You are currently viewing Ελένη Λόππα: Γεωργία Μακρογιώργου, Ανταύγειες, εκδ. ΑΩ, 2023

Ελένη Λόππα: Γεωργία Μακρογιώργου, Ανταύγειες, εκδ. ΑΩ, 2023

Το νέο βιβλίο της Γεωργίας Μακρογιώργου στην καλαίσθητη έκδοση του ΑΩ, με το έργο της Τίνας Κόντογλη στο εξώφυλλο, αντλεί τον τίτλο Ανταύγειες από την ομώνυμη λέξη στον πρώτο στίχο της τετράστιχης στροφής του Γιάννη Ρίτσου, από «Το τραγούδι της αδελφής μου», που αποτελεί και το μότο του βιβλίου. Ανταύγειες όμως φωτίζουν και τα μαλλιά των τριών πρωταγωνιστριών. Σε ολόκληρο το βιβλίο φιλοξενούνται διάσπαρτα στίχοι του Γ. Ρίτσου, μελοποιημένοι από τον Μ. Θεοδωράκη, αλλά και άλλων ποιητών και συνθετών. Μια ματιά στις σημειώσεις του τέλους μάς δείχνει πως η συγγραφέας στο βιβλίο της συνομιλεί όχι μόνο με τη μουσική και το τραγούδι, αλλά και με το θέατρο, τη ζωγραφική, την ελληνική και ξένη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Άλλωστε ο καμβάς πάνω στον οποίο στήνεται ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου είναι το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα.

Το βιβλίο περιλαμβάνει συνολικά τριάντα κεφάλαια έντιτλα, όχι ιδιαίτερα εκτεταμένα, τα οποία αποτελούνται από επί μέρους ενότητες που ξεχωρίζουν μεταξύ τους με ένα διακριτικό σύμβολο. Υπάρχει μια συνεχής εναλλαγή ρηματικών προσώπων, που αφηγούνται γεγονότα από τη δική τους οπτική γωνία. Από την αρχική φράση, στην πρώτη μικρή παράγραφο του βιβλίου δηλώνεται ο χρόνος: Οκτώβρης του 2020, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην αρχική φράση, στην πρώτη παράγραφο του τελευταίου μέρους, με τη δήλωση του χρόνου: Μάρτης 2022. Άρα, η υπόθεση του βιβλίου εξελίσσεται μέσα στα δύο χρόνια της κορύφωσης της πανδημίας, από το 2020 ως το 2022. Στη μικρή αυτή αρχική παράγραφο η συγγραφέας μας συστήνει τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας, την Αντιγόνη, τη μητέρα της, Ματίνα και τη γιαγιά της, Φιλιώ. Επίσης μαθαίνουμε, από την τηλεόραση που παρακολουθούν, την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και συμπεραίνουμε από την αυθόρμητη έκφραση των συναισθημάτων τους τις πολιτικές πεποιθήσεις των πρωταγωνιστριών. Παρατηρούμε ακόμη την ενασχόληση της Αντιγόνης με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (instagram, και στη συνέχεια με τα: viber, messenger, facebook). Το βιβλίο, λοιπόν, επικεντρώνεται στις ιστορίες των τριών γυναικών, τριών διαφορετικών γενιών, που ζουν την περίοδο της πανδημίας στο ίδιο σπίτι και σιγά σιγά, μέσα από διάφορες καταστάσεις, αποκαλύπτονται τα μυστικά τους. Κάποτε ένα τραγούδι, ένας συνειρμός, μια εκ βαθέων αφήγηση, οδηγούν σε βαθιά τραύματα που βίωσαν, σε έρωτες αδιέξοδους, σε διάρρηξη οικογενειακών σχέσεων. Ο ρυθμός της αφήγησης θυμίζει κινηματογραφική ροή και πλάνα, άλλοτε γίνεται ασθματικός, άλλοτε πιο αργός, με σπασίματα της ροής, με πολλούς συνειρμούς και εμβόλιμα στοιχεία, που καθυστερούν την εξέλιξη της ιστορίας.

Στο πρώτο αρκετά εκτεταμένο και βασικό κεφάλαιο με τίτλο, Τα πετραδάκια της Αντιγόνης (σελ. 9-24), πληροφορούμαστε την ενασχόλησή της, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με τη γραφή για ένα μυθιστόρημα, σχετικό με τη ζωή της γιαγιάς της, την αγωνία της γραφής και τις αλλεπάλληλες τεχνικές που εφαρμόζει, τη χρήση μικρών χρωματιστών χαρτιών, όπου κρατάει σημειώσεις, τον έρωτά της για τον Σοφοκλή που βρίσκεται στην Αγγλία, την τυχαία ανακάλυψη ενός σημειώματος που έκρυβε η γιαγιά, με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Λουντέμη. Και στη συνέχεια, με συνειρμούς τη γνωριμία της με τον Σοφοκλή το 2019, το διήγημα που έγραψε το 2020 για έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό, με θέμα τον εγκλεισμό, όπου αφηγείται η γιαγιά σε α΄ πρόσωπο και στο ιδιόλεκτό της. Στις ενότητες που ακολουθούν η γιαγιά μετακομίζει στο σπίτι της κόρης της, η Αντιγόνη τής βάφει τα μαλλιά με ροζ ανταύγειες, όμοιες με τις δικές της και χρησιμοποιεί τη γλώσσα των νέων, όπως: «Έλα ρε μάνα», «fuck», «γκουγκλάρω», «wow!», «σούπερ ατάκα!», «μπλιαχ!». Γνωρίζουμε, μέσα από την αφήγησή της, τα άλλα μέλη της οικογένειας, τον πατέρα και τον αδελφό, ανώνυμα ακόμη, αλλά τις συνήθειες, τον χαρακτήρα και τις εντάσεις τους, το τατουάζ της, που παριστάνει ένα τριανταφυλλάκι και ένα αηδονάκι, βασισμένο σε παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλντ, την αγάπη της για τη φωτογραφία, για το χωριό και την αποστροφή της για τις φωτογραφίες των πεθαμένων. Μαθαίνουμε ακόμη για τον παππού και τη γνωριμία με τη γιαγιά, που θυμάται τα παιδικά της χρόνια, τον εμφύλιο, το κάψιμο του χωριού και τη μετακόμιση σε άλλα χωριά κι έπειτα στη Σαλονίκη, όπου ο παππούς έμπλεξε με ποτά και χαρτοπαιξίες και η γιαγιά δούλευε σε βιοτεχνίες κι έκρυβε τα λεφτά μη τα βρει «ο ανεπρόκοπος», το ξύλο που έφαγε από τον παππού και το φευγιό του από το σπίτι, όπως τραυματικά το θυμόταν η μάνα της η Ματίνα. Έπειτα η Αντιγόνη θυμάται πάλι συνειρμικά τη γνωριμία της με τον Σοφοκλή που σκηνοθέτησε το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας και η Αντιγόνη πήρε τον ρόλο του Πουκ. Τις πρόβες παρακολουθούσε και ο κυρ Λευτέρης, φίλος της γιαγιάς, που τους έπιασε μια μέρα να της λέει τη σημαδιακή φράση από την ταινία Καζαμπλάνκα: «Εμείς θα έχουμε για πάντα το Παρίσι μας». Όταν ρωτάει τη γιαγιά, γιατί της έλεγε αυτή τη φράση ο κυρ Λευτέρης, εκείνη απαντάει δήθεν αθώα: «Πού να ξέρω πιδάκι μ’ γέρος είναι και ξεκούτιανε». Ωστόσο, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο έχουμε την προσήμανση για τον ρόλο του κυρ Λευτέρη στη ζωή της γιαγιάς.

Βέβαια τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η γιαγιά, την ιστορία της θέλει να κάνει μυθιστόρημα η εγγονή της Αντιγόνη. Όπως αναφέραμε, υπάρχουν διαφορετικά ρηματικά πρόσωπα στην αφήγηση. Σε γ’ ενικό ένας παντογνώστης αφηγητής μάς μιλά για το «παιδί», τις εμβοές και τους εφιάλτες της Ματίνας, κάτι που προοικονομεί ένα συμβάν στο παρελθόν τραγικό. Μαθαίνουμε όμως και για τα δικά της παιδιά, τον γιο της που παράτησε το πανεπιστήμιο, την άλλη κόρη της τη φοιτήτρια, που έβαψε μοβ τα μαλλιά της, έβαλε σκουλαρίκι στη μύτη και συζεί με μια άλλη γυναίκα, όπως αποκαλύπτεται αργότερα. Η Ματίνα είναι παθιασμένη με τη ζωγραφική, διάλεξε όμως τα παιδαγωγικά, γιατί υπάκουσε τελικά, παρά τον επαναστατικό της χαρακτήρα, στο βολέψου που της έλεγαν οι δικοί της. Για τη Ματίνα, τον γάμο της, το επάγγελμά της, τον χαρακτήρα της, τις σπουδές της, θα μιλήσει σε α’ πρόσωπο η Αντιγόνη, που ταυτίζει τις τρεις γυναίκες της οικογένειας με τις ηρωίδες του Τσέχοφ, τις Τρεις αδελφές, και μάλιστα τις προτείνει να παίξουν το θεατρικό έργο. Έχει πολύ ενδιαφέρον η εναλλαγή διαλόγων από τις Τρεις αδελφές με αυτούς της Ματίνας και της Αντιγόνης. Η αφήγηση της γιαγιάς για τα σιτοχώραφα, όπου δούλευε μικρή, της θυμίζει τον πίνακα του Βαν Γκογκ που αντέγραψε η Ματίνα και η γιαγιά είχε κορνιζώσει. Η Αντιγόνη ανακαλύπτει πίσω από την κορνίζα, όπως συνήθιζε να κρύβει η γιαγιά, στίχους από το Άσμα ασμάτων σε ένα διπλωμένο χαρτί.

Από τα ωραιότερα κεφάλαια του βιβλίου είναι σίγουρα το 7ο , το 9ο και το 10ο με τις αφηγήσεις της γιαγιάς και της Ματίνας.

Στο 7ο κεφ. Σταχτοχώρι και Ροδάνθιστο, (σελ. 45-60) τα ονόματα των χωριών είναι φανταστικά, αλλά σημαδιακά. Εκεί έζησε η γιαγιά, που αφηγείται στο ιδιόλεκτό της τα δραματικά παιδικά της χρόνια την περίοδο του εμφυλίου, τη βαρβαρότητα των χωροφυλάκων, τις συλλήψεις, τους ξυλοδαρμούς, τη σχέση τους με τους αντάρτες, αλλά και με τους πεθαμένους. Η αφήγηση της γιαγιάς σπάει και γίνεται τριτοπρόσωπη με πληροφορίες για τη Ματίνα που αντιγράφει Νταλί, τη γιαγιά που βάζει κασέτα με αντάρτικα τραγούδια και την αναφορά στην πλούσια σε cd και βιντεοκασέτες βιβλιοθήκη. Έπειτα, η Αντιγόνη πείθει τη γιαγιά για ηχογράφηση και εκείνη συνεχίζει την ιστορία της. Πώς έφυγαν από το χωριό τους, όταν γύρισε ο πατέρας της από το βουνό που τον είχαν πάρει οι αντάρτες: «Όταν γυρ’ σε ο πατέρας τα βάσανα δεν τέλεψαν. Από τη μια οι αντάρτες, από την άλλη η εθνοφρουρά κι εμείς καταμεσίς στις μάχες, στις φωτιές, στις σκοτωμοί. «Δεν είναι ζωή αυτή για σας» είπε μια μέρα ο μπαμπάς. Είχαμε κάτ’ συγγενείς στο Ροδάνθιστο {…}Μόνο δυο φορές τη βδομάδα είχε δρομολόγιο. Έπρεπε να βγουν πρώτα τα μηχανήματα, οι ναρκοσυλλέκτες, να καθαρίσουν τις δρόμοι, μετά τα στρατιωτικά τζέιμς και τελευταία ο κόσμος», (σελ. 52).  Πως πήγαν να μείνουν σε συγγενείς στο Ροδάνθιστο, που αποτέλεσε μια μάλλον ευχάριστη παρένθεση στα δύσκολα παιδικά της χρόνια. Η γιαγιά αφηγείται για τα δώρα των συγγενών, τη δουλειά στα χωράφια, το αφεντικό, την πρώτη επαφή με τα βιβλία, αλλά και για τον επαναπατρισμό στο Σταχτοχώρι, τους εφιάλτες, τους πεθαμένους της και τα κρυμμένα σημειώματά της στους πάτους των παπουτσιών της.

Στην αφήγησή της η γιαγιά στο 9ο κεφ. Παντρολογήματα (σελ. 65-72) αναφέρει με παράπονο πως οι συνθήκες του σπιτιού, αλλά και οι κοινωνικές της εποχής τής στέρησαν τη μόρφωση, πως την αρραβώνιασαν χωρίς προίκα, πως σε ένα θεατρικό αντικατέστησε τη φίλη της Ευτέρπη στον ρόλο της Αγράμπελης και πως το όνειρό της ήταν να γίνει δασκάλα. Ύστερα αναφέρεται στον γάμο της και στον γάμο της Ευτέρπης με τον κυρ Λευτέρη. Κάθε φορά όμως που αναφέρει το όνομά του, σκέφτεται η Αντιγόνη, η αφήγηση σπάει, γίνεται θρύψαλα. Έτσι προοικονομείται και πάλι ο κρυφός έρωτας της γιαγιάς με τον κυρ Λευτέρη. Άλλωστε και τα σημαδιακά αποσπάσματα από το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, με το γράμμα Μ (Μέλιος) από κάτω, εκεί παραπέμπουν. Η αφήγηση της γιαγιάς συνεχίζεται πάλι με αναφορές στη γέννηση των παιδιών της, της Ματίνας και του Παναγιωτάκη, στα αλλεπάλληλα προβλήματα που τους βρήκαν, στο μπλέξιμο του Μίλτου, του άντρα της με το πιοτό και στην απώλεια του γιου της, που τη συντάραξε.

Την αφήγηση της γιαγιάς συνεχίζει η Ματίνα, στο κεφ. 10ο Η στέρνα με το χρυσόψαρο της Ματίνας (σελ. 73-83), μετά από προτροπή της Αντιγόνης. Η Ματίνα θυμάται πώς ο πατέρας τους χτύπησε τη γιαγιά, πώς κρύφτηκε με τον αδελφό της κάτω από το κρεβάτι, πώς έφυγε η μάνα τους με ματωμένη την μπλούζα της, το ξύλο που φάγανε από μια θεία, γιατί έπαιξαν κρυφά με τα παιχνίδια του γιου της, πώς βρήκαν θαλπωρή και ρούχα στο σπίτι της Ευτέρπης που είχε ένα κοριτσάκι παραπληγικό, πώς η γιαγιά την ανάγκασε να επιστρέψει τα ρούχα στην Ευτέρπη. Ύστερα το παιχνίδι στο πάρκο, αυτή να πέφτει από το μονόζυγο λιπόθυμη και ο Παναγιωτάκης να πνίγεται στη στέρνα με το χρυσόψαρο. Τις φοβερές τύψεις της. Τη μάνα της που κάθε μέρα πήγαινε στο νεκροταφείο με το Αναγνωστικό της Α Δημοτικού και διάβαζε στον Παναγιωτάκη. Τον πατέρα της που τάιζε τη γιαγιά και την κοίμιζε, μέχρι τα σαράντα. Εκείνη δεν γύριζαν να τη δουν, τη θεωρούσαν ένοχη. Και τότε η Ματίνα στράφηκε στη ζωγραφική. Και πώς ερωτεύτηκε τα Φαγιούμ, όταν μια φιλόλογος τους τα έδειξε στην τάξη. Την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ματίνας συνεχίζει σε τρίτο πρόσωπο ο παντογνώστης αφηγητής που μας μιλά για το ταξίδι του μέλιτος με τον Άκη στην Αίγυπτο, για να δει τα Φαγιούμ, τις διαφωνίες τους, τους εφιάλτες της, αλλά και τον εφηβικό έρωτά της με τον Διονύση και το πώς τους χώρισε η μάνα της, για να μην πάθει τα ίδια που έπαθε κι αυτή από τον άντρα της. Πως φοιτήτρια ξανάσμιξε μαζί του, αλλά αυτός δεν της είπε ότι έχει έγκυο γυναίκα.

Μέσα από τους διαλόγους της Αντιγόνης και της Ματίνας ο αναγνώστης πληροφορείται την άνοια της γιαγιάς, την εξορία και τα βασανιστήρια του κυρ Λευτέρη, τα ψυχολογικά προβλήματα της Ευτέρπης.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι και το 12ο κεφάλαιο Στο σαράκι του χρόνου (σελ. 90-96), όπου περιγράφονται οι σχέσεις της Ματίνας και του Άκη, μετά από τριάντα χρόνια συζυγικής ζωής, τα φλερτ και τα ψέματά του, η αποξένωσή τους, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, το έμφραγμα στα σαράντα του χρόνια και η αλλαγή του χαρακτήρα του. Οι καθημερινοί καβγάδες τους, που παρακολουθεί με θλίψη η Αντιγόνη, μέσα από τους έντονους  διαλόγους τους για τη γιαγιά που ήταν εμπόδιο μες στα πόδια τους. Ύστερα, σε α’ πρόσωπο η Αντιγόνη αφηγείται πως η γιαγιά αισθάνεται ότι έγινε βάρος και θέλει να γυρίσει στο σπίτι της, όπου όμως κατοικεί ο αδελφός της Αντιγόνης. Μια προσωρινή ανακωχή ανάμεσα στους γονείς της έχει ως κατάληξη ένα ωραίο γεύμα την παραμονή των Χριστουγέννων.

Σε ένα εμβόλιμο κεφάλαιο το 14ο Οι γάτες τα’ Αϊ-Νικόλα (σελ. 99-101),  δίνεται ο χρόνος 2021 και τα γεγονότα εν συντομία που τον χαρακτηρίζουν: τα νέα στελέχη του covid-19, οι μεταλλάξεις, οι διενέξεις ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, οι γυναικοκτονίες και το κίνημα me too, γεγονότα που θυμίζουν συνειρμικά στη γιαγιά την ιστορία με τις γάτες που αναφέρει ο Σεφέρης και την αφηγείται στην εγγονή της.

Άλλο ένα εμβόλιμο κεφάλαιο είναι το 16ο Χειρόγραφο γράμμα (σελ. 106-114), ένα ανεπίδοτο τελικά, λόγω της ανασφάλειας και των αμφιβολιών της,  μακροσκελές γράμμα της Αντιγόνης στον Σοφοκλή, όπου εμπλέκονται διάφορα στοιχεία: όνειρα, η προσπάθειά της να γράψει ποίημα, οι αδιάφορες φιλίες της, τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής που παρακολουθεί, η γειτόνισσά τους Νταρίνα, το μνημείο των Εβραίων της Θεσσαλονίκης που στη Νταρίνα θυμίζει το Μπάμπι Γιαρ, ο βανδαλισμός του μνημείου στη Θεσσαλονίκη, η σχέση των Εβραίων με τους Θεσσαλονικείς και οι καταδότες, η δολοφονία του Λαμπράκη, όπου ήταν παρών και ο κυρ Λευτέρης, οι πορείες για την Πρωτομαγιά και ο νεκρός  Τούσης, τα τραγούδια του Παπάζογλου, οι φοβίες της και η ψυχοθεραπεία της.

Συγκλονιστικό είναι το πολύ σύντομο 17ο κεφάλαιο Είμαι βάρος (σελ.115-117), όπου η γιαγιά, συντριμμένη από την ιδέα πως είναι βάρος στην οικογένεια, αποφασίζει να φύγει από το σπίτι και αφηγείται την περιπέτειά της σε α’ πρόσωπο πώς χάθηκε στον δρόμο και τη βοήθησε η Νταρίνα: «Κι έτσι πως κάτσαμε, την έβλεπα αυτήν τη Νταρίνα και θαύμαζα τα μαλλάκια της τα μακριά και τα μάτια της τα πράσινα. Σαν εκείνη την κούκλα είναι, που έφερε δώρο ο αδελφός μ’ από τη Γερμανία. Είναι ψηλή. Εγώ την λέω Ρωσίδα, η εγγονή μ’ με διορθώνει. Ουκρανέζα είναι, λέει. Τι Ουκρανία, τι Ρωσία λέω εγώ, το ίδιο είναι. Όλα αυτά μια χώρα ήταν. Σοβιετική Ένωση. Τώρα χωρίσ’ καν. Αλλά μια ψυχή δεν είν΄ οι ανθρώποι; Κι αν δεν ήταν αυτοί να νικήσουν τον Χίτλερ, ποιος ξέρ’ τι θα’ μασταν τώρα. «Η γιαγιά μου η κομμουνίστρια», λέει η εγγονή μ’ και με δίνει φιλί», (σελ. 117). 

Η γιαγιά είναι η εμβληματική ηρωίδα του βιβλίου, που διαθέτει ψυχική δύναμη, χιούμορ, αγαπάει το τραγούδι και τη μουσική, είναι κομμουνίστρια, καταγράφει στίχους και κρύβει τα χαρτάκια σε διάφορους κρυψώνες, προσπαθώντας να κρύψει τον έρωτά της για τον κυρ Λευτέρη. Όπως λέει η εγγονή της: «Στο ένα χέρι τον σταυρό και στ’ άλλο το σφυροδρέπανο», ενώ η κόρη της τη χαρακτηρίζει ως εξής: «Διχασμένη είναι. Απ’ τη μια η κόκκινη ψυχή κι απ’ την άλλη ο φόβος του θανάτου, οι τύψεις και οι αμαρτίες».

Οι τρεις ηρωίδες του βιβλίου παραπέμπουν κάπως, με τις ιστορίες τους, αλλά και με τον δυναμικό χαρακτήρα τους, στο Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή. Εκτός όμως από τα βασικά αυτά πρόσωπα, υπάρχουν και άλλα που διαδραματίζουν κάποιον δευτερεύοντα ρόλο και η ζωή τους διαπλέκεται για κάποιο διάστημα με τη ζωή των κεντρικών ηρωίδων. Είναι η όμορφη, Ουκρανή Νταρίνα, που έχει γιο τον μικρό Αλέξη, μαθητή της Ματίνας στο σχολείο, και συζεί με έναν βίαιο Έλληνα. Συχνά στη γειτονιά ακούγονται οι φωνές από τους έρωτές τους, αλλά και από τα κακοποιητικά χτυπήματά του. Από τον τρόμο του ο μικρός έπαθε επιλεκτική αλαλία και η Ματίνα έκανε το παν, για να τον βοηθήσει να το ξεπεράσει.

Εμβόλιμα είναι και τα κεφάλαια 18ο με τον περίεργο τίτλο Τάπερ και Χάιντεγκερ (σελ.118-120), όπου η συζήτηση ανάμεσα στη Ματίνα και την Αντιγόνη ξεκινάει από τον Φώτη, τον αδελφό της, που ρίχνεται στη Νταρίνα και παίρνει από το σπίτι ταπεράκια με φαγητό, για να καταλήξει στη διχογνωμία μάνας και κόρης σχετικά με τον αντισημιτισμό του Χάιντεγκερ. Η Ματίνα προτείνει στην κόρη της να δει μαγνητοσκοπημένο το σεμινάριο του Θανάση Τριαρίδη, κεφ. 19ο  Φούγκα (σελ. 121-125), που αρχίζει με τη Φούγκα του θανάτου του Εβραίου ποιητή, που επέζησε από το Ολοκάυτωμα, Πάουλ Τσελάν και αναφέρεται στην απογοητευτική συνάντησή του με τον αμετανόητο Χάιντεγκερ στην καλύβα του, στον Μέλανα Δρυμό,

Στο μικρό, εμβόλιμο και πάλι, 20ο κεφάλαιο Η Νταρίνα στην Πλατεία Μεϊντάν (σελ. 126-127), ο παντογνώστης αφηγητής μας μιλά για τη συνάντηση της Νταρίνας και του Αλεξέι, πατέρα του γιου της, σε μια διαδήλωση κατά του φιλορώσου Γιανουκόβιτς, όπου μια σφαίρα σκοτώνει τον Αλεξέι. Όταν γεννήθηκε ο γιος τους του έδωσαν το όνομά του. Στη συνέχεια πληροφορούμαστε πώς η Νταρίνα γνώρισε τον Κώστα, τον εραστή της, που κάθε φορά μετανιώνει, όταν τη χτυπάει, και κάθε φορά ξανακάνει τα ίδια.

Στα επόμενα σύντομα κεφ. 21ο (Αλληγορίες της άνοιξης, σελ. 128-131), 22ο (Τσουρέκι με μερέντα, σελ.132-135), 23ο (Νάρκισσοι και εντεράκια, σελ. 136-140), 24ο (Αποκαλύψεις, σελ. 141-145), 25ο  (Το πρόσωπο του Ζέφυρου, σελ. 146-148), πληροφορούμαστε σε τρίτο πρόσωπο την αντιγραφή του πίνακα του Μποτιτσέλι από τη Ματίνα, τον κορονοϊό που κόλλησαν όλοι, εκτός από τη γιαγιά, και πιο βαριά η Ματίνα, που βρέθηκε στη ΜΕΘ. Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Αντιγόνης, κεφ. 22ο,  μαθαίνουμε για την ανάρρωση της μάνας της, τα τσουρέκια που έφτιαξε και τον Επιτάφιο που στόλισαν οι τρεις τους, γιαγιά, Ματίνα, Αντιγόνη. Στο επόμενο κεφάλαιο, 23ο, η Ματίνα θυμάται τα πασχαλινά δώρα της από την Ευτέρπη, όταν ήταν μικρή. Η συνάντησή της, μετά από χρόνια, με τον χωρισμένο Διονύση, τη βάζει σε σκέψεις για την εμφάνισή της. Στις Αποκαλύψεις, κεφ. 24ο , σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση η Αντιγόνη αφηγείται το πόσο σοκαρίστηκαν οι γονείς της από το φιλί της αδελφής της στο στόμα της φίλης της Βίβιαν, την ώρα του πασχαλινού τραπεζιού, και το πώς η ίδια τους μέμφεται για τον πουριτανισμό τους. Στο κεφ. 25ο  Το πρόσωπο του Ζέφυρου, η Ματίνα αποκαλύπτει το ψέμα του Άκη για το μενταγιόν, που το βλέπει στον λαιμό της νεαρής δασκάλας Ελένης και αποφασίζει να ζητήσει απόσπαση στις Κυκλάδες. Εντωμεταξύ, το πανελλήνιο συγκλονίζεται από τη δολοφονία της Καρολάιν και την παραπλάνηση των αρχών από τον άντρα της, ενώ μόνο η γιαγιά δεν είχε καμιά αμφιβολία. Όταν, λοιπόν, η Ματίνα στον πίνακά της, Αλληγορίες της άνοιξης, έδωσε στη Φλώρα τα χαρακτηριστικά της Καρολάιν και στον Ζέφυρο του άντρα της, η γιαγιά έξαλλη αναποδογύρισε και κατέστρεψε τον πίνακα.

Στο κεφ. 26ο Στο χωριό (σελ. 149-159) συμβαίνουν αρκετά γεγονότα, όπως και στα επόμενα 27ο και 28ο και 29ο . Η αφήγηση γίνεται σε α’ πρόσωπο από την Αντιγόνη σε όλο το κεφάλαιο. Η Νταρίνα, χτυπημένη άλλη μια φορά από τον σύντροφό της, βρίσκει καταφύγιο μαζί με τον γιο της στο χωριό, με την Αντιγόνη και τη γιαγιά. Ο Φώτης τη φλερτάρει διαρκώς, αλλά η Αντιγόνη καιροφυλακτεί. Μια πυρκαγιά που ξεσπά καίει το δάσος στο χωριό και η γιαγιά αλλόφρων χάνει τη μιλιά της. Ίσως θυμήθηκε τις πυρκαγιές στον εμφύλιο. Τότε ο κυρ Λευτέρης πρότεινε να πάνε και οι δυο σε γηροκομείο. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του πείθει την Αντιγόνη για τον έρωτά τους. Η γιαγιά πάντως, όταν έχασε τον γιο της, πιστεύει ότι την τιμώρησε ο Θεός για την απάτη σε βάρος της Ευτέρπης. Σε κάποια ενότητα του κεφαλαίου, συνεχίζει η Αντιγόνη, ο κυρ Λευτέρης εξιστορεί όσα πέρασε  ως εξόριστος από τη χούντα στη Λέρο, όπου γνώρισε και τον Ανδρέα Λεντάκη. Και όλοι θυμήθηκαν τη συναυλία του Μ. Θεοδωράκη στο Παλαί ντε Σπορ, όταν έπεσε η Χούντα.

Το κεφ. 27ο , με τον σημαίνοντα τίτλο, Όνειρα καλοκαιρινής νύχτας (σελ. 160-166) αναφέρεται σε γ’ ενικό πρόσωπο στις ανακαλύψεις της Αντιγόνης και της Νταρίνας στο υπόγειο του σπιτιού, όπου βρίσκουν κρυμμένα πολλά χαρτάκια που φύλαγε η γιαγιά με αποσπάσματα από το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, αφού ταύτιζαν τους εαυτούς τους ο κυρ Λευτέρης και η γιαγιά με τον Μέλιο και την Αγράμπελη. Υπήρχαν όμως στα χαρτάκια και άλλες φράσεις όπως: «Εμείς θα έχουμε για πάντα το Παρίσι μας» από την ταινία Καζαμπλάνκα, αλλά και ραβασάκια που αντάλλασσαν μεταξύ τους η γιαγιά και ο κυρ Λευτέρης. Κάποια μέρα κατέληξαν σε φθηνό ξενοδοχείο στον Βαρδάρη, όπου έφτασε η είδηση για τον πνιγμό του Παναγιωτάκη. Από τότε η γιαγιά απομακρύνθηκε από τον Λευτέρη, ενώ η Ευτέρπη που είχε καταλάβει τη σχέση τους, δεν μίλησε, τη συμπόνεσε για την απώλεια του παιδιά της, αλλά μαράζωσε κι έφυγε νέα από τη ζωή. Η Αντιγόνη αντιλαμβάνεται τις κρυφές ματιές του Σοφοκλή στη Νταρίνα και προσπαθεί να τον απομονώσει. Μια μέρα η Νταρίνα αποφασίζει να φύγει με τον γιο της για την Ουκρανία κι ο Σοφοκλής για την Αγγλία, ενώ το Σταχτοχώρι έγινε όνομα και πράγμα, μετά την πυρκαγιά.

Το κεφ. 28ο Το σπίτι ατελιέ ζωγραφικής (σελ. 167-173) αναφέρεται κυρίως στη Ματίνα σε γ’ πρόσωπο, όταν ο Άκης φεύγει από το σπίτι. Τότε αποφασίζει να ασχοληθεί με τον εαυτό της και τον Διονύση. Τα ορθογραφικά του όμως λάθη στα μηνύματα, η αγάπη του για το ποδόσφαιρο και το κυνήγι της χαλούν τη διάθεση. Αρχίζει πάλι τις αντιγραφές στη ζωγραφική, όπως Νταλί και το φιλί του Κλιμτ. Σε κάθε δωμάτιο τοποθέτησε διαφορετικά έργα. Στης γιαγιάς Φαγιούμ, στης Αντιγόνης γυναίκες με καπέλα, στην κρεβατοκάμαρα τα Σιτοχώραφα του Βαν Γκογκ, στο σαλόνι την Αλληγορία της άνοιξης, με τα μαλλιά των γυναικών με κόκκινες, ροζ και μοβ ανταύγειες.

Το επόμενο 29ο κεφ. Γκρεμίσματα (σελ. 174-177) ολοκληρώνει σε τριτοπρόσωπη αφήγηση την απογοήτευση της Ματίνας από τον Διονύση, την επιστροφή στο σπίτι του Άκη, μετά το δεύτερο έμφραγμα και τα εύστοχα σχόλιά του για τους πίνακές της, που έκαναν τη Ματίνα να σκεφτεί πως αυτή η «κουλτουριάρικη» πλευρά του την κρατούσε δέσμια χρόνια.

Το τελευταίο κεφ. 30ο  είναι Το δικό μου ραβασάκι (σελ. 178-184). Σ’ αυτό προηγείται μια μικρή παράγραφος με δήλωση του χρόνου, Μάρτης 2022 και αναφέρεται στη διαδήλωση κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Το «ραβασάκι» είναι ένα εκτεταμένο e-mail που στέλνει η Αντιγόνη στον Σοφοκλή σε α’ πρόσωπο από τη Ζάκυνθο, όπου τοποθετήθηκε ως αναπληρώτρια. Του εκμυστηρεύεται τη ζήλεια που ένιωθε για την Νταρίνα, γιατί νόμισε ότι ο Σοφοκλής ήταν ερωτευμένος μαζί της, το πώς προσπάθησε να το ξεπεράσει, το ότι σκέφτεται να γράψει ένα βιβλίο με την ιστορία της γιαγιάς και της μητέρας της. Του αναφέρει όλες τις εξελίξεις στο σπίτι της, για τη μάνα της που υπηρετεί τώρα στις Κυκλάδες, για τους πίνακές της, για την αδελφή και τον αδελφό της, για την κατάρρευση του πατέρα της, μετά την απόσπαση της μάνας της, την επίσκεψή της στη γιαγιά και στον κυρ Λευτέρη στο γηροκομείο, όπου τους πήγε όλα τα κειμήλια της αγάπης τους, τον χρόνο της που αφιερώνει στο λάπτοπ, δοκιμάζοντας διάφορες τεχνικές, για να γράψει το βιβλίο της.

Στο σημείο αυτό έχουμε από τις ωραιότερες σκέψεις της συγγραφέα για το πώς αντιμετωπίζει τη γραφή, αλλά και τον ταραγμένο κόσμο μας, χρησιμοποιώντας πολλές μεταφορικές φράσεις και παρομοιώσεις : «{…}Λόγια, πολλά λόγια. Μαζεύω λόγια, φτιάχνω λόγια. Σαν πλαστελίνες είναι. Πλάθω φιγούρες σαν μικρά ανθρωπάκια και τις αραδιάζω στο κομοδίνο. {…}Σιγά σιγά πολλαπλασιάζονται, γίνονται ολόκληρος στρατός. Σαν τοτέμ μοιάζουν του ταραγμένου κόσμου μας. Στέκουν εκεί και με κοιτούν. Ψάχνουν για απαντήσεις. Ντρέπομαι που δεν μπορώ να βοηθήσω. Ντρέπομαι και χαμηλώνω τα μάτια». Πολύ ενδιαφέρον νοηματικά παρουσιάζει και η μικρή καταληκτική παράγραφος, όπου η Αντιγόνη ταυτίζει τον έρωτά της για τον Σοφοκλή, με εκείνον της γιαγιάς της και του Λευτέρη, επιλέγοντας να κλείσει το γράμμα της με την αγαπημένη τους, αισιόδοξη φράση από τη σκηνή του αποχωρισμού στην ταινία Καζαμπλάνκα: {…} Ξέρεις, είπα ψέματα ότι έδωσα στα δυο παιδιά που μετράνε τ’ άστρα όλα τα ραβασάκια τους. Κράτησα κι ένα για μένα. Αυτό που λέει: «Θα έχουμε για πάντα το Παρίσι μας».

Το βιβλίο της Γεωργίας Μακρογιώργου μας αφήνει με μια γλυκόπικρη γεύση, καθώς ταυτιζόμαστε με τις δύσκολες συνθήκες των ηρωίδων, κυρίως της γιαγιάς: εμφύλιος, φτώχεια, σκληρή δουλειά, στέρηση μάθησης, απεγνωσμένος έρωτας, μοιχεία και εξαπάτηση της καλύτερης φίλης, δικτατορία, εξορία και βασανιστήρια του αγαπημένου, αλλά συγχρόνως και πείσμα κόντρα σε όλα, πίστη σε ιδανικά, πολιτικό όραμα. Οι τρεις γυναίκες αγωνίζονται να ξεπεράσουν τις αντιξοότητες της ζωής τους, χωρίς να παραιτούνται από τα δικαιώματά τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα δευτεραγωνιστικά πρόσωπα του βιβλίου, με τις προσωπικές ιστορίες και τα δεινά τους: Η Νταρίνα και η Ευτέρπη. Όλη η πλοκή στηρίζεται, όπως αναφέραμε, στο βιβλίο του Λουντέμη Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα και στην ταύτιση  του κυρ Λευτέρη και της γιαγιάς με τους ήρωες του Λουντέμη, τον Μέλιο και την Αγράμπελη, που τους ρόλους τους υποδύθηκαν στο θεατρικό έργο του σχολείου. Βασίζεται επίσης στην κλασική, αποχαιρετιστήρια φράση από την ταινία Καζαμπλάνκα. Αποτελούν και τα δύο ενδιαφέρον εύρημα της Γ. Μ.  Άλλο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου είναι ο χωρόχρονος μέσα στον οποίο τοποθετείται. Το παρελθόν και το παρόν. Τα χωριά, με τα σημαδιακά τους ονόματα, η περίοδος του εμφυλίου και της δικτατορίας, μέσα από τις αφηγήσεις με flash back, η περίοδος της πανδημίας, η εισβολή στην Ουκρανία. Οι οπτικές γωνίες και τα ρηματικά πρόσωπα εναλλάσσονται διαρκώς, κρατώντας αδιατάρακτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την εξέλιξη της ιστορίας. Μερικά κεφάλαια, που ονομάζω εμβόλιμα, δεν έχουν άμεση σχέση με την ιστορία καθαυτή, θα μπορούσαν ίσως και να παραλείπονται, προσθέτουν ωστόσο κάποια στοιχεία, για να σχηματίσουμε πληρέστερη εικόνα για τις πρωταγωνίστριες και την προσωπικότητά τους: τις ευαισθησίες, τις γνώσεις τους, τις γλωσσικές επιλογές και το ιδιόλεκτό τους, την αγάπη τους για τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, τη μουσική και τα τραγούδια, το θέατρο και τον κινηματογράφο, όλα όσα συντελούν στην εσωτερική τους καλλιέργεια, τα πολιτικά τους πιστεύω, τα πάθη και τα παθήματά τους, που όμως τα αντιμετωπίζουν με τόλμη, ξεπερνώντας συχνά τις κοινωνικές νόρμες της εποχής τους και δίνοντας εν τέλει στον αναγνώστη ένα αισιόδοξο κι ελπιδοφόρο μήνυμα για το μέλλον.

  

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.