You are currently viewing Έλένη Κοφτερού: Αταλάντη Ευριπίδου: «Εκείνοι που δεν έφυγαν». (ΠΟΛΙΣ 2024)   

Έλένη Κοφτερού: Αταλάντη Ευριπίδου: «Εκείνοι που δεν έφυγαν». (ΠΟΛΙΣ 2024)  

 Οι κρυμμένες παρηγορητικές φωλιές  στη συλλογή διηγημάτων «Εκείνοι που δεν έφυγαν»  της Αταλάντης Ευριπίδου.  

Τι είναι τελικά η δυστοπία; Η  ιστορία της ανθρωπότητας  χαρακτηρίζεται από βαρβαρότητα, βάναυση επιβολή εξουσίας, αλληλοσφαγές και κάθε μορφής αγριότητες. Αν αυτό δεν είναι δυστοπία τότε τι είναι;

H Αταλάντη Ευριπίδου στην πρώτη της συλλογή διηγημάτων επιχειρεί και καταφέρνει να αναδείξει τη δυστοπία  που  υπήρχε στην ιστορία μας πριν εισβάλει με δυναμικό τρόπο στη λογοτεχνία. Όμως δεν στέκεται μόνον εκεί και το  αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Αναζητά και επεξεργάζεται  το μύθο, τα παραμύθια, το μεταφυσικό στοιχείο, τις προφορικές αφηγήσεις, εργαλεία που κατά την ταπεινή μου γνώμη προσφέρουν στους ήρωες μα και στους αναγνώστες τη δυνατότητα  ν’  αγγίξουν μια ελάχιστη παρηγοριά, ένα φανταστικό χάδι, μια υπερφυσική αγκαλιά μέσα στο  σκοτάδι(σμό) της ιστορίας. Το γεγονός ότι η αφήγηση καλύπτει μια τόσο μεγάλη ιστορική περίοδο, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία έως σήμερα, προσδίδει στο βιβλίο διαχρονικό χαρακτήρα. Η συγγραφέας καταπιάνεται με τους  αόρατους  της ιστορίας υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη πως  οι “απόκληροι” πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Η επιλογή των ηρώων φωτίζει  ομάδες που έχουν συστηματικά αγνοηθεί ή περιθωριοποιηθεί, όχι μόνο από την κοινωνία αλλά και από την επίσημη ιστοριογραφία.  Αντιμετωπίζει   το περιθώριο ως χώρο αντίστασης, τρυφερότητας και πάλης. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί υφολογικά και λεξικολογικά είναι αντίστοιχη της εποχής και του τόπου που εκτυλίσσονται οι ιστορίες της. Το πέρασμα από τη δημώδη γλώσσα των αγροτικών περιοχών με λαϊκότροπα στοιχεία στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, αποτυπώνει εύστοχα όχι μόνο τη χρονική αλλά και  την τοπική μετάβαση από την ύπαιθρο της εποχής της Οθωμανικής κατοχής στην αστική ζωή κατά τη Γερμανική κατοχή, για να φτάσουμε στο 2023.

O τρόπος που διαχειρίζεται τα αρχέτυπα, τις μνήμες και την παράδοση είναι εντυπωσιακός.  Μετατρέπει το ανοίκειο σε οικείο, βρίσκει λέξεις για το άρρητο, χαρίζει οντότητα στο μεταφυσικό. Δεν μεταπλάθει ακριβώς τα παραμυθητικά στοιχεία  αλλά τα κάνει εντελώς δικά της με αποτέλεσμα να γίνονται οικεία και για τον αναγνώστη. Η μαγική ατμόσφαιρα απορρέει από τις αντιφάσεις που εξερευνά στους ήρωες, στην εποχή, στην τοπιογραφία,  στις  σχέσεις των ηρώων με το θείο και το μεταφυσικό,  τον υπερβατικό διάλογό τους με τη φύση,  τα πλάσματα που επιλέγουν να αγαπήσουν.

Θέλω να επισημάνω στους αναγνώστες να εξερευνήσουν ενδελεχώς το βλέμμα της Αταλάντης  πάνω στους ήρωες. Τον ξεχωριστό  τρόπο με τον οποίο μεταφέρει  το θρόισμα από τα βήματά και  τις χειρονομίες τους, τη στοργή με την οποία αγγίζει τα τραύματα, τους δισταγμούς, τα μυστικά, τις αμαρτίες, τις εμμονές, τα όνειρα και  τις ενοχές τους.  Πώς μιλά για το δέρμα τους, τα μάτια τους, το στομάχι που διπλώνεται, τους λυγμούς  που πνίγουν τον λαιμό τους, την ηχητική καμπύλη του γέλιου τους: «Το κορίτσι γέλασε. Το γέλιο της ήταν κατακλυσμός από καρφίτσες σε μαρμαρένιο πάτωμα»

Οι ήρωές της ενώ ζουν σε βάρβαρες εποχές πασχίζουν ν’ ακουμπήσουν  τη δυσεύρετη  χαρά. Την ψηλαφούν μεσ’ στο σκοτάδι και τους φανερώνεται  σαν φως  ανάμεσα στα δόντια ή σαν  δροσιά μέσα στα μάτια του ΄Αλλου, όπως συμβαίνει με το μουγγό αγόρι που  ερωτεύεται ο Δήμιος στο πρώτο διήγημα. Άλλες φορές η χαρά εκφράζεται με την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη  όπως συμβαίνει στο διήγημα με τίτλο  “Πέντε φεγγάρια ρημαδιό” Η Δέσποινα νοιάζεται κι είναι τόσο πολύτιμο αυτό σε μια εποχή που όλοι μιλάνε για την ενσυναίσθηση, μα  σπάνια τη συναντάμε. «Αλλά για τη δική μου τη ζωή, για τα δικά μου τα δεμένα χρόνια, για τη δική μου τη λευτεριά ποιος θα νοιαστεί; – Νοιάζομαι εγώ» Αυτό  το νοιάξιμο είναι το φως που στραφταλίζει στο σκοτάδι του κόσμου και καθιστά  την  ηρωίδα αλησμόνητη. «Νοιάζομαι εγώ»  επιμένει. «Μήτε πασάς είμαι μήτε μάγια ξέρω, μα νοιάζομαι» Νοιάζεται κυρίως για την απελευθέρωση του Θανάση και τι είναι η ελευθερία αν όχι η ελεύθερη βούληση; «Ούτε φονικά ούτε δυστυχία άλλη να βρεθεί στον δρόμο μας. Δως, του την καρδιά του να την κάμει ό, τι θέλει- ας την κάψει ή ας την καρφιτσώσει στο στήθος, μα να διαλέξει μοναχός του.» Προκαλεί συγκίνηση και παρηγοριά  η πίστη της ηρωίδας στην ελευθερία και την αποδοχή. «Κι αν δεν μας θέλουν κι οι αητοί, θα βγάλουμε φτερά; «Θα μας θέλουν . Δεν λογαριάζουν τα πετούμενα από φερμάνια και πασάδες».

Τα καθοριστικά στοιχεία που συναντάμε σε όλα τα διηγήματα  είναι ο έρωτας και η αλληλεγγύη. Ο έρωτας και η αλληλεγγύη είναι το μόνο αντίβαρο σε ζοφερές συνθήκες. Αυτό προσδίδει στη συλλογή υπαρξιακό ρομαντισμό, όπου η επιθυμία δεν είναι απλώς μια πράξη απόδρασης αλλά μια μορφή επανάστασης. Σχεδόν όλοι οι ήρωες βιώνουν μια συνεχή ένταση ανάμεσα στην επιθυμία και την απώλεια, ανάμεσα στον αποκλεισμό και την ανάγκη για σύνδεση.  Ο έρωτας δεν παρουσιάζεται ως ειδυλλιακή κατάσταση, αλλά ως πρωταρχική  ανάγκη, ως μια πράξη που δίνει νόημα στη ζωή όταν όλα τ΄ άλλα έχουν χαθεί.

Θέλω να σταθώ στην  ηρωίδα του διηγήματος  «Εκείνοι που δεν έφυγαν ποτέ δεν επιστρέφουν». Η Ευδοκία  αντιπροσωπεύει με τον πιο συνεπή τρόπο αυτό που σήμερα ονομάζουμε διαφορετικότητα. Μια ύπαρξη με ζωώδη στοιχεία -τα πόδια της είναι κατσικίσια- μια  ύπαρξη διχασμένη και μόνη,  μια  συνταρακτική κι αξέχαστη λογοτεχνική ηρωίδα.  Η λεπτομέρεια του ζωώδους στοιχείου  της  είναι καθοριστική καθώς  συνδέεται με το δαιμονικό και το αρχέγονο.  Το εντυπωσιακό επίσης σε αυτό το διήγημα είναι η ανατροπή. Ενώ θα περίμενε κάποιος η Ευδοκία  να στροβιλίζεται διαρκώς στο αίσθημα του μη ανήκειν,  αυτό συμβαίνει στον Ευγένιο που όσο μακριά κι αν φύγει, δεν ανήκει πουθενά. Μόνο στην αγκαλιά της, στην αψιά οσμή του κορμιού της, στις φωλιές των μαλλιών της και στον οικείο ήχο από τις οπλές της αλλάζει αυτό.  Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα στην σελ. 143: «Το επόμενο δευτερόλεπτο τον βρήκε στην αγκαλιά της, το στόμα του να’ ναι προέκταση του δικού της, η ανάσα της να γίνεται ανάσα του, ζεστή και γήινη, και δεν ήξερε ακριβώς ποιος το’ χε ξεκινήσει ή ποιος φίλαγε ποιον, μόνο ότι ένιωθε τον κόσμο να’ ναι πάλι σωστός κι ατόφιος και στα ίσα του» Η  πράξη της ερωτικής συνεύρεσης σ’ αυτό το απόσπασμα τακτοποιεί   για λίγο το χάος του κόσμου και του ψυχισμού του ήρωα. Ωστόσο η σωματικότητα της ηρωίδας είναι συγκλονιστική. Οι κατσικίσιες οπλές συμμετέχουν ενεργά στην αφήγηση – κάνουν θόρυβο, σκάβουν το ερειπωμένο πάτωμα-  υπογραμμίζοντας  την υλική της παρουσία.

Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την γλώσσα της Ευρυπίδου η οποία από τις πρώτες σελίδες ξεδιπλώνει τον πλούτο της με εικόνες μυθικές και  σύμβολα αναλλοίωτα, δημιουργώντας έναν κόσμο που ισορροπεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το αλλόκοτο. Το μεταφυσικό στοιχείο φαίνεται να λειτουργεί ως ένα εργαλείο για να αποδοθεί η αίσθηση του ανοίκειου, του ανεξήγητου, του υπερβατικού μέσα στην καθημερινή ζωή. Η παρουσία της φύσης είναι τόσο έντονη που προκαλεί έκπληξη και συγκίνηση ταυτόχρονα. Τα πουλιά, τα δέντρα, τα ρυάκια, η βροχή, το φεγγάρι όλα συμβάλλουν στην δημιουργία μιας ατμόσφαιρας όπου η πραγματικότητα διαρρηγνύεται από το παράδοξο και το μυθικό. Η Αταλάντη με γλώσσα άμεση, καταλυτική, ενίοτε τόσο ποιητική – σε κάποια  σημεία προβάλλουν ενδεκασύλλαβοι ή δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι κρυμμένοι στο πεζό κείμενο-  και ταυτόχρονα  αλληγορική,  χαρίζει στους αναγνώστες  μια  εκδοχή  για το πώς ο κόσμος έρχεται πάλι στα ίσα του.

Ένα άλλο στοιχείο που προσπαθεί να διασώσει η συγγραφέας είναι το συναίσθημα. Ο δήμιος, ο νεκρός με την καρδιά από σιμιγδάλι, η ιερόδουλη, ο Ευγένιος που είναι βυθισμένος στην ενοχή, όλοι βιώνουν την  απονέκρωση του συναισθήματος που όμως βρίσκει τρόπο να αναγεννηθεί. Η εικόνα του Θανάση ενός άντρα που έχει πεθάνει αλλά διαθέτει καρδιά από σιμιγδάλι είναι εξαιρετικά δυνατή συμβολικά. Το σιμιγδάλι, παραπέμπει στη φθορά και την αποσύνθεση στοιχεία μια μη ουσιαστικής ύπαρξης. Ο ήρωας αυτός ήταν καταδικασμένος να μην αισθάνεται όταν ζούσε. Η απουσία συναισθημάτων προκύπτει από μια ζωή γεμάτη καταπίεση, όπου το να νιώθει κανείς ήταν επικίνδυνο. Ο ήρωας αυτός αποτελεί  μια ακραία εκδοχή της αποστασιοποίησης και της ψυχικής νεκρότητας που μπορεί να προκαλέσει η βαρβαρότητα και η σκληρή χειραγώγηση που γίνεται στις σημερινές κοινωνίες. Επομένως εδώ  το φανταστικό στοιχείο δεν είναι απλώς ένα αισθητικό εύρημα  αλλά μια βαθιά υπαρξιακή και κοινωνική δήλωση.

Γενικά το φανταστικό σε όλη τη συλλογή δεν  είναι μια ασφαλής  επιλογή που κάνει η Αταλάντη επειδή ειδικεύεται σε αυτό το είδος. Αντίθετα  στηρίζει  μια  βαθιά συμβολική γλώσσα μέσα από την οποία η καταπίεση, η απώλεια, ο αγώνας και η αντίσταση αλλά και ο έρωτας, η παρηγοριά, η ανάγκη για χαρά, αποκτούν νέα σημασία. Πρόκειται για έναν κόσμο όπου το παράδοξο, το αλλόκοτο και το μαγικό συνυπάρχουν με την πραγματικότητα, ακριβώς γιατί αυτή η πραγματικότητα είναι τόσο σκληρή που απαιτεί νέους τρόπους αφήγησης για να γίνει ανεκτή. Η συλλογή αποτελεί μια λογοτεχνική πράξη μνήμης και αλληλεγγύης. Είναι η ποιητική και υπαρξιακή εξερεύνηση της παρηγοριάς, της καταφυγής, της λύτρωσης  μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες.

 

 

 

Ελένη Κοφτερού

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.