Ο ΒΡΑΧΟΣ
«Θα με συνδέσεις με τον κόσμο;» του είπε…
Έξω από εκείνο το δωμάτιο απλωνόταν μια ολόκληρη ζωή κι εκείνη χρειαζόταν μόνο δυο δρασκελιές για να την φτάσει.
«Θα με συνδέσεις με τον έξω κόσμο;», του είπε όταν εκείνος μπήκε μέσα. Γέλασε, μ’ ένα γέλιο βαθύ, υποστηρικτικό. «Όλα στην ώρα τους», της είπε φορώντας τα χειρουργικά του γάντια. «Πρώτα η δουλειά.»
Εκείνη κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Σουρούπωνε. Είχε κουραστεί να περιμένει, να μετράει τις ώρες. Εικοσιτέσσερις, της είχαν πει. Είχε φτάσει στις δεκαεφτά, δεκαέξι … τώρα δώδεκα…
Τον κοίταξε . «Πες μου, δώσε μου μια τζούρα» . Ξανάκουσε το βαθύ του γέλιο. Έβγαλε τα γάντια, έπιασε το κινητό του. Άρχισε να ψάχνει τις φωτογραφίες και τα βίντεό του. «Πέρα από Ισπανία», της είπε. «Γιβραλτάρ!». Κάθισε στο κρεβάτι, άπλωσε προσεκτικά τα πόδια του, ξάπλωσε δίπλα της, ακούμπησε το κεφάλι του μαλακά στο μαξιλάρι της. Σήκωσε μπροστά τους το κινητό. Άρχισε να την ξεναγεί. Ζωή ιδωμένη μέσα απ’ το πρόσφατο ταξίδι του. «Εδώ ο περίφημος βράχος του Γιβραλτάρ». Της έδινε πληροφορίες για τον πανύψηλο βράχο που ένωνε την Μεσόγειο με τον Ατλαντικό Ωκεανό. Τα δάχτυλά του λεπτά και μακριά , υπέροχα, σαν δάχτυλα πιανίστα. Πατούσε τα κουμπιά σαν να ήταν πλήκτρα, μουσική άρχισε να ντύνει τις βουβές εικόνες… οι κινήσεις των χεριών του ισχυροποιούσαν την ξενάγηση, της έδιναν ύψος, βάθος, αλήθεια. «Κοίτα, κοίτα, εκείνο το πρωϊνό φυσούσε κι έβρεχε», της είπε ενθουσιασμένος.
Τότε ήταν που αυτή σταμάτησε να μετράει. Έβλεπε τα πελώρια κύματα, δυό θάλασσες αντάμωναν αφρισμένες, υψώνονταν , ένωναν τις δυνάμεις τους, χτυπούσαν τον βράχο που έτρεφαν στα σπλάχνα τους όμως εκείνος παρέμενε εκεί, αγέρωχος, δυνατός, έμοιαζε να υψώνεται ακόμη παραπάνω. Η σκοτεινιά του δωματίου, η προσήλωσή τους, γιγάντωσαν την οθόνη, προσομοίωσαν το δωμάτιο με κινηματογραφική αίθουσα , κι εκείνοι, παρακολουθώντας τα πλάνα, με τα κεφάλια τους ενωμένα, έκαναν ένα άλμα και βούτηξαν στα αφρισμένα νερά, κολυμπούσαν, αντάλλαξαν ένα φιλί; βγήκαν στάζοντας , γελώντας κι έτσι μουσκεμένοι άρχισαν να χορεύουν ένα βαλς στο βάθρο που στεκόταν ο βράχος.
Ένα φως τους επανέφερε στο δωμάτιο, στην πραγματικότητα. Εκείνη γύρισε το κεφάλι της προς το παράθυρο. Ήταν το άσπρο φως σ’ ένα τούνελ με το οποίο φλέρταρε εδώ και καιρό; Ή κάτι άλλο. Την κοίταξε. Τα μάγουλά της ζωντανά, ροδόχρωμα, έφεγγαν πιο πολύ απ’ τις ακτίνες του Ήλιου που έπεφταν πάνω της. Εκείνος τον κοίταξε έντονα. Έπιασε τα μάτια του. Δεν χαμογελούσε πια, ήταν ήρεμος. Ξεφορτώθηκε εκείνο το βαθύ υστερικό γέλιο που είχε ντυθεί εκούσια στην προσπάθεια και λαχτάρα του να την βοηθήσει, ακόμη κι όταν οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Τώρα κρατούσε τα μάτια του , οι ώμοι του χαλάρωσαν, χαμήλωσαν, τα χέρια του έπεσαν κάποια στιγμή πάνω στα δικά της. Τα έσφιξε. Πόση τρυφερότητα μπορεί να χωρέσει σε ένα βλέμμα; «Αυτό ήταν», της είπε. « Ξημέρωσε».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ (ΠΑΡΑΜΥΘΙ)
Η Δ. Κ. γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του τμήματος Μουσικών Σπουδών της σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Έχει πτυχίο Αρμονίας και Αντίστιξης. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός μουσικής σε δημόσια σχολεία. Έχει γράψει μουσική για θεατρικά έργα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την συγγραφή. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά ( Frear, Περί Ου, Πάροδος, Culture Book) . To θεατρικό της «Ένα άλλο παράθυρο», ανέβηκε το 2010 στο Κ.Θ.Ε.Θ. Το « Παιδιά στο διάστημα» είναι το πρώτο της βιβλίο για παιδιά.
