Εκτιμώ ότι είναι άκρως πρωτοποριακό να επαναφέρεις το ποιητικό, νεκρικό κατά μια έννοια, παρελθόν, να ανακαλείς την ποίηση των νεκρών ποιητών, να τους ζωντανεύεις, να τους κάνεις σάρκα και αίμα από τη δική σου ποιητική μαγιά, να ακούς τη φωνή του Άγρα, του Ρεμπώ, του Μαγιακόφσκι, του Παβέζε, του Λαπαθιώτη, του Καρυωτάκη και τόσων άλλων, αλλά τελικά να συνειδητοποιείς ότι το όνειρο των αναστημένων ποιητών που μόλις ζωντάνεψες δεν είναι τίποτε περισσότερο από τα δικά σου κομμάτια, από τη δική σου φωνή, από τους στίχους του Θωμά Ιωάννου. Με τη νέα του ποιητική συλλογή, ύστερα από πολλά χρόνια, αποδεικνύει ότι η ποίηση δεν κλείνει ποτέ, ότι ποτέ δεν είναι αργά να επιστρέψεις ως ποιητής είτε νεκρός είτε ζωντανός, είτε με δικά σου ποιήματα είτε από το χέρι άλλου ως ετεροαναφορά. Η ποίηση είναι πάντα ολιστική, είναι ένας δρόμος που δεν τελειώνει ποτέ, καταργεί τα γήινα όρια, το πεπερασμένο, έχει τη δυνατότητα να επανέρχεται διαρκώς στο χρόνο, να συνομιλεί με κάθε ποιητή που έστω και για λίγο συντονίστηκε απόλυτα με τον προσωπικό σου ψυχισμό. Το να δεξιώνομαι, για παράδειγμα, τον Καρυωτάκη δεν θα πει ότι είμαι καρυωτακικός ποιητής, απλά ένιωσα, έστω για λίγο, την ποιητική του ατμόσφαιρα που μπορεί, όχι απαραίτητα, να απορρέει από ανάλογα βιώματα, ίσως και όχι.
Η νέα ποιητική συλλογή του Θωμά Ιωάννου διακρίνεται για τη μεστότητα της γραφής και για την άρτια ποιητική τεχνική. Στο εναρκτήριο ποίημα «αμφίβια μοίρα», είναι έντονες οι υπαρξιακές βυθομετρήσεις του ποιητικού υποκειμένου σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση της μνήμης ως απαραίτητη προϋπόθεση για το ποιητικό ανακάλεμα που θα συντελεστεί σε σχέση με τη δυνατότητα πραγμάτωσης των ονείρων. Στο «γεωγραφικό στίγμα», γίνεται εμφανής ο απόηχος Καρυωτάκη στην προοπτική του να μεταρσιωθεί η Πρέβεζα σε ποιητική μετωνυμία έμπνευσης. Η «ηττόπολη» είναι ένα από τα ποιήματα που ξεχωρίζω για το πως πραγματεύεται ο ποιητής το θέμα της ιστορικής ήττας του Ακτίου προσδίδοντάς του ισχυρές ψυχογραφικές δονήσεις. Επεξεργάζεται την ιστορική μνήμη ως ένα ανοιχτό κύκλωμα. Στο ποίημα «πολυώνυμο τετάρτου βαθμού» τίθεται ευρυγώνια το ζήτημα της χαρτογράφησης από τον ιστορικό καμβά στο ένδον σκάπτε. Το ποίημα «Η εκδρομή» θέτει τη στροφή στην παιδική ενδοχώρα ως νευραλγικό πεδίο ποιητικής αυτοαναφορικότητας και παράλληλα σύναψης μιας διακειμενικής σχέσης με γοητευτικές ποιητικές μορφές.
Το ποίημα «Άνω ποταμών» in memoriam Celan και Ελιγιά αντικειμενοποιεί το φυσικό στοιχείο ως δεξαμενή ποιητικής ανάτασης. «Τα μπάνια του λαού», απηχούν τη «Δευτέρα παρουσία», ο Καρυωτάκης αναβιώνει ξανά και ξανά, όχι όμως ως κατάρα ή στοίχειωμα, αλλά ως ανατροφοδότηση. Η εξαιρετική γραφή και η προσεγμένη έκφραση της συλλογής καταδεικνύουν ότι ο ποιητής αρέσκεται στους σκοτεινούς τόπους, στις αμφίδρομα ήσσονες και μείζονες μορφές. Η ποιητική του συλλογή είναι μια εύφλεκτη ύλη. Μια χοροστασία αόρατων ποιητών. Από τον Καρυωτάκη ως τον Λάγιο. Ο τόπος εδώ αποκρυσταλλώνεται σε εναγώνια επιθυμία συνάντησης έως την μόνιμη αναβολή, τη ματαίωση. Παρελαύνουν ως υποβλητικές παρουσίες πλήθος φωνών που πλαισιώνουν τον ποιητή για να τον εντάξουν στη βουβή αλυσίδα της διαδοχής και συνάμα της προσμονής.
Συγκινούμαι στο ποίημα του Ιωάννου «Πέντε ποτάμια» στο οποίο παραθέτει τους ακόλουθους στίχους του κορυφαίου Μπορίς Παστερνάκ που ξεκίνησε ως φουτουριστής ποιητής «ας με κρίνει η στέπα/ας μας επιστρέψει η νύχτα».[1] Ο νεότερος ποιητής δίνει εκ νέου πνοή στην ποίησή του με τους παρακάτω στίχους, ως εκ νέου αφετηρία για ατέρμονη υπαρξιακή διερεύνηση: «Απ’ το ταβάνι δεν κρεμάστηκα/ Δύο πόδια και δυο σπιθαμές/Πάνω απ’ τη γη που δέθηκα μαζί της κόμπο μια ζωή/κι ας μου’ ριχνε σκοινί ο ουρανός για να πιαστώ».[2] Προσωπικά τους συγκεκριμένους στίχους τους θεωρώ από τους πιο φωτεινούς και συνάμα ζοφερούς της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης.
Ο Ιωάννου μεταβαίνει σε πολλά ποιητικά σύμπαντα, διεισδύει στο πεδίο κορυφαίων αλλά και εξαιρετικά διφορούμενων ποιητών στην προοπτική του να ενσωματώσει τις αναζητήσεις εκείνων στη δική του προσωπική ιδιοσυστασία. Είναι στιγμές που νομίζει κανείς ότι διαβάζει νέα και αδημοσίευτα ποιήματα όλων των σπουδαίων ποιητών που παρατίθενται αλλά στην πορεία εμπεδώνει τα πολλά και παράλληλα μονοπάτια του ίδιου του ποιητή, του Ιωάννου που με την ποίηση, όπως εύστοχα το επισημαίνει στον τίτλο του, διατηρεί μια σχέση ανοιχτής ημερομηνίας, καθότι η ποίηση επανέρχεται ξανά και ξανά αυτούσια με κοινά σημεία αναφοράς, αναζήτησης και συνοδοιπορίας.
Η σχέση του με τους αναφερόμενους ποιητές είναι μια σχέση κατά βάση λογοτεχνική, αυτή καθαυτή ποιητική, όσο και αν φαντάζει έντονα μεταφυσική. Καλλιεργεί την προσέγγιση του τόσο μακριά και του τόσο κοντά, της ατέρμονης πάλης με τον σκοτεινό μας εαυτό, με τη ματαίωση των επιθυμιών, με την απέλπιδα αναζήτηση διεξόδου στο φως, στο εσύ, σε κάτι το ξεχωριστό και διακριτό. Από τα πιο δυνατά ποιήματα της συλλογής είναι η «Ακροστιχίδα», διακειμενική σύνδεση με τον Λαπαθιώτη στον οποίο αναφέρεται στην αρχή. Αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο το ποίημα. Χαρακτηριστικό του είναι η ομόχρονα συναισθηματική φόρτιση και η αποστασιοποίηση από τα όσα βαραίνουν το ποιητικό εγώ ως συλλογικό βίωμα:
Κι έτσι με σύντριψε το φως
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Θα πουν στα άκρα ότι έζησα
Πως στο κορμί μου
χαλινό δεν έβαλα
Μιας και δεν αξιοποίησα το τάλαντο
Στο έπακρο
Με το μυαλό μου διαρκώς στη βάλανο
Ένας ελάσσων έμεινα στη λήθη πεταμένος
Μα μείζων ήμουνα στα μείζονα
Τις νύχτες που δεν άφηνα
Κορμί να μην πλευρίσω
Και σα σκιά μεγάλωνα
Νυχτέρια κάνοντας
Μ’ εργάτες και αγρότες
Παιδιά που πιάνανε το σώμα
Και το στύβανε
Και όχι μ’ αυτά τα καθωσπρέπει
Τα αστόπαιδα
Που βάλανε σημάδι τη γενιά μου
Εμένα που με σύντριψε το φως
Κι ουσίες που με βάζαν στο τριπάκι
Του αθάνατου
Με το στρατιωτικό πιστόλι του πατέρα μου
Ακροστιχίδα στο κορμί μου έγραψα
Τ’ οριστικό τους Βατερλό
Στους μέλλοντες αιώνες.[3]
Στο παραπάνω ποίημα ο Ιωάννου δημιουργεί έναν εξαιρετικό σκιοφωτισμό μέσα από τη δυαδικότητα του Λαπαθιώτη ως η ανάκλαση για τη δική του υπόσταση και συνάμα ως βάση για περαιτέρω κατακρήμνιση στα άδυτα του εσώτερου είναι. Συγκλονιστικό το ποίημά του «Χωρίς παραλήπτη», όπου εκεί η Αλεξάνδρεια γίνεται η πόλη των νεκρών που ανακινούνται ξανά και ξανά από τα ποιητικά βάθη προκειμένου να βρεθεί ανταπόκριση έστω και στο παραμικρό σήμα του ασθμαίνοντος ενίοτε ποιητικού υποκειμένου. Με συγκινεί το «Ομερτά», που ξαναπιάνει την τραγική ιστορία του Παβέζε και την επεκτείνει. Είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι κοιτάς τη γυναίκα που αγαπάς με τόσο πάθος, δίχως ανταπόκριση, και εκεί διαπιστώνεις ότι τα μάτια της εκπέμπουν τον επικείμενο θάνατό σου ως τη μόνη διαφυγή, την μόνη επιλογή. Χαίρομαι που επανήλθε ο Ιωάννου στην ποιητική δημιουργία και χαίρομαι που άργησε να επανέλθει δεδομένου ότι προσφέρει, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, το πιο ιδιαίτερο ποιητικό βιβλίο Πρεβεζάνου ποιητή που έχω διαβάσει μέχρι τώρα. Εξαιρετική ποιητική συλλογή.
