You are currently viewing Ελένη Λόππα: Βάλτερ Πούχνερ, Ο Μικρός, εκδ. Νίκας, Δεκέμβριος 2023

Ελένη Λόππα: Βάλτερ Πούχνερ, Ο Μικρός, εκδ. Νίκας, Δεκέμβριος 2023

Από την εξαιρετικά πλούσια συγκομιδή βιβλίων των τελευταίων μηνών του 2023 του πολυγραφότατου θεατρολόγου, ομότιμου καθηγητή του ΕΚΠΑ, λαογράφου, συγγραφέα, βιβλιοκριτικού και ποιητή, ενός σπάνιου για την εποχή μας homo universalis, Βάλτερ Πούχνερ, (Ευρήματα, εκδ. Αρμός, Νοέμβριος 2023, Σκηνές, εκδ. Οδός Πανός, Δεκέμβριος 2023, το δίγλωσσο, ελληνικά και γερμανικά, Walter Puchner, 150 Χάϊκου και Τάνκα. Ασκήσεις στην αυστηρή μορφή, εκδ. ΟΤΑΝ, Δεκέμβριος 2023 και Ο Μικρός, εκδ. Νίκας, Δεκέμβριος 2023), βρίσκεται κανείς σε πραγματικό δίλημμα τι να επιλέξει να παρουσιάσει, αφού όλα είναι ξεχωριστά.

Αλλά το βιβλίο του, Ο Μικρός, είναι εντελώς διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα. Πρόκειται για ένα πεζογράφημα εβδομήντα πέντε σελίδων, γραμμένο σε ποιητική γλώσσα και γεμάτο από φιλοσοφικούς στοχασμούς, που αποτελείται από 27 κεφάλαια. Στην αρίθμηση προτάσσεται πάντα το άρθρο με το επίθετο: Ο μικρός 1, Ο μικρός 2, κ.τ.λ. Αφιερώνεται σε όλα τα εγγόνια του ποιητή, επιλέγει όμως ένα από αυτά, το πιο ιδιαίτερο και χαρισματικό και, να, πώς το παρουσιάζει στο αρχικό κεφάλαιο 1:

«Ήταν μικρός. Στο στενό στήθος του χώραγε ο κόσμος. {…}Γι’ αυτόν έλαμπε ο ήλιος. {…}Από μόνη της, η μικρή μορφή, εξέπεμπε μια τρομακτική ενέργεια. Μαγνήτης που τον κόσμο δημιουργεί και τον κόσμο μπορεί να καταπίνει». Ο παππούς με διακριτικότητα και αγάπη αναλαμβάνει να μυήσει τον μικρό εγγονό της προσχολικής ηλικίας στον θαυμαστό κόσμο της φύσης, της τέχνης και της ζωής. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα  Bildungsroman, για ένα μυθιστόρημα μαθητείας.

Στα πρώτα κεφάλαια ως και το 13 ο οξυδερκής και σοφός παππούς, παρατηρεί, καταγράφει και παρουσιάζει το πώς ο μικρός αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο, τα ενδιαφέροντά του, τον πολύπλευρο χαρακτήρα του, τις σκέψεις του, την εξωτερική του εμφάνιση, τα αγαπημένα του αντικείμενα, την αποστροφή του για το φαγητό. Η μύηση από τον παππού γίνεται σταδιακά και αβίαστα, στην αρχή μέσω των παραμυθιών, μετά μέσα από αποσπάσματα του Ηράκλειτου και μερικές επιστημονικές θεωρίες, όπως εκείνη της σχετικότητας, της αστροφυσικής και της κβαντικής μηχανικής: «Εκεί να δεις παραμύθια», σκέφτηκε ο μικρός (κεφ. 2).

Ενώ μια μέρα κλωτσάει, σαν παιδί, τις πέτρες στον χωματόδρομο, τον απασχολεί συγχρόνως η σκέψη, σαν να είναι φιλόσοφος, αν η τέχνη συνθέτει τα καλλιτεχνήματά της με υλικά της πραγματικότητας και άυλα στοιχεία της φαντασίας, τότε είναι μεταφυσική από τη φύση της. Μια πέτρα όμως σπάει μια βιτρίνα και ο μικρός διακόπτει τον συλλογισμό του. Φεύγοντας εσπευσμένα από το σημείο, τον ακολουθεί μία σκυλίτσα κι ο μικρός απορεί πώς ένας τόσο μικροσκοπικός οργανισμός χωράει τόσο μεγάλες ιδέες. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε τον εαυτό του (κεφ. 3),

το πόσο προχωρημένη δηλαδή είναι η σκέψη του για την ηλικία του, που σύμφωνα με την ποιητική περιγραφή του παππού, ήταν: «από μωρό θεατής, ένοικος και κάτοικος σε ένα δυσεξήγητο μαγνητικό πεδίο, που κύρτωνε τον χρόνο και τον χώρο», και, όπως θα έλεγε ένας δάσκαλος σοφός, αλλά μακριά από τη vita contemplativa, τη στοχαστική ζωή των δημιουργών, όπως ήταν του παππού και η δική του: «ένα ιδιαίτερο παιδί, μάλλον θα γίνει φιλόσοφος». Στη συνέχεια  μάς μιλά για τα σχήματα και τα γράμματα μιας ακόμη αδιαμόρφωτης γραφής, με τα οποία ο μικρός γέμιζε τετράδια που τα φύλαγε σαν ευαγγέλια, για την αγάπη του για τα ανόργανα υλικά, τα κρύσταλλα, τα βότσαλα, αλλά και για την αποστροφή του για τις τροφές.  Γι’ αυτό και ήταν κάτισχνος. Από την άλλη όμως, κατά τον παππού, « η αδυναμία του σώματος σαν να γινόταν πνευματική ενέργεια». Ακόμη και οι φυτοφάγοι, συνεχίζει με ποιητικό τρόπο παππούς, ήταν για τον μικρό υποκριτές, αφού όλα έχουν ψυχή: «Και τα δέντρα σκέφτονται. Κάθε δάσος φιλοσοφική σχολή. Και τα λουλούδια θέλουν αγάπη. {…}Και τρώμε τις κολοκυθοκορφάδες σα να είναι άψυχα» (κεφ. 4).

Στο κεφάλαιο (5) ο παππούς μάς παρουσιάζει και μία άλλη πλευρά του μικρού και απορεί και ο ίδιος πώς ένα παιδί με τόση οξύνοια είναι δεισιδαίμον, πιστεύει στη βασκανία, στους οιωνούς, στην ενέργεια του βλέμματος, στη δύναμη της οξείας κραυγής, αλλά και στα θαύματα. Και καταλήγει θυμοσοφικά: «Αυτό το παιδί ζει στον κόσμο του. Στην κυριολεξία».

Στη συνέχεια (κεφ. 6) ο παππούς μάς παρουσιάζει τον εγγονό σε μοναχικούς περιπάτους ως, flâneur, πλάνητας, να τον απασχολεί το θέμα των σχημάτων του κύβου και του κύκλου στην αφηρημένη τέχνη, και βρίσκει τα πλεονεκτήματα του κύκλου, σε αντίθεση με τον κύβο ή το τετράγωνο. Άλλωστε, καταλήγει στον φιλοσοφικό στοχασμό: «η συνολική ζωή ανακυκλώνεται δίχως απότομες στροφές. Με κωδωνοκρουσίες, με κολυμβήθρες ή λάκκους», ένα μοτίβο που συναντάμε συχνά στα ποιήματα του Β. Π., όπως «από το λίκνο στο κιβούρι» (βλ. και σελ. 58)

Στο επόμενο κεφάλαιο (7) ο παππούς μάς αποκαλύπτει την αγάπη του μικρού μόνο για τη σοκολάτα και τα παγωτά από όλα τα εδώδιμα, κι όπως λέει, με ακαταμάχητο χιούμορ και λογική, στον παππού του: «Στις συσκέψεις κορυφής θα έπρεπε να τρων μόνο σοκολάτα και παγωτό. Η ατμόσφαιρα θα ήταν πιο χαλαρή και οι λύσεις θα προέκυπταν από μόνες τους. Όλοι θα είχαν ζάχαρο, αλλά δε θα υπήρχαν πόλεμοι»  

Ήταν όμως ακόμη ο μικρός λάτρης της παράδοσης, των ηθών και των εθίμων. Επιπλέον, από νωρίς έγινε και ψυχογνώστης. Ήταν επίσης είρων φοβερός. Αλλά και χιουμορίστας, αστείος, ετοιμόλογος, γνωστικός. Αγαπούσε τα παιδιά για την αυθεντικότητά τους, ενώ βαριόταν το θέατρο των μεγάλων και τις κακώς κρυμμένες προθέσεις τους. Και καταλήγει στην περιγραφή του χαρακτήρα του ο παππούς: «Ναι. Ήταν ιδιαίτερο παιδί» (κεφ. 8).

Αλλά ήταν και λάτρης της μουσικής. Από μωρό νανούριζε τον εαυτό του. Κι  όπως λέει ο παππούς: «Αυτή η εσωτερική μουσική δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Ήταν ο cantus firmus των συλλογισμών του». Το ξεκούρδιστο πιάνο στο σπίτι του παππού έγινε το μεγάλο πάθος του (κεφ. 9).

Ύστερα το στόμα του παππού έγινε για τον μικρό η πηγή με το τρεχούμενο νερό. Στο κεφάλαιο αυτό ( 10) περνούν πολύ σημαντικές απόψεις του παππού για την πρώτη εμπειρία της γλώσσας την ομιλία, τον προφορικό λόγο, την ανωτερότητα της προφορικής λογοτεχνίας, που ακουμπά σε πράγματα και εμπειρίες. Έπειτα έρχεται η γραφή  και η τριτογενής διαδικασία το διάβασμα, «Η ανάσταση των νεκρών γραμμάτων στη φωνή ή στη βουβή ανάγνωση, που είναι ιστορικό επιφαινόμενο». Αλλά για τον μικρό της προσχολικής ηλικίας η γλώσσα φάνταζε ως «κάλπικο υποκατάστατο του πραγματικού κόσμου. Μια λέξη καμώνεται να εκπροσωπεί ολόκληρο τον ωκεανό». Στη συνέχεια ο μικρός αγάπησε την ποίηση. Και κρυφά από τον παππού, έγραφε σε μια γλώσσα αδιαμόρφωτη, όλο ήχους και ρυθμούς.

Στο κεφάλαιο (11) ο μικρός νιώθει, σαν μια νόσο ανίατη και βασανιστική, την έλξη για το άλλο φύλο. Όμως γι’ αυτόν η ελευθερία δεν πρέπει να χάσει τη δύναμη.  

Ο παππούς διάβασε τις αδιαμόρφωτες σκέψεις του μικρού (κεφ. 12), σχετικά με την ποιότητα έναντι της ποσότητας, τον πλούτο της ποικιλότητας, τη δυσπιστία προς τα χρήματα, για το έχει κι όχι το είναι,  την αδικία,  την ανισότητα, την εκμετάλλευση, τη φτώχεια. Κι όλο αυτό το κακό που ο μικρός πιστεύει πως άρχισε με τους αριθμούς.

Όταν ήρθαν στην πόλη από το χωριό (κεφ. 13), η αστικοποίηση για τον μικρό ήταν ένα σοκ, όπως και η αλαζονεία της σπατάλης. Τότε ο παππούς βρήκε τη λύση: εκδρομές και πορείες στη φύση, «που επανασυνδέουν το σώμα με την ιστορία του και την ψυχή με το κρυφό όλο, που δεν πρέπει να χάσουμε».

Από το κεφάλαιο (14) αρχίζει πιο συστηματικά η μυητική διαδικασία του μικρού πρώτα στη φύση, σε δάση απάτητα του Πηλίου, που με απαράμιλλο ποιητικό τρόπο περιγράφει ο παππούς: «Μέρες και μέρες ντύνονταν τις φυλλωσιές.{…} Δέχονταν πουλιά στα μαλλιά τους, κι όταν στέκονταν, ώσμωση ανέβαινε μια τρομακτική δύναμη από τη γη, που τους έκανε ακούραστους. {…}Και ο μικρός… με το βαθυσκάφος είχε κατεβεί σε βυθούς πριν την ανθρωπόκαινο. Σε εποχές που ήταν όλα δέντρα».

Το επόμενο βήμα ήταν η μύηση στη μουσική του Μότσαρτ, που στο πεντάγραμμό του «βρίσκεις νότες μικρούς ήλιους. Κουκκίδες με τεράστια ενέργεια». Ακολούθησε ο Μπαχ, ο Beethoven και ο Debussy. Και ο μικρός συνειδητοποίησε πως φύση και τέχνη είναι ένα (κεφ. 15).

Ακολούθησε η ανάβαση στον Όλυμπο (κεφ. 16) ως την ψηλότερη κορυφή του, με τις σοφές συμβουλές του παππού: «μην ξεκινήσεις γρήγορα. Αργά και συστηματικά. Βάλε κάποιον Μότσαρτ στο μυαλό και πήγαινε.{…} Και η φύση σε δέχεται. {…}Μέγα μάθημα το βουνό, λοιπόν. Σε καλεί, όταν το χρειάζεσαι».

Σε αντίθεση με το βουνό, η θάλασσα είναι μόνο φύκια και αλμύρα. «Ευμετάβλητη και κυκλοθυμική. Να την αγαπάς και να τη φοβάσαι». Το ταξίδι τους αυτή τη φορά ήταν στην Όλυμπο της Καρπάθου (κεφ. 17), «χωριό των λαογράφων και των ανθρωπολόγων». Αλλά η θάλασσα. «Θέλει κι εμάς. Καλύτερα στεριανός, σκέφτηκε, να προσκυνάς το χώμα και το βουνό {…}Δεν χτίζεις σπίτι στο νερό».

Σειρά στη μύηση έχει το σκάκι (κεφ. 18), «Το παιχνίδι των παιχνιδιών. Παιχνίδι των βασιλέων, παιχνίδι της ζωής». Αλλά και «Η μύηση στον ανταγωνισμό». Και καταλήγει στο συμπέρασμα: «Το σκάκι δεν είναι παιχνίδι αρμονίας. Ούτε αγάπης. Οξύνει τον νου. Αλλά στην επιφάνεια. Σ’ ένα εργαλειακό επίπεδο».

Και έρχεται η σειρά του ποδήλατου (κεφ. 19). Στην αρχή φοβάται, μα μετά νιώθει τη μέθη της ελευθερίας. «Από πεζοπόρος γίνεται ποδηλάτης. Αλλάζει ο ρυθμός του κόσμου. {…}Οι βόλτες στην αυλή είναι η ανακάλυψη της Αμερικής».

Ο μικρός συνομιλούσε κυρίως με τα παιδιά (κεφ. 20). Αγαπούσε το γέλιο τους, ενώ δεν ήταν σίγουρος για τα χαμόγελα των μεγάλων. Γι’ αυτό, «Πρέπει να κοιτάζεις πάντα τα χείλη. Και το πρόσωπο ολόκληρο. Το πρόσωπο είναι βιβλίο. Σωστή βιβλιοθήκη». Και καταλήγει ο αφηγητής: «δεν συνεννοείσαι βαθύτερα δίχως αίσθημα». 

Ένας κολικός του νεφρού κάνει τον μικρό κέντρο του ενδιαφέροντος, αλλά και τον μυεί στον πόνο (κεφ. 21). Ο αφηγητής/παππούς ξετυλίγει τους φιλοσοφικούς του στοχασμούς για το άλγος και την προσωρινότητα του ανθρώπου στον κόσμο, άλλο ένα μοτίβο στην ποίηση του Β. Π.: «Το άλγος. Μια ολόκληρη φιλοσοφία». «Είσαι μόνο σώμα. Πάσχον σώμα. {…}Και ενοικιαστής από ανάγκη συμμορφώνεσαι. Δεν θα γίνεις νοικοκύρης. Όπως νομίζεις. Πήρες δάνειο και πληρώνεις δόσεις».

Στο επόμενο κεφάλαιο (22) ο παππούς αφηγείται την επίσκεψή τους στον ζωολογικό κήπο. Μελαγχόλησαν όμως, γιατί τα ζώα ζουν σε αιχμαλωσία. Τα ίδια συναισθήματα, θαυμασμού και αμφιβολίας, ένιωσαν και στο μουσείο φυσικής ιστορίας, με τους δεινόσαυρους και τις βαλσαμωμένες πεταλούδες. Και αναρωτιέται ο ευαίσθητος αφηγητής για τον άνθρωπο: «Το γνώθι σ’ εαυτόν του δίνει το δικαίωμα να κάνει κήπους σκλαβιάς έμβιων όντων και νεκροταφεία εξαφανισμένων ειδών; Για να δείξει την υπεροχή του;»

Στο κεφάλαιο (23) ο μικρός με ρίγος και δέος έρχεται σε επαφή με την πραγματική ποίηση, «κι ανακάλυψε εκ νέου τον κόσμο. Όχι των πραγμάτων, αλλά των λέξεων των ρυθμών, των σημασιών που ψηλαφάς», τον γοήτευσε αυτό το φευγαλέο. Η ποίηση τον μεθούσε. Η ελευθερία της ερμηνείας του έδινε φτερά: «Και η ποίηση του άνοιξε την πόρτα όλης της λογοτεχνίας». Το κεφάλαιο αυτό είναι από τα ωραιότερα του βιβλίου, αφού ο αφηγητής, ποιητής και ο ίδιος, μιλάει για την ομορφιά της ποίησης.

Η επόμενη επίσκεψη γίνεται στο πλανητάριο (κεφ. 24), στον μαγικό κόσμο των αστερισμών και, στη συνέχεια, στο λούνα παρκ, όπου στην αρχή χάρηκε ο μικρός, γρήγορα όμως αντιλήφθηκε «το κάλπικο της τεχνητής χαράς» και δεν ξαναπήγε.

Σε σκέψεις βρίσκεται πάλι ο μικρός, καθώς ο παππούς τον οδηγεί, σχεδόν συστηματικά σε μουσεία (κεφ.25). Στο Αρχαιολογικό μουσείο, «ακρωτηριασμένα αποσπάσματα, άδεια βλέμματα. {…}Η ζωή της ύλης μέσα στην πνευματικότητα. {…}Η γλυπτική ως ανάσταση. Τόσο ζωντανά και τόσο νεκρά.». Επόμενος σταθμός η Εθνική πινακοθήκη και οι γκαλερί. Ο μικρός όμως συγκινήθηκε κυρίως από τα λαογραφικά μουσεία σε χωριά ή νησιά και πάντα άφηνε έναν καλό λόγο στο βιβλίο των επισκεπτών.

Όταν ο μικρός ανακάλυψε το θέατρο, εκστασιάστηκε (κεφ. 26). «Εδώ μαθαίνεις από τα σώματα μια βαθιά αλήθεια και ζεις άλλες ζωές, παραστατικά, συναρπαστικά {…}σύμπραξη ηθοποιών και θεατών». Αντίθετα, ο κινηματογράφος είναι «Μια κονσέρβα. Μια μηχανική επανάληψη, που δεν επηρεάζεται σε τίποτε από τους θεατές. Η οθόνη είναι αναίσθητη. Δεν μιλά, απλώς δείχνει». Στο σπίτι δεν είχαν τηλεόραση, ευτυχώς σκέφτεται ο παππούς: « Έτσι γλύτωσε από τον εξευτελισμό των παραστατικών τεχνών». Και καταλήγει στο συμπέρασμα: «Αν σκοτώνεις τον χρόνο, σκοτώνεις τον εαυτό σου».

Και ήρθε η ώρα του σχολείου (κεφ. 27), όπου ο μικρός πήγε μόνος του, γιατί ο παππούς αρρώστησε. Έτσι κι αλλιώς τα βασικά τα ήξερε. Συμπληρώσεις θα έκανε. Ευχόταν μόνο «να του τύχαιναν ανθρώπινοι δάσκαλοι. Όχι μηχανές αποστήθισης. Όχι εξηγητές που τέμνουν την ποίηση, ώσπου να μείνουν τα τετριμμένα». «Γύρισε πίσω για μια στιγμή. {…}Ένας ήλιος παππούς με χαμόγελο. Και τρυφερότητα στα μάτια». Με αυτόν τον ήλιο θα πορευόταν στη ζωή του. Θα μεγαλώσει. Αλλά  ήξερε μέσα του πως «δε θα χάσει το παιδί που ήταν. Διά βίου. Ό, τι πολυτιμότερο έχει και θα έχει». Αυτό είναι και το σημαντικότερο μήνυμα του βιβλίου: να μη χάσουμε το παιδί μέσα μας.

Στο βιβλίο αυτό μαθητείας, που κατά τη γνώμη μου είναι από τα ωραιότερα του Βάλτερ Πούχνερ, γραμμένο με ποιητικό και φιλοσοφικό  τρόπο, ο αφηγητής/παππούς, με οδηγό την αγάπη και την αποκτημένη του σοφία, μυεί και αποκαλύπτει στον μικρό, χαρισματικό εγγονό του,  τον κόσμο που μας περιβάλλει. Μυεί όμως και εμάς ξανά, ως σοφός δάσκαλος, στον γοητευτικό κόσμο της παιδικής ηλικίας. Οι απόψεις του για τη γλώσσα, τον προφορικό λόγο, την ποίηση, τη μουσική, το χιούμορ και την ειρωνεία, την τέχνη, το θέατρο, τον κινηματογράφο, το διαδίκτυο, την εκπαίδευση, το παιδί μέσα μας, που διασπείρονται ανάμεσα στις περιγραφές, είναι πραγματικά εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και εντυπωσιακές. Συχνά χρησιμοποιεί έναν λόγο κοφτό, μικρές προτάσεις, δίνοντας έτσι έμφαση στα λεγόμενά του. Πολλές φορές οι λόγοι παππού και εγγονού διαπλέκονται και ταυτίζονται, σαν να προέρχονται από το ίδιο πρόσωπο.

Πιστεύω ότι τελικά πίσω από την περσόνα του μικρού, ο Βάλτερ Πούχνερ ξαναβρίσκει τη δική του παιδική ηλικία και τη μύησή του «σ’ αυτόν τον κόσμο τον μικρό τον μέγα».    

 

     

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.