Tα όνειρα
«Θέλεις ν΄ακούσεις ένα όνειρο που είδα;» λέει η Μπεάτε μια Κυριακή πρωί την ώρα που έβαζε καφέ στο φλιτζάνι του Μίχαελ.
Ήταν σπίτι οι δυο τους. Έτσι κι αλλιώς πάντα μόνοι τους ήταν, τα δυο κόκερ σπάνιελ ήσυχα και υποτακτικά, εκτός αν άκουγαν άλλο σκυλί στο δρόμο. Τότε άρχιζαν κι εκείνα να γαυγίζουν, πρώτα το ένα μετά το άλλο. «Μη φωνάζετε» τους έλεγε ο Μίχαελ. Ακριβώς την ίδια γκριμάτσα δυσφορίας, το ίδιο ζάρωμα της μύτης, έκανε κι όταν μιλούσε στη γυναίκα του.
Οι φίλοι τους το είχαν καταλάβει. Κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτούς τους δυο, εδώ και καιρό. Ίσως πάλι αυτό να υπήρχε μεταξύ τους απ΄την αρχή, αλλά μεγάλωσε πολύ με τα χρόνια. Η Μπεάτε είχε τη συνήθεια να μιλάει δυνατά. Ο ενθουσιασμός των μικρών στο νηπιαγωγείο ήταν μεταδοτικός. Η προσπάθειά της ν΄ακουστεί μέσα στο πανδαιμόνιο άλλη μια λογική εξήγηση. Ο Μίχαελ πάλι περνούσε τη μέρα του μέσα στη σιωπή των αριθμών. Στο λογιστήριο της βιοτεχνίας σιδηρικών η απομάγευση του κόσμου δεδομένη. Οι υπάλληλοι εκεί μιλούσαν σιγά, σημάδι κι αυτό μιας σοβαροφάνειας, μιας ενήλικης κατάστασης. Στο τέλος σχεδόν δεν την άφηνε να μιλήσει. Μόλις εκείνη ξεκινούσε να πει κάτι, «μη φωνάζεις» την έκοβε. Σαν να την ήθελε σε λειτουργία σίγασης.
«Για πες, λοιπόν» λέει εκείνος στρίβοντας ένα τσιγάρο, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
«Ήμουν, λέει, μέσα σ΄ένα θάλαμο με ολόλευκους τοίχους, αλλά δεν ήταν νοσοκομείο, ένα δωμάτιο με ηχομόνωση και μαλακή επένδυση, σαν σφουγγάρι, εκεί που ηχογραφούν οι τραγουδιστές – πώς το λένε… στούντιο. Όποιος έμπαινε, λέει, εκεί μέσα έχανε τη φωνή του, σαν να γύριζε ξαφνικά ένας διακόπτης. Έμενε σιωπηλός. Μπαίνω λοιπόν κι εγώ, ούτε ξέρω τι είχα έρθει να κάνω, θέλω να μιλήσω, ανοίγω το στόμα να πω κάτι, αλλά μόνο τα χείλη μου κινούνται. Βάζω το χέρι εδώ στο λαρύγγι, νιώθω κάτι να πάλλεται, αλλά φωνή δε βγαίνει. Ανοίγει σε λίγο μια πόρτα και βλέπω κι άλλες γυναίκες να μπαίνουν – νεαρές, πιο μεγάλες, όλες ίδια ντυμένες. Φοράνε μακριά φορέματα σατέν, μπορντώ, σαν κυρίες της χορωδίας. Όλες κρατάνε παρτιτούρες. Είναι φιλικές, χαμογελάνε, μου κάνουν νεύμα να πάω κοντά. Με ακουμπάνε –ακουμπάμε η μια την άλλη- στα χέρια, στους ώμους, στα μαλλιά. Κάθε μια που αγγίζει και αγγίζεται σαν να ελευθερώνεται κι η φωνή της ξεκλειδώνει. Σε λίγο όλες ακουγόμαστε, μιλάμε όμως μια γλώσσα άγνωστη, ούτε γερμανικά είναι, ούτε αγγλικά. Ωστόσο καταλαβαίνουμε η μια την άλλη. Η πιο ηλικιωμένη απ΄όλες μάς καλεί να σταθούμε σε κύκλο, σαν να παίζουμε σε παράσταση. Πιανόμαστε απ΄τα χέρια, έχουμε αφήσει κάτω τις παρτιτούρες, και στην άγνωστη γλώσσα μας τραγουδάμε κάτι σαν άρια. Οι φωνές μας συντονίζονται αμέσως, λες κι έχουμε κάνει πρόβες. Τότε μια γυναίκα με μαλλιά μπερδεμένα βγάζει την πρώτη κραυγή. Κάθε μία με τη σειρά της στον κύκλο ανοίγει το στόμα και κραυγάζει, θρηνεί, ουρλιάζει, γελάει δυνατά, ανάλογα με τη δική της ανάγκη. Άλλες φωνές μοιάζουν με κλάμα, άλλες με βρισιά, άλλες με ερωτικό στεναγμό. Έρχεται κάποτε η σειρά μου και φωνάζω, με όση δύναμη έχουν τα πνευμόνια μου: «Είμαι εδώ. Μ΄ακούς;» Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ μου τέτοια αγαλλίαση».
Την είχε ακούσει ως το τέλος ο Μίχαελ, σκεπτικός, κατηφής, χωρίς να διακόψει. Δεν της είπε να χαμηλώσει την ένταση της φωνής της, που ανέβαινε στα πιο ενδιαφέροντα σημεία. Δεν της είπε τίποτα, δεν προσπάθησαν να το αναλύσουν. Πέρασαν αρκετές μέρες από το όνειρο της Μπεάτε και φαινόταν πως αυτό είχε μπει ανάμεσά τους.
Μιλούσαν τώρα πια μόνο για τα καθημερινά, δεν κουβέντιαζαν τα δικά τους, όπως παλιά. Ούτε μάλωναν, όπως τον τελευταίο καιρό. Η Μπεάτε αφουγκραζόταν τη νέα κατάσταση. Ο Μίχαελ άφηνε τα σπάνιελ να γαυγίζουν όσο ήθελαν, κάθε φορά που περνούσε σκυλί στο δρόμο.
«Θέλεις ν΄ακούσεις ένα όνειρο που είδα;» της λέει μια Τρίτη βράδυ, που ήταν σπίτι οι δυο τους και χάζευαν τις ειδήσεις.
«Για πες λοιπόν» λέει εκείνη, γυρίζει προς το μέρος του, τον κοιτάζει και περιμένει.
«Είμαι, λέει, σε μια παραλία –σαν εκείνη που είχαμε πάει, στη Βόρεια Θάλασσα- είναι όμως χειμώνας, αέρας δυνατός σφυρίζει και σηκώνει κύματα θεόρατα. Στην άκρη του όρμου, πέρα, κάτι απότομα βράχια. Η αμμουδιά γεμάτη σάπια φύκια. Το κύμα έχει ξεβράσει και κάτι ψόφια ψάρια. Καβούρια τρέχουν πάνω κάτω και τρώνε. Ο αέρας μού παίρνει το καπέλο, σηκώνει τα φύκια, αλλά τον ήχο του δεν τον ακούω. Δεν ακούω ούτε τα κύματα που σκάνε στην άμμο και πέρα στα βράχια –ξέρεις πώς ορμάει μπροστά το νερό και μετά τραβιέται πίσω, αυτό δεν το ακούω, μαντεύω μόνο τον ήχο του από τους αφρούς. Ξαφνικά εμφανίζεται πάνω στην υγρή άμμο ένας θαλάσσιος ίππος, πολύ άσχημος, σηκώνει το κεφάλι όπως κάνουν οι λύκοι κι αρχίζει τις περίεργες φωνές του. Είμαι σίγουρος πως οι λαρυγγισμοί του ακούγονται σαν θρήνος, αντηχούν σε όλη την παραλία, μέσα μου το ξέρω και στενοχωριέμαι. Εγώ όμως, για κάποιο λόγο, δεν ακούω τίποτα. Ακούω μονάχα τη δική μου φωνή, που σκεπάζει τα πάντα. Όρθιος σ΄ένα ύψωμα, σαν να βρίσκομαι σε θεωρείο, κοιτάζω κάτω τη θάλασσα και της λέω «μη φωνάζεις». Ζαρώνω τη μύτη μου, όπως την ώρα που μαλώνω τα σκυλιά. Ο θαλάσσιος ίππος τρομάζει και βουτάει στα παγωμένα νερά. «Μη φωνάζετε» προστάζω κι όλα γύρω μου σωπαίνουν. Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ μου τέτοια μοναξιά».
