεννήθηκαν στο Θόρντον του Γιορκσάιρ.
Βοηθήματα:
-Χαβιέρ Μαρίας, Γράφοντας τις ζωές των άλλων, αποκαλυπτικά πορτραίτα συγγραφέων – μύθων, μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου, Πατάκης, 2014
-ΕΜΙΛΥ ΜΠΡΟΝΤΕ, Ανεμοδαρμένα ύψη, μτφρ. Άρη Μπερλή, Άγρα 1995