Το Περί ου ως θεραπεία του λογισμού
Το “Περί Ου” δεν ανήκει στο ημερολόγιο. Δεν χρωστάει τίποτα στη ροή περιεχομένου. Αν έπρεπε να το τοποθετήσει κανείς κάπου, θα ήταν κοντά στον χώρο της αναπνοής και μακριά από τον χώρο της ασφυξίας. Εκεί όπου μια σκέψη μπορεί να καθίσει, να πιάσει τόπο χωρίς να βιάζεται. Εκεί όπου ο χρόνος μετριέται όχι σε δευτερόλεπτα, αλλά σε ωριμότητα—ωριμότητα κατανόησης.
Στο Περί ου έχεις μία μόνο ευθύνη. Όχι με την αναγκαστική σημασία της λέξης, αλλά με τη μορφή της αθόρυβης δέσμευσης: πως όταν γράφεις, οφείλεις να ξέρεις ότι απευθύνεσαι σε ανθρώπους που διαβάζουν με προσοχή, όχι με ταχύτητα. Που δεν ψάχνουν να “σκρολάρουν”, αλλά να σκεφτούν μαζί σου. Η φιλοξενία του Περι Ου σού δίνει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να διαφέρεις ενώ σου καλλιεργεί και την αποδοχή για τη σκέψη του άλλου.
Εδώ μια λέξη μπορεί να αργήσει χωρίς να θεωρηθεί αδύναμη. Το “γιατί” δεν χρειάζεται να μπει στην πρώτη παράγραφο και μια άσχετη φράση για το ρολόι του παππού σου μπορεί να οδηγήσει σε μια ανάλυση για την ηθική διάσταση του προσωκρατικού χρόνου. Το Περί Ου, με άλλα λόγια, δεν επιταχύνει τον λόγο. Τον παραλαμβάνει όπως έρχεται, με τις αναπνοές, τις παύσεις και τις ντροπές του.
Το ένιωσα από τις πρώτες μου δημοσιεύσεις. Έγραφα για την πληροφόρηση και την απουσία της, για τον καθρέφτη που σε μαθαίνει. Για το AI που δεν ξέρει τι σημαίνει “χρόνος”. Και το κείμενο βρέθηκε δίπλα σε μια ανάλυση για τη σημασία της μετοχής στον Θουκυδίδη, σε μια μετάφραση ψευδο-Λουκιανού με φόντο τον σοφιστικό χλευασμό της εικονοποιίας, σε ένα ποίημα που φαινόταν να στάζει κρασί και φως Κυριακής. Ένιωσα σαν ένας τύπος που κάθεται με γάντια ηλεκτροσυγκολλητή σε πάγκο ωρολογοποιού. Αλλά το Περί Ου δεν με σταμάτησε. Ούτε με ρώτησε “εσύ τι είσαι;” Απλώς με χώρεσε.
Αυτό, για κάποιον που έρχεται από τον χώρο της διοικητικής γραφής, δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Στον κόσμο των εγκυκλίων, των αναφορών, των νομικών σημειώσεων, της θεσμικής τεκμηρίωσης, υπάρχει μια διαρκής απαίτηση να εξηγήσεις, να αιτιολογήσεις, να κόψεις κάθε κλαδί που δεν φέρνει καρπό. Στο Περί Ου δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη. Υπάρχει μια άλλη, πιο σπάνια μορφή ευθύνης: ο καθένας να μιλάει με τη φωνή του, χωρίς να χρειάζεται να την εξηγήσει. Κι αυτό έχει σημασία. Γιατί μέσα σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο ζητά να “ταιριάξεις”, να “μπλεντάρεις”, να “μιλήσεις με τον τρόπο που μιλάνε εδώ”, η παρουσία σε ένα χώρο που σου επιτρέπει να παραμείνεις εκτός κατηγορίας είναι θεραπευτική.
Η αίσθηση αυτή δεν μου ήταν ξένη. Την είχα συναντήσει χρόνια πριν, παρατηρώντας μια γυναίκα, μια ποιήτρια αυτού εδώ του τόπου, κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιριού στο νησί της. Κάθε εβδομάδα, ακολουθούσε μια σιωπηλή τελετουργία. Αποσυρόταν για να προετοιμάσει το κείμενό της, και σε εκείνες τις ώρες υπήρχε μια αυτάρκης ηρεμία γύρω της, μια αυτοτέλεια που την προστάτευε από τον κραδασμό του κόσμου. Την έβλεπα να το προσμένει, να το φροντίζει. Ήταν μια άσκηση που δεν είχε να κάνει με την κοινωνικότητα ή την αναγνώριση, αλλά με κάτι βαθύτερο. Είχα καταλάβει τότε πως η δημιουργικότητα, στην πιο αληθινή της μορφή, είναι μια βαθιά πειθαρχία. Ένας τρόπος αυτοσυντήρησης. Και ήρθε η στιγμή που χρειάστηκα ακριβώς αυτό: να πειθαρχήσω τον νου μου, γιατί η άσκοπη περιπλάνησή του με οδηγούσε σε μονοπάτια που δεν βοηθούσαν. Δεν έψαχνα μικρόφωνο. Έψαχνα άγκυρα. Όχι για να ακουστώ, για να μη χαθώ.
Δεν είμαι λογοτέχνης. Δεν έχω θητεία σε φόρμες, ούτε σπουδές στη ρητορική της γραφής. Αλλά ξέρω πώς είναι να έχεις ανάγκη να γράψεις… όχι για να ακουστείς, αλλά για να μη διαλυθείς. Κι αυτή η ανάγκη, μέσα στο Περί Ου, δεν έγινε ποτέ αντικείμενο ειρωνείας ή απαίτησης. Ήταν απλώς εκεί. Όπως οι γραμμές στο τετράδιο. Δεν τις προσέχεις, αλλά πάνω τους χτίζεις τη φράση. Αυτό που κάνει το Περί Ου να ξεχωρίζει είναι η πρόθεσή του να μην απορροφά. Δεν σε καταπίνει, δεν σε ενσωματώνει, δεν σε κάνει “δικό του”. Αντιθέτως: σε κρατάει λίγο απέξω. Σαν να σου λέει: “Εδώ δεν ήρθες για να ακουστείς. Ήρθες για να πεις κάτι που, ίσως, δεν έχεις ξαναπεί. Και για να το ακούσεις εσύ πρώτος.”
Υπάρχει, λοιπόν, ένα είδος ελευθερίας που δεν μετριέται με την απουσία λογοκρισίας, αλλά με την απόλυτη απουσία προσδοκίας. Δεν περιμένει να επιτελέσεις κάποιο ρόλο. Ούτε να ταράξεις με δήθεν ριζοσπαστισμούς, ούτε να επιβεβαιώσεις με λογοτεχνικές ευπρέπειες. Αντιθέτως, σου δίνει τη δυνατότητα να διαλέξεις εσύ το βήμα και τη θέση σου. Έτσι, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας μιας εκδίπλωσης. Άτομα που επιλέγουν να φανερωθούν μέσω της γραφής τους, όχι για να επιβληθούν αλλά για να συνυπάρξουν. Δεν γράφουν για να πείσουν. Γράφουν για να μοιραστούν. Γι’ αυτό και οι μορφές των κειμένων στο Περί Ου ποικίλλουν τόσο. Υπάρχουν κείμενα στοχαστικά, με πειθαρχία και μαθητεία στον αφαιρετικό λόγο και άλλα που είναι κυματιστά, θυμικά, μεθυσμένα από τη συνειρμική ελευθερία. Και όλα συνυπάρχουν γιατί η συνύπαρξη δεν επιβάλλει συνοχή. Μόνο αποδοχή. Αυτή η στάση είναι βαθιά πολιτική, όχι με την έννοια της κομματικής ρητορικής, αλλά της συνύπαρξης σε μια συναίρεση ετερόγλωσση και ανοιχτή. Το Περί Ου είναι μια μικρή αναστολή βεβαιοτήτων. Ένας χώρος χωρίς εξήγηση, αλλά γεμάτος σημασία.
Το Περι Ου αποφορτίζει την επικαιρότητα από την απαίτηση να είναι άμεση. Σχολιάζει τα ίχνη από τα συμβαίνοντα ενώ η σχέση του με το παρόν είναι υπαρξιακή και εμμένουσα. Απορρίπτει την ταχύτητα ροής ως προϋπόθεση κατανόησης. Αντί το σχόλιο να παραχθεί εγκαίρως, γράφεται όταν είναι έτοιμο. Έτσι, κάθε φορά που ανοίγεις τη σελίδα του, το Περί Ου μοιάζει να έχει γεννηθεί μόλις τώρα — κι όμως κουβαλά όλο του το παρελθόν. Δεν σου επιβάλλει να “πιάσεις το νήμα”. Σου δείχνει πως κάθε κείμενο είναι το νήμα.
Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς πως αυτή η μορφή δημοσίευσης, που αρνείται την επικαιρότητα, τις διαφημίσεις, την καθήλωση, την εμπορεύσιμη ταυτότητα του “συγγραφέα”, είναι ίσως η πιο ριζοσπαστική. Αυτή που μπορεί να επιβιώσει στο διαδίκτυο χωρίς να γίνει μια ηχώ του εαυτού της ή ακόμα χειρότερα του ίδιου του αλγόριθμου. Δεν είναι παράδοξο που αυτός ο χώρος έχει γίνει καταφύγιο για ανθρώπους που γράφουν χωρίς αντάλλαγμα. Ούτε που συγκατοικούν σ’ αυτόν άνθρωποι με διαφορετικές διαδρομές, τονικότητα και ύφος. Δεν μοιράζονται κοινή αισθητική. Μοιράζονται κοινή ανοχή στην ασυνέχεια.
Στον πυρήνα του Περί Ου βρίσκεται η εξής εκκεντρικότητα: δεν επιθυμεί να ενσωματωθεί σε καμία παράδοση κι όμως λειτουργεί ήδη ως μια ιδιότυπη παράδοση. Όχι επειδή υπάρχει εδώ και χρόνια αλλά επειδή επιμένει. Επειδή συγκροτείται από πλήθος ασύγχρονων φωνών που αποφάσισαν να μη φύγουν. Η λέξη “περί” δεν δείχνει το θέμα. Δείχνει τη φορά γύρω από το θέμα. Την αμφισβήτηση της ευθείας. Την κυκλική προσέγγιση ενός πυρήνα που δεν κατονομάζεται. Και το “ου”; Λέξη δίχως σάρκα, σχεδόν φάντασμα. Όχι άρνηση κραυγαλέα, αλλά αφαίρεση — μια επιμονή να μη δοθεί τίτλος, να μη χτιστεί κέντρο. Το Περί Ου δεν κατοικεί το θέμα. Το τριγυρίζει. Το αφήνει να κεντράρει μόνο του, αν μπορεί.
Το Περί Ου δεν ζητάει απαντήσεις. Δεν παράγει συνοχή. Δεν υπόσχεται ερμηνείες. Σου επιτρέπει να είσαι μαζί του όπως είσαι, όχι όπως θα ήθελες να σε δουν. Υπάρχει εδώ κάτι σχεδόν σκηνοθετικό. Το Περί Ου είναι και σκηνή και θεατής· είναι και σκοτεινός θάλαμος και ανοιχτό μικρόφωνο. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θυμίζει κανόνες και προδιαγραφές. Δεν υπάρχουν “συντάκτες”, “επιμέλειες”, “στρατηγικές περιεχομένου”. Υπάρχει, μόνο, μια ευγένεια που λέει: αν θες, μπες. Αν μπεις, μίλα. Αν μιλήσεις, άκου. Αν ακούσεις, μη κρίνεις.
Αυτό που τελικά προκύπτει δεν είναι συλλογή, αλλά περισυλλογή. Κείμενα που δεν συναντιούνται σε θέμα ή μορφή, κι όμως, όταν διαβαστούν δίπλα-δίπλα, γεννούν μια ενιαία φωνή, και περί και ου.
Εδώ βρίσκει κανείς γραφές που επικάθονται και γραφές που ξεσπούν, γραφές πυκνές σαν ύφανση και γραφές που αιωρούνται. Υπάρχει γραφή με σκοπό, και γραφή με απώλεια. Υπάρχουν γλώσσες οργισμένες και γλώσσες στοργικές, εξομολογήσεις και διαψεύσεις, αφαιρέσεις και παραληρήματα. Υπάρχει τόλμη χωρίς ιδεολογική πανοπλία. Και κυρίως: υπάρχει σιωπή. Μια σιωπή που επιτρέπεται να μένει.
Γι’ αυτό, αν αναζητά κανείς ένα μέρος που να αναπαριστά τον εσωτερικό μονόλογο της γραφής πριν αυτός γίνει δημόσια αφήγηση, το Περί Ου είναι από τις ελάχιστες νησίδες στο ελληνικό διαδίκτυο που το επιτρέπουν. Ίσως γιατί δεν προσπαθεί να γίνει κάτι άλλο. Δεν χρειάζεται να “εξελιχθεί”. Δεν επιτελεί αποστολή, δεν εκπληρώνει χρέος, δεν απολογείται.
Απλώς, επιμένει.
Και στο τέλος, αυτή η επιμονή είναι που συγκροτεί το περιβάλλον του, όλα αυτά τα ανήσυχα πνεύματα που συνεχίζουν να γράφουν με πείσμα, χωρίς να τους σταματά η λήθη, ούτε να τους μεθά η προβολή. Έτσι, το Περί Ου ξεπερνά την έννοια του περιοδικού, της κοινότητας ή του “χώρου έκφρασης” για να γίνει αυτό που πραγματικά είναι: ένας τόπος πολύτροπος.
Ένα σταθερό “εδώ”, που χωράει ό,τι δεν ήξερε πως είναι αναγκαίο να ειπωθεί.

