You are currently viewing Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου: Στοιχεία λογοτεχνικής ιδιοπροσωπίας στο έργο της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, ΛΥΚΟΣΚΥΛΑ. Εκδόσεις  Βακχικόν, 2024

Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου: Στοιχεία λογοτεχνικής ιδιοπροσωπίας στο έργο της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, ΛΥΚΟΣΚΥΛΑ. Εκδόσεις  Βακχικόν, 2024

«Νομίζεις πως δραπετεύεις και πέφτεις τρέχοντας μέσα στον εαυτό σου»

                                                                                                                Τζέιμς Τζόις, Οδυσσέας

 

 

Επιχειρώντας να ξεκλειδώσει κανείς τη νέα ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, υποχρεωτικά πέφτει μέσα στα προηγούμενα έργα της. Το βιβλίο, που τιτλοφορείται «Λυκόσκυλα» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν,  δεν είναι μια ακόμη συλλογή που προστίθεται στα προηγούμενα έργα.  Η ποιήτρια με την αυτοσυνειδησία,  που έχει κατακτήσει μέσα από την εμπειρία και το βίωμα, αντλώντας από μια βαθύτερη πηγή  στοχασμού και μελέτης, προχωρεί πιο αποφασιστικά, πιο τολμηρά  να συναντήσει τον αναγνώστη έχοντας στο ενεργητικό της ως  εφαλτήριο πέντε  ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων. Αποφασίζει να δώσει περισσότερα κλειδιά στον αναγνώστη και τολμά να φανερώσει τη  λογοτεχνική ιδιοπροσωπία της και όσα συνιστούν την ποιητική της.

 

Ο τίτλος «Λυκόσκυλα» μπορεί να ιντριγκάρει τον αναγνώστη. Ωστόσο διαδραματίζει ένα ρόλο πιο ουσιαστικό από το να εξάψει την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Μαζί με το ομώνυμο ποίημα είναι το κλειδί, που μας εισάγει στο ποιητικό σύμπαν και μας αποκαλύπτει το ποιητικώς ζην της Αγγέλας Καϊμακλιώτη.

Με την ανάγνωση του πρώτου ποιήματος της συλλογής, «Λυκόσκυλα»,  μας αποκαλύπτεται ένα γεγονός. Με διαύγεια, καθαρότητα εικόνων και  θαυμαστή  οικονομία κατατίθεται η απειλή, που δέχεται το ποιητικό υποκείμενο από την αναπάντεχη συνάντησή του με τα λυκόσκυλα. Αποτυπώνεται ένα συγκλονιστικό βίωμα. Η ανάγνωση του ποιήματος σε ένα πρώτο επίπεδο, ως ακραίο βίωμα και γεγονός,  προσφέρει την αισθητική απόλαυση και τη συγκίνηση. Στη συνέχεια μας μεταφέρει σε έναν έσω κόσμο, σε έναν έσω χώρο, αυτόν της ανθρώπινης ύπαρξης και της αναζήτησης νοήματος.  Είναι ένα κλειδί που λειτουργεί για κάθε ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη.  Η τέχνη της εκκινεί από τον έξω κόσμο και με την ιδιαίτερη, αποκλίνουσα και διεισδυτική ματιά της η ποιήτρια συλλαμβάνει το μέσα μυστήριο.

Η εξέλιξη που δικαιώνει σε κάθε περίπτωση την έκδοση ενός λογοτεχνικού έργου είναι φανερή και ευδιάκριτη στα εξής:

α) Εμβάθυνση και εσωτερικότητα.

Η εσωτερικότητα δεν πρέπει να εκληφθεί βέβαια ως εσωστρέφεια και απομόνωση. Είναι η κίνηση του ποιητικού βλέμματος από την παρατηρούμενη εξωτερική εικόνα προς τον μέσα κόσμο και από την εμπειρία προς την πνευματική σύλληψη, μια σύζευξη κι όχι  καθρεφτισμός, σύζευξη γεγονότος και νοήματος.

Η έμπνευση που έχει πυροδοτήσει τα περισσότερα ποιήματα είναι φανερό πως προέρχεται από γεγονότα ή από συναντήσεις και συνομιλίες με συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως δηλώνουν και οι αφιερώσεις. Τόποι, δημόσιοι χώροι και ιδιωτικοί, που συμπλέκονται με το βίωμα, τη μνήμη, τον  μύθο, την ιστορία ακόμη και το προσωπικό τραύμα, γίνονται αφορμές και θέματα στο έργο. Σε όλα τα ποιήματα η υλικότητα εικόνων, μεταφορές, συζεύξεις, αντιθέσεις,  φωτίζουν τα «μύχια της ψυχής», την ιερότητα του τραγικού, την πολυπλοκότητα και το δυσθεώρητο βάθος των ανθρωπίνων, το απροσπέλαστο Νόημα.

Η «Ελλειπτική Γεωμετρία», ένα ποίημα μινιμαλιστικής αφετηρίας με ένα παιγνίδι ανοίκειας και οικείας εικόνας, αφαιρετικό και με  απροσδιόριστο το γεγονός που στάθηκε η αφορμή της γραφής του,  ανήκει οργανικά στη συλλογή σαν ένα είδος υπερβατικής αποκάλυψης και σύνοψης.

«Το πρωινό
βελούδο του νερού
η τέλεια σφαίρα,
στην ένωση αλμυρό
και στην αφαίρεση
προπάντων.

Το σύμπαν ύστερα
μαχαίρι του βυθού
τέμνει καθέτως
τη σιγουριά κάθε
παράλληλης ευθείας
που ξεστράτισε.

 

Δεν είναι ο χρόνος

αλλά το γεγονός

που τόλμησε

να ψηλαφίσει το νερό

κυματισμός να γίνει

του ωραίου κενού»

 

β) Τα γλυπτικά συντάγματα που δημιουργεί η ποιήτρια είναι ένας ιδιότυπος και προσωπικός τρόπος έκφρασης. Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα «Πετάνε τ’ άλογα» για να γίνουν πιο κατανοητά τα σχόλια που ακολουθούν.

 

Ήταν στην παραλία των αλόγων.

Το χαλινάρι κράτησα γερά και

μπήκαμε στη θάλασσα δεμένοι.

 

Άφησα τ΄ άλογο να πάρει το δικό του

μα εκείνο μ΄ ακολούθησε πιστά.

έτσι γεννήθηκε το μυστικό μας.

 

Ελεύθεροι μες στη δικιά μας φυλακή

κι ας ήταν σκουριασμένα τα καρφιά

στα πέταλα, λυμένοι κόμποι στο καπίστρι.

 

Μαζί καλπάζοντας μες στο αλμυρό νερό

γράφαμε κύκλους στον τροχό της ιστορίας

μνήμη των δρόμων ιπποδύναμη, λαχτάρα.

 

Πόδια σπασμένα απ’ τον αγώνα, μα φτερά

σε πλάτες δυνατές που γνώρισαν μαστίγιο

και πως πετάνε τ’ άλογα όταν γεράσουν.  

 

Πρόκειται για ένα γλυπτικό σύνταγμα όπου άλογο και αναβάτης συμπλέκονται. Δεν ξεχωρίζουν σώματα, ούτε καρφιά, ούτε πέταλα. Δεν διακρίνουμε σε ποιου τις πλάτες πέφτει το μαστίγιο, σε ποιες μαστιγωμένες πλάτες φυτρώνουν  τα φτερά. Το μαστίγιο πηγαινοέρχεται, πέφτει στον αναβάτη, στο άλογο και τα φτερά φυτρώνουν στις μαστιγωμένες πλάτες. Δεν είναι συνήθης μεταφορικός λόγος. Οι ιδιότητες ανταλλάσσονται ανάμεσα στα σώματα. Οι στίχοι είναι ευθύβολοι και διαυγείς και όλο το ποίημα αναπτύσσεται με την ορμή αλόγου.

γ)Διαύγεια, πυκνότητα, ρυθμός και μουσικότητα είναι τα χαρακτηριστικά της συλλογής.   Καμιά περιττή λέξη. Σφιχτοδεμένη σύνθεση και πειθαρχία των ποιημάτων σε μια καλοδουλεμένη αρχιτεκτονική.  Το βήμα με το οποίο κερδήθηκε η διαύγεια  είναι η εμπιστοσύνη της ποιήτριας στην προσωπική της φωνή. Χωρίς δισταγμό σε αυτή τη συλλογή αποφασίζει πως η επιζητούμενη από κάθε καλλιτέχνη πρωτοπορία δεν είναι τόσο βαρύνουσα που να νοθεύει την γνησιότητα. Δεν  αναστέλλει ούτε και το ρυθμό και τη μουσικότητα που διαθέτει ως τάλαντο η ποιήτρια και δεν το θυσιάζει σε μόδες και λογοτεχνικές θεωρίες. Δοκιμάζει μάλιστα με επιτυχία ακόμη και έμμετρα ποιήματα. Παρατίθεται ενδεικτικά το ποίημα «Τραγούδι». Συνέχεια, ανανέωση  κι ανέλιξη μιας ποιητικής παράδοσης με θέμα την Κύπρο και τη  μοίρα της.

 

Σκυφτοί κομπάρσοι εξόριστοι λιχνίζουνε στ’ αλώνι,
κοιμίζουν το γλυκό ψωμί σε μάλλινο σεντόνι.
Χρόνους σε χέρι μητριάς υπομονής ζυμάρι,
βορά στα φαύλα στόματα σουλτάνου μακελάρη.

Αιμορραγούν τα σώσπιτα στου χρόνου το μαντάλι
βουνά σκυφτά και προσκυνούν του ξένου το κεφάλι.
Πεύκα γονατιστά φιλούν αρχαία παραλία,
χαράτσι, λύτρα δεν ξεχνώ σε χώρα εναλία.

Είναι που έμεινε σκυφτό το προδομένο σώμα,
είναι που φανερώθηκαν μικροί θεοί από χώμα.
Μια γκρίζα ναρκοθέτηση πικρή εμφύλια ζώνη,
σκιώδη τα λημέρια τους και πολεμούσαν μόνοι.

Υπάρχει ένα κομμάτι γης το βλέμμα να φυτεύεις
και να βλασταίνει η πίκρα σου σαν πάψεις να πιστεύεις.
Υπόκλιση φανατική, τυφλή στις περιστάσεις,
αλισβερίσι Ανατολής γίναν οι καταστάσεις.

Υπάρχει άραγε ουρανός αν θέλεις να πετάξεις,
σαν ένας μύστης του καιρού το νήμα του ν’ αδράξεις;
Χτυπούν καμπάνες μυστικά στου Μαχαιρά τα όρη,
μακάρι να τις άκουγαν, αθάνατε Γρηγόρη.

 

δ) Η σωματικότητα και σωματοποίηση είναι μια ακόμη ιδιοτυπία της ποίησης της Αγγέλας Καϊμακλιώτη. «Γυναικεία και αναβράζουσα εσωτερικότητα», σωματικότητα και σωματοποίηση χαρακτηρίζουν κυρίως ένα από τα προηγούμενα έργα της με τίτλο «Αειθαλής θάλασσα». Τα ποιήματα «Γυναίκα» και «Τρικυμία» είναι ενδεικτικά. Το ατελεύτητο, η απεραντοσύνη και το αειθαλές της θάλασσας επανέρχονται συχνά στα έργα της. Ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με τη θάλασσα και στρέφεται στο χρόνο, στη μνήμη, στο μύθο, στην ιστορία. Συνδέεται με το προσωπικό τραύμα. Με τρόπους ακόμη ωριμότερους συναντούμε και πάλι τη γυναικεία εσωτερικότητα και τη σωματικότητα. Στα «Λυκόσκυλα» είναι ευδιάκριτη η εγκαθίδρυση μιας πατρίδας πάνω στο σώμα.

 

Σωσίβιο ήτανε πιστεύω οι αισθήσεις τους.

Εκείνες με γλιτώσανε.

Σαν έτρεχαν οι σκύλοι προς το μέρος μου,

(με τα σαγόνια και τα σάλια)

 

είδανε άραγε το γαλανό που μάρκαρε τις χούφτες μου;

Διέκριναν το κίτρινο της ακακίας στα μαλλιά μου;

(Από θαλασσινό μεθύσι επέστρεφα.)

 

Οσμίστηκαν τα εκρηκτικά που είχα φορέσει στον λαιμό;

Είδαν το ναρκοπέδιο στα μάτια μου;

Άκουσαν την πατρίδα

που μέσα μου αλυχτούσε;

(Ένα σκυλί αδέσποτο κι αυτή.)

 

Πάντως το ρύγχος τους ακούμπησαν στα πόδια μου.

Μύρισαν κάθε ίχνος που περπάτησα,

υγρές σπηλιές και κάμπους ανθισμένους.

Μα εκείνο που με έσωσε θαρρώ, ήταν η γεύση

(η κορωνίδα των αισθήσεων).

 

Η γεύση, ναι.

Είναι γνωστό πως τα σκυλιά μισούν την πίκρα.

Δεν την αντέχουν.

Η πίκρα μ’ έσωσε, καθώς πικρό το αίμα

της πικρής φυλής μου.

 

 

 

Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη  χρησιμοποιεί ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, όπως πολυσημία λέξεων και φράσεων, συνειρμούς, προσωποποιήσεις, παύσεις, υπαινιγμούς, ειρωνεία, μεταφορές, αναλογίες εικόνων και αφηρημένων εννοιών, συζεύξεις, αντιθέσεις. Κάθε φορά η ποιήτρια εμφανίζεται με ακόμη πιο ώριμη χρήση των εκφραστικών μέσων.

ε) Ο  «Ουροβόρος»  είναι μια  πολύ ενδιαφέρουσα αλληγορική αφήγηση και εκδραμάτιση μέσα σε δεκαεννέα στίχους. Δομείται πάνω σε τέσσερις τετράστιχες στροφές. Ο τέταρτος στίχος κάθε στροφής είναι παρενθετικός, σχολιασμός και επιτονισμός.  Το ποίημα τελειώνει με ένα τρίστιχο στο οποίο φανερώνεται μέσα από μια ελικοειδή ανάβαση της έντασης, ένα φίδι. Ένα φίδι που τρώει την ουρά του. Μια εικόνα εντυπωσιακή που αποκαλύπτεται με κινηματογραφικό τρόπο.


Αρχικά τους γονείς του είχε φάει
τις επιθυμίες τους αμέσως μετά.
Χειμερία σιωπή ακολούθησε
(στη σπηλιά δεν πεινάει).

Ήρθε η όρεξη τρώγοντας πάλι
τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, τ’ αυτιά
τ’ α κ ρ ο δ ά χ τ υ λ α
(το κυνήγι εξαντλεί).

Συνεχίζει καταπίνοντας λαίμαργα
τα βάθη, τα πλάτη, τα ύψη, τα μη
τ α  σ ώ μ α τ α
(πατρίδα και μήτρα αχώνευτα).

Με τα ρούχα του τρώγεται τώρα
τον αιμάτινο του Νέσσου χιτώνα
της Σαλώμης τα σάρκινα πέπλα
(με τις πλύσεις στενεύουν τα ρούχα).

Να φαγωθεί να τελειώνει ο ζόφος.
Ένα φίδι που βγάζει το δέρμα του.
Ένα φίδι που τρώει την ουρά του.

 

 

Στο ποίημα «Νόστος»  η λιτότητα και η αρχιτεκτονική πειθαρχία με δύο ισάριθμες σε στίχους στροφές, προσδίδουν μια μεγαλύτερη ένταση στις συζεύξεις και στις αντιθέσεις.

 

Και στο κλειστό παράθυρο

μπροστά, λαχτάρισε.

Έριξε βλέμμα πέτρινο κλεφτά

τη γυάλινη σιωπή να σπάσει·

να μπει στο σώμα του σπιτιού

να ξαποστάσει.

 

Και στο κλειστό παράθυρο

μπροστά, θυμήθηκε.

Έριξε πέτρα πίσω του κι αλάτι

τον γυρισμό του να ξεχάσει·

να βγει απ’ το σώμα του σπιτιού

να ξαποστάσει.

 

Στις Δοκιμές του ο Σεφέρης αναφέρει για το ύφος ως ιδιοπροσωπία: «Γλώσσα και ύφος είναι πράγματα συνυφασμένα και χωνεμένα το ένα με το άλλο. Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Φτάνει να είσαι πραγματικός άνθρωπος, και έχεις ύφος. Καλό ή κακό δεν έχει σημασία, είναι πάντα ύφος. Αντίθετα, ο εξουδετερωμένος άνθρωπος είναι χωρίς ύφος. Το μη ύφος είναι απάνθρωπο. Έτσι μπορούμε να φανταστούμε ακόμη μια σκιά ανθρώπου (και στη δυστυχισμένη μας εποχή η γνώση φαίνεται να παράγει πολλές τέτοιες σκιές), που να ξέρει θαυμάσια μια γλώσσα και να μην έχει διόλου ύφος. Στην άκρη της διάκρισης αυτής βρίσκουμε τη διάκριση του χειροποίητου και του μηχανοποίητου – ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος»

 

Τα «Λυκόσκυλα» ανήκουν στα χειροποίητα έργα, επειδή πέρα από τον γλωσσικό πλούτο και  την παιδεία που έχει η Αγγέλα Καϊμακλιώτη,  ως πραγματικός άνθρωπος παράγει τέχνη. Χειροποίητη τέχνη με το προσωπικό της ύφος.

 

 

Βοηθήματα:

Αγγέλας Καϊμακλιώτη, Λυκόσκυλα,  Βακχικόν, 2024
                                    Αειθαλής θάλασσα, Μελάνι, 2017  
Παναγιώτης Νικολαϊδης, Το ποίημα είναι η θεραπεία και η ανάρρωση
Χάρτης 38 ( Φεβρουάριος 2022) Αφιέρωμα: Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
 
Γιώργος Σεφέρης, Ελληνική γλώσσα.  Δοκιμές. Πρώτος τόμος ( 1963-1947), Αθήνα , Ίκαρος 1984 σ. 64-65&66

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.