You are currently viewing Έφη Φρυδά. Κλαίουσες του μετρό

Έφη Φρυδά. Κλαίουσες του μετρό

Είναι κάτι διαδρομές που εκτείνονται πέρα από τη σωματική μετακίνηση, που σε βάζουν σε έναν διάδρομο αλληλεπίδρασης και νοημάτων πέρα από την ύλη, λειτουργούν σαν βυθοκόρος που κατεβάζει τον κουβά της και χώνεται στον πάτο. Τι θα βρει εκεί κάτω δεν ξέρεις. Άμμο, λάσπη μαλακή, βόρβορο σιχαμερό, κι άλλοτε πάλι βράχο που χρειάζεται δυναμίτη για να συνθλίψει το υποβρύχιο πάτωμα, βραχοθραύστη για να τσακίσει με την πολυφτερωτή του έλικα αρχαία ιζήματα, ανυποχώρητα όρη.

Και να λοιπόν πως μια καθημερινή μέρα, μια συνηθισμένη μετακίνηση μετατρέπεται σε πολιορκητικό κριό, σε ερπυστριοφόρο γερανό που ανέλκει άβολες πτυχές προσωπικοτήτων που περιμένουν αφανείς την ώρα και τη στιγμή της αποκάλυψης. Κι αυτό αν το αντέχεις.

Γυρνούσα χθες σπίτι με το μετρό από Αμπελοκήπους. Άκουγα ένα audiobook πολύ απορροφημένη, το συνηθίζω να μετακινούμαι με τα ΜΜΜ δοσμένη αλλού, το θεωρώ απαραίτητη επένδυση του χρόνου μου. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι πως κάτι άλλαξε γύρω μου. Ξέρεις όπως συμβαίνει μερικές φορές κάτι στο περιβάλλον να διαφοροποιείται και, ακόμα κι αν έχεις τα μάτια κλειστά, πιάνεις τη δόνηση, το φτερό της πεταλούδας στην άλλη άκρη της γης. Μόνο που εδώ χρειάστηκε κάτι πολύ πιο άμεσο για να με βγάλει από την «επένδυσή μου»… Καθώς είμαι καθισμένη στο παράθυρο κοιτάζω την πλατφόρμα και βλέπω ότι έχει γεμίσει κόσμο. Που όμως δεν μετακινείται. Ο κόσμος περιμένει. Τον επόμενο συρμό ίσως; Επόμενη σκέψη να κοιτάξω γύρω μου· μες στο βαγόνι κανείς. Πάλι αφηρημένη, αιωνίως στον κόσμο σου, κάποια στιγμή θα το πληρώσεις ακριβά αυτό, φοβερίζω τον εαυτό μου. Κοφ’ το τώρα, δεν είναι ώρα για τέτοια. Γρήγορα βγες μη σε πάρει μαζί του το τραίνο και χαθείς και ‘συ… Τινάζομαι έξω αλαφιασμένη, κάνω ένα άλμα σχεδόν πάνω από το κενό για να πατήσω όπως όπως στην πλατφόρμα. Κάτι σαν πανικός με έχει κυριεύσει. Το επόμενο που επείγει να κάνω είναι να ρωτήσω κάποιον τι συμβαίνει. Μπροστά μου ένας τουρίστας περιμένει καρτερικά βαστώντας την τροχήλατη βαλίτσα του. Τι να σκέφτεται άραγε ο βόρειος που μόλις προσγειώθηκε στη χώρα μας; Τι ντροπή! Αρκετά με το σύμπλεγμα κατωτερότητας του νότιου, συγκεντρώσου!  Πλησιάζω διστακτικά μια κοπέλα που και αυτή φοράει hands free, «Γιατί κατεβήκαμε;» την ρωτάω, ενώ αυτό που σκέφτομαι είναι να την ρωτήσω, Τι ακούς; Εσύ τι επιλέγεις να ακούς στις μετακινήσεις σου -και γιατί; Βέβαια το γιατί είναι προφανές: είμαστε πολλοί που δεν αντέχουμε την πραγματικότητα. Και άλλωστε δεν είναι ώρα για συνεντεύξεις και στατιστικές. Ή μήπως αυτή είναι η καταλληλότερη ώρα;

Η κοπέλα ανοίγει το στόμα της να απαντήσει, αλλά την βλέπω να σταματάει απότομα και να καρφώνει το βλέμμα πιο πέρα στην πλατφόρμα. Στρέφομαι τη στιγμή που ένας ψηλός και σωματώδης άντρας με μακριά μαλλιά πιασμένα αλογοουρά πετιέται από το μπροστινό βαγόνι και αρχίζει να τρέχει παράλληλα με τον συρμό, φωνάζοντας: «Μόνο προς την αντίθετη κατεύθυνση! Μόνο προς την αντίθετη κατεύθυνση!» Πολύ αναστατωμένος συνεχίζει να κάνει τη διαδρομή παράλληλα, σχεδόν κολλητά με τις ράγες επαναλαμβάνοντας «Μόνο προς την αντίθετη κατεύθυνση» σαν φρενιασμένο ρομπότ. Τι να την κάνω την αντίθετη κατεύθυνση; σκέφτομαι απορημένη, και είναι σαν να μου έχουν δώσει μια εξίσωση και εγώ, που είμαι πάτος στα μαθηματικά, αδυνατώ πλήρως να την λύσω. Μόνο όταν βάζω και τους άλλους στην εξίσωση, ξεκολλάω και αποφασίζω ότι η προτροπή του είναι τελείως παράλογη. Εκτός αν δεχτούμε ότι γυρνάμε πίσω από ‘κει που ήρθαμε γιατί…γιατί άραγε; επειδή είναι μια διαδρομή γνωστή και επομένως έχει την εγγύηση της ασφάλειας; Ωστόσο ο κόσμος παραμένει ακίνητος στην πλατφόρμα, τα πρόσωπά τους μια θολούρα ανεξιχνίαστη. Λίγοι είναι αυτοί που αποφασίζουν να κινηθούν. Κι αυτό γιατί όσοι βρίσκονται σε αυτό τον συρμό πηγαίνουν προς Σύνταγμα για να συνεχίσουν ή προς Ελληνικό ή προς Μοναστηράκι, υποθέτω. Εγώ, λόγου χάριν, πηγαίνω  Σύνταγμα για ν΄ αλλάξω για Φιξ και να πάρω ταξί για Παλιό Φάληρο, συνεχίζω με κόπο τον συλλογισμό μου, σαν να πρόκειται τώρα για μάθημα λογικής, στο οποίο παρεμπιπτόντως ποτέ επίσης δεν διέπρεψα. Άρα, καταλήγω, άλλη λύση δεν έχω από το να ανέβω στην επιφάνεια της γης και να πάρω το 550 που πάει Κηφισιά-Π.Φ.

Στο μεταξύ, σαστισμένο το μυαλό ψάχνει την εξήγηση: Κάποιος έπεσε στις γραμμές μάλλον… Καταλήγει αργόστροφα. Η φαντασία σου οργιάζει, διαβάζεις πολύ, βλέπεις πολλά αστυνομικά, με μαλώνω. Στο κάτω κάτω ίσως είναι μια βλάβη, τίποτα ασυνήθιστο στη χώρα που ζούμε. Πάλι καλά που προφτάσαμε και κατεβήκαμε.

Στο μεταξύ, φωνές διαμαρτυρίας ακούγονται που όλο και δυναμώνουν. «Θέλουμε να πάμε σπίτια μας!» ακούγεται σαν σύνθημα· καινούριο αυτό, το κρατάμε, μπορεί να εκφράζει κάποιο ισχυρό αίτημα του μέλλοντός μας. Στις μέρες μας ποτέ δεν ξέρεις. Ο τόνος περνάει από την αγανάκτηση στον πανικό. Γυρνάω το κεφάλι και βλέπω μια ομάδα επιβατών να έχει ζώσει τον μηχανοδηγό -μάλλον ο μηχανοδηγός είναι ο κύριος με την αναμαλλιασμένη αλογοουρά που πηγαινοερχόταν σε σταθερή τροχιά -αυτός πήγαινε και προς την αντίθετη κατεύθυνση – αντικαθιστώντας λες τον συρμό που μέχρι πριν λίγο οδηγούσε. Κάποιος έχει στηθεί απέναντί του και ουρλιάζει και χειρονομεί, η φωνή του διαπεραστική και βροντώδης, τα χέρια του, τεράστια μου φαίνονται, κινούνται μπρος στο πρόσωπο του μηχανοδηγού και πάνω από το δικό του το κεφάλι. Κοντοστέκομαι, προσπαθώ μάταια να βγάλω τι λέει. Φοβάμαι ότι θα πιαστούν στα χέρια, δεν θέλω να το δω αυτό.   Συμπάσχοντας με τον δόλιο μηχανοδηγό, αποφασίζω να προχωρήσω θλιμμένη και σκεπτική: Εγώ πώς και πότε θα γυρίσω σπίτι μου… Αφήνω την κυλιόμενη σκάλα να με μεταφέρει στο επίπεδο των εισιτηρίων, πόσο ανακουφιστική αυτή η παθητικότητα, ένα μηχάνημα έχει αποφασίσει για μένα, αφ ης στιγμής πάτησα το πόδι μου στο σκαλί, δεν μπορώ να κάνω πίσω. Εκεί ακούω τη μηχανική γυναικεία φωνή να αναγγέλλει από τα μεγάφωνα: «… οι συρμοί προς Σύνταγμα λόγω απόπειρας αυτοκτονίας…» Το βρήκα, σκέφτομαι συγχαίροντας ελεεινά τον εαυτό μου. Απόπειρα, πάλι καλά, συνεχίζω τη σκέψη μου προσπαθώντας να εξιλεωθώ σε μια δική μου απόπειρα ενσυναίσθησης. Τολμηρή επιλογή λέξεων πάντως, συνήθως λένε ατύχημα, βλάβη. Τι να σημαίνει άραγε η τόση ευθύτητα των αρμοδίων; Πώρωση, κυνισμός τολμώ να σκεφτώ.  Συνηθίσαμε, με δυο λόγια.

Βγαίνω έξω στη βασιλίσσης Σοφίας,  ανάβαση. Η στάση των λεωφορείων μυρμυγκιώνας, θα ‘λεγες ότι ο πάνω κόσμος θα  πέσει από το βάρος -το υλικό, το ψυχικό -πάνω στον κάτω. Όλος ο συρμός Αεροδρόμιο-Σύνταγμα έχει ανέβει έξω στο φως. Η μέρα όμως, όσο ήμασταν κάτω στις στοές, έχει φύγει, η λεωφόρος παραδομένη σε ένα θολό σύθαμπο. Ο υπόγειος δεν έχει θέα, δεν βλέπεις πολυκατοικίες, καχεκτικά δεντράκια, γκράφιτι στους βρώμικους δρόμους. Θα΄λεγε κανείς ότι ο υπόγειος έχει κάτι το υπαρξιακό, σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου. Και με τους συνεπιβάτες σου που έχουν και αυτοί το βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα. Στους σταθμούς βέβαια βλέπεις και διαφημίσεις: Ενημερώνεσαι για θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες -Γ. Χαρούλης, να όνομα για την περίσταση – και για φρέσκιες σαλάτες που σου χαρίζουν ανορθόγραφα φιλιά. Δεν υπάρχουν χορτάρια ανάμεσα στις ράγες· η φυσική ζωή περιορίζεται στις ανθρώπινες κηλίδες που δεν ξεπλένονται όσο κι αν τρίβεις, όπως το αίμα από τα χέρια της τρελής πια λαίδης Μακμπέθ. Ίσως το σκοτάδι των στοών, η πλήρης απουσία της φύσης είναι αυτό που τραβάει τους απελπισμένους. Απουσιάζει η γείωση, όλα πάνε γρήγορα, οι συρμοί καταβροχθίζουν με βόγγους και στριγγλιές τις αποστάσεις.  Τέλεια προσομοίωση της ζωής.

Έξω λοιπόν κόσμος συνωστίζεται γύρω από το στέγαστρο. Η βασιλίσσης Σοφίας δεν χρειάζεται δυσάρεστα απρόοπτα για να πήξει, η κυκλοφορία ποτέ δεν είναι ανεμπόδιστη. Και τώρα φυσικά επικρατεί χάος. Η ένταση είναι τόσο απτή, θα ‘λεγες ότι θα την κόψεις με το μαχαίρι. Στην ζωντανή ούγια του πεζοδρομίου ο συγκεντρωμένος κόσμος αποφεύγει τη βλεμματική επαφή. Οι περισσότεροι έχουν βυθιστεί στα κινητά τους, τα δάκτυλά τους κινούνται σβέλτα πάνω στην οθόνη, τα μάτια τους σαγηνεμένα. Είναι και αυτοί που ανασηκώνουν το κεφάλι και κοιτάζουν τη φωτεινή επιγραφή με τα δρομολόγια, το μέτωπό τους αγγίζει λες τα σύννεφα σε μια προσπάθεια ανάτασης. Μια παχιά γυναίκα με κόκκινο φόρεμα έχει κατέβει από το πεζοδρόμιο και, διασχίζοντας την πρώτη λωρίδα, προσπαθεί να σταματήσει τα ταξί που περνούν από την 2η. Δίκιο είχαν που έκαναν απεργία, σκέφτομαι, πώς να πάρουν επιβάτες καταμεσής της λεωφόρου; Κάτι ασυντόνιστο έχει η κίνηση της γυναίκας. Ταράζομαι που την βλέπω να ελίσσεται τρέχοντας σχεδόν, μεγάλη γυναίκα, ανάμεσα στα οχήματα, η φαντασία μου παίζει μαζί μου, τη χρησιμοποιεί για να κάνει εικόνα τον άνθρωπο που έπεσε στις ράγες, την βλέπω κιόλας πεσμένη, μια σκούρα κόκκινη κηλίδα στην άσφαλτο, το φόρεμά της πιο κόκκινο τώρα, με τ’ αυτοκίνητα να περνούν από πάνω της. Το θέαμα κρύβει μυριάδες άλλα και κυρίως αυτό που πριν λίγο έγινε και ο νους προσπαθεί να αποδιώξει. Δεν αντέχω, αποστρέφω το βλέμμα. Όλα έχουν αποσυντονιστεί. Κάποιοι ανέκφραστοι, αμίλητοι, με δόντια σφιγμένα, κάποιοι άλλοι μιλούν μεταξύ τους σχολιάζοντας το απρόοπτο που τους έτυχε και καθυστερεί την επιστροφή στο σπίτι. Δύο κυρίες δίπλα μου συζητούν για τις εγγόνες τους που τελείωσαν τις πανελλήνιες. «Καλά αποτελέσματα», εύχονται η μία στην άλλη χαμογελώντας με κάποια υστερία, βρίσκω. Αρκετοί χαμογελαστοί άνθρωποι γύρω μου, είναι φυσιολογικά τόσα χαμόγελα μπροστά στο μοιραίο; Αμέ! Οποιαδήποτε σκέψη, οποιαδήποτε κουβέντα, οποιαδήποτε ασχολία είναι προτιμότερη. Πρόκειται απλώς για έναν μορφασμό που γυρνάει τα χείλια προς τα πάνω. Τι θες εσύ που ικανοποιήθηκες γιατί έλυσες το αίνιγμα, μουρμουρίζω στον εαυτό μου κουνώντας σχεδόν τα χείλια μου.

Η κυλιόμενη φωτεινή επιγραφή αναγγέλλει ότι το λεωφορείο μου θα έρθει σε 26 λεπτά. Ευτυχώς έχω το audiobook, ζήτω η τεχνολογία. Όλη αυτή την ώρα ακούω το The Willows, έργο υπερφυσικού τρόμου, το καλύτερο του Algernon Blackwood. Τι σου κάνει η τυχαιότης. Και τη θέση της απειλητικής φύσης, των μακρινών δέντρων που κυματίζουν χωρίς καθόλου αέρα, παίρνουν λες οι σκοτεινές στοές του μετρό, η υπόγεια σήραγγα που διασχίζει στα έγκατα της πόλης, εκεί που δεν έχει πατήσει ανθρώπου πόδι, και βγάζει στην αντίπερα όχθη τρομάζοντας τον άνθρωπο που κάνει ανυποψίαστος την καθημερινή διαδρομή του. Και σκέπτεται – επειγόντως! – οτιδήποτε άλλο: τη γκόμενα, τον εραστή, τα χρέη, τα παιδιά, το δάνειο, τη ζέστη, τα μπάνια, τη λάμπα που κάηκε στην κουζίνα και που η γυναίκα του είπε να αλλάξει και εκείνος δεν την άλλαξε ακόμα και την γκρίνια που θ’ ακούσει όταν επιστρέψει – επιτέλους! – σπίτι. Οτιδήποτε άλλο, εκτός από το ερεβώδες ρήγμα που κυματίζει στον πηχτό αέρα της σήραγγας, τις ατσάλινες ράγες που λαμπυρίζουν στην τρύπα που μαγνητίζει τους απελπισμένους.

Τα 26 λεπτά πέρασαν, ο χρόνος περνάει, το λεωφορείο ήρθε και κινήσαμε σαρδελοποιημένοι για το Π. Φ. Αίνιγμα πώς χώρεσε τόσος κόσμος εκεί μέσα. Είσοδοι ατελείωτοι, ο κόσμος όλος λες και μπήκε για να αντισταθμίσει την τελική έξοδο τού ενός που αποχώρησε ανεπιστρεπτί. Κι όμως κατάφερα και κάθισα. Ευτυχώς. Έτσι μπορώ να πάρω μια απόσταση από τους γύρω μου που φοράνε τον τρόμο κάτω από τα καλοκαιρινά τους ρούχα. Ο διπλανός μου κύριος, έπειτα από μία περίπου ώρα που καθόταν αμίλητος στο πλάι μου -τι ανακούφιση αυτή η σιωπή- ένιωσε την ανάγκη να μου πει καθώς κατέβαινε στη στάση του, «Αυτοκτόνησε λοιπόν». Ήταν μια περιττή διαπίστωση, απάντηση δεν περίμενε, αλλιώς γιατί να μου μιλήσει την τελευταία στιγμή.  Δεν το ξέραμε άλλωστε ακόμα ότι η πτώση ήταν μοιραία. Τώρα που το σκέφτομαι σίγουρα προτιμούσε να μείνουν έτσι μετέωρα τα λόγια του. Μια επικεφαλίδα ήταν της πραγματικότητας που ζήσαμε και που τόσο φοβόμαστε να αντικρύσουμε. Μη τυχόν μας μολύνει, μη τυχόν παρασύρει και εμάς που όλη αυτή την ώρα, θρηνώντας βαθιά μέσα μας, πολύ βαθύτερα από τις στοές του μετρό, μορφάζαμε ένα σκληρό, αποφασισμένο χαμόγελο.

 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.