You are currently viewing Ελένη Λόππα: Walter Puchner, Inseln des Lichts, Νησιά του φωτός, εκδ. Όταν 2025

Ελένη Λόππα: Walter Puchner, Inseln des Lichts, Νησιά του φωτός, εκδ. Όταν 2025

Η νέα δίγλωσση (στα γερμανικά και τα ελληνικά) ποιητική συλλογή του πολυγραφότατου, φιλέλληνα και φυσιολάτρη, ομότιμου καθηγητή της θεατρολογίας, Βάλτερ Πούχνερ, περιλαμβάνει δύο μεγάλες ενότητες, Νησιά του φωτός και Αττικά οράματα. Η πρώτη αφιερώνει τρεις  ενότητες  σε κυκλαδίτικα νησιά. Συνολικά δεκαεννέα ποιήματα, συνήθως πολύστιχα και εκτεταμένα, απαρτίζουν τη συλλογή. Τα ποιήματα είναι διάστικτα από μοναδικές περιγραφές, συναρπαστικές εικόνες και άλλα εντυπωσιακά ποιητικά μέσα, μεταφορές, προσωποποιήσεις και παρομοιώσεις.

Στη συλλογή προτάσσεται μια αφιέρωση «Στους φίλους της Ελλάδας»,  ενδεικτική για τα αισθήματα του ποιητή προς τους Έλληνες φίλους, αλλά και σε όσους αγαπούν την Ελλάδα;

Ο τίτλος, Νησιά του φωτός, μας προετοιμάζει για την κυριαρχία του φωτός, τόσο στα κυκλαδίτικα νησιά, όσο και στο αττικό τοπίο. Το φως είναι διάχυτο παντού, σε όλες τις περιγραφές των τόπων. Συνήθως ανελέητο και τυραννικό, όπως και ο άνεμος που δέρνει ασταμάτητα και αλύπητα τα νησιά κι ας φέρνει κάποτε «έλεος» (σελ.15).

Στην πρώτη ενότητα που περιλαμβάνει τρία ποιήματα, τα δύο πρώτα αναφέρονται γενικότερα στην «ορχήστρα του Αιγαίου» και στους «κύκλους» των Κυκλάδων, ενώ το τρίτο ποίημα αφιερώνεται συγκεκριμένα στη Φολέγανδρο, ένα από τα τρία νησιά. Τα άλλα δύο είναι η Νάξος και η Αμοργός, που ο ποιητής φαίνεται ότι τα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα κυκλαδονήσια.

Στο ποίημα, λοιπόν, « Η ορχήστρα του Αιγαίου» (σελ. 11-13), που μοιάζει με ένα συνεχόμενο ποτάμι, πενήντα πέντε στίχων, συμμετέχουν σαν σε χορό αρχαίας τραγωδίας, σημαντικές γυναικείες μορφές της, όπως η Μήδεια, η Αντιγόνη, η Κλυταιμνήστρα, η Ελένη, η Πηνελόπη, κ.ά, ένας «μυριοπρόσωπος γυναικωνίτης στης ορχήστρας το αλώνι». Εδώ οι άντρες αποκλείονται, εκτός από τον Πενθέα και τον Ορφέα ή κατασπαράσσονται από τις Μαινάδες, από «τις μαυρομαντηλούσες αγρότισσες». Η τραγωδία συνυπάρχει με την ανάσταση, οι αρχαίοι ήρωες με τους σφουγγαράδες, η Παναγία και οι άντρες στον πάτο της θάλασσας. Κι όπως σημειώνει ο ποιητής: «Από νησί σε νησί/η μοίρα υφαίνει το νήμα της αράχνης, δίκτυο/αιγιοπελαγίτικο της τραγωδίας».

Στον Βάλτερ Πούχνερ αρέσει να φτιάχνει σύνθετες λέξεις (π.χ. μυριοπρόσωπος, ψηλομέτωπος, φωτοπόταμος, φωτοκύματα, μαρμαρόσαρκη, ουρανοδείκτης) ή να παίζει με τις λέξεις, όπως και στον τίτλο του ποιήματος «Οι κύκλοι των Κυκλάδων»,(σελ.15), που αποτελείται από πέντε στροφές, με άνισο αριθμό στίχων. Είναι πλούσιο, όπως όλα τα ποιήματα της συλλογής, σε ποιητικά μέσα. Στόχος είναι να υμνήσει το ανελέητο φως («Στο φως αυτό δεν μπορείς να υπάρχεις», μας λέει ο ποιητής στην τέταρτη στροφή, όπως και στον καταληκτικό στίχο, με τη σύνθετη λέξη: «των φωτοπόταμων που δεν αντέχει το μάτι»), αλλά και να επισημάνει τα σκληρά βράχια και τον άνεμο των Κυκλάδων: «Αίνιγμα όρθιο η θάλασσα, και σκληρό {…}Και κάποια βράχια σαν ψάρια κολυμπούν/σε αβύσσους φωτός, στο πουθενά//Τα πάντα κυματίζουν στον πυθμένα /του σύμπαντος {…}Έλεος φέρνει μόνο ο άνεμος/και η νύχτα κρύβει τα μαρτύρια/των φωτοπόταμων που δεν αντέχει μάτι/».   

Στο τρίτο ποίημα της ενότητας, «Φολέγανδρος» (σελ.17-19), έχουμε πέντε εξάστιχες στροφές, που αρχίζουν με δύο αρνήσεις στο ημιστίχιο «Δεν ήταν νησί, δεν ήταν νησί» και στη συνέχεια καταφάσεις, με τολμηρές μεταφορές («του ουρανού καράβι», «φωλιά φωτός», «του ήλιου κάτοπτρο», «όραμα σκληρό», «ήταν ένα σύννεφο από καημούς κι από ιδέες», «κρατήρες ηφαιστείου», «όνειρο ψαράδων», «ένα χάος μορφών πρωτεϊκό»), Στην τελευταία στροφή έχουμε τέσσερις αρνήσεις, «Δεν ήταν νησί, δεν ήταν νησί {…}δεν ήταν νησί. Όχι» και μια εντυπωσιακή κατάφαση/συμπέρασμα, με μια επίσης εντυπωσιακή μεταφορά: «ένα καυτό δάκρυ ήτανε του Θεού/που στο Αιγαίο έπεσε λαμπριάτικα και αναστήθηκε». Μια άλλη ωραιότατη μεταφορά έχουμε στην τέταρτη στροφή, όταν μιλάει για τους ψαράδες: «με την πίκρα της δάφνης στα δόντια, δεν είχαν Οδυσσέα ποτέ/στο λογισμό τους ένα καφενείο και μια ζεστή αγκαλιά/στα πρόσωπά τους χαραγμένα γεωγραφία ελληνική». Αλλά και εικόνες ενός τυπικά ελληνικού τοπίου: «ασβεστωμένες κηλίδες σε αρχιτεκτονική αυστηρή/γλάστρες, τραπέζια, καμπαναριό, κι ο γάιδαρος/».     

Η δεύτερη ενότητα «Νάξος» αφιερώνεται, με πέντε ποιήματα, στο μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων και το πιο εντυπωσιακό για τις αρχαιότητες και τη φυσική του ομορφιά.

Το πρώτο ποίημα «Η Δήμητρα του Γύρουλα» (σελ.23) αποτελείται από τέσσερις εξάστιχες στροφές και μία τρίστιχη προτελευταία στροφή. Το ποίημα αφιερώνεται στον ναό της Δήμητρας, της θεάς «που βασιλεύει στο περιβόλι/κάτω από τα πέτρινα στήθη του Ζα». Τον τόπο δέρνει ο βοριάς και ένα απόκοσμο φως, ενώ ο ήλιος «χύνει ζεστό χρυσάφι στους αγρούς» στο «ξεροτράχηλο κορμί της Νάξου» που κρύβει «καρπερά μυστικά». Εδώ «οστά οστών γονιμοποιούν τη γη» και μια αγριαπιδιά στο κέντρο «στρώνει με τους καρπούς της /το στρώμα που θα γείρει Δήμητρα και Κόρη/και πάλι Δήμητρα και Κόρη. Δήμητρα και Κόρη». Η τριπλή επανάληψη του ημιστίχιου τονίζει τη λατρεία των δύο γυναικών στο πέρασμα των αιώνων.

Στο ποίημα «Ο πύργος του Χειμάρρου», (σελ. 25) η μορφή είναι διαφορετική. Αποτελείται μόνο από δεκατρείς συνεχόμενους στίχους, με διαφορετικό αριθμό συλλαβών ο καθένας. Ο πύργος του Χειμάρρου, λοιπόν, είναι ένας «φωτερός ουρανοδείκτης» «ένα πέτρινο ολοστρόγγυλο αίνιγμα» για τους αρχαιολόγους και τους επισκέπτες, που στέκει ολομόναχος μέσα στη φύση. «Κυκλικός και ψηλομέτωπος» και «κρύβει τα μυστικά της ύπαρξής του». Γύρω του «πελάγη και φως και θάμνοι και μαντρότοιχοι,/πέτρινα καλλιτεχνήματα της ιδιοκτησίας/». Παντού, σε όλα τα ποιήματα, όπως ήδη αναφέραμε, ο ποιητής μας χαρίζει ωραιότατες εικόνες, μεταφορές και προσωποποιήσεις.

«Ο κούρος του Απόλλωνα» (σελ. 27-29) είναι ένας «Γίγαντας αγίνωτος μέσα στο φως», ξαπλωμένος στο χώμα, Τιτάνιος. Το ποίημα αποτελείται από δύο ενότητες, η πρώτη με έντεκα στίχους και η δεύτερη με είκοσι οκτώ στίχους και τρεις υποενότητες. Ο ποιητής απευθύνεται στον κούρο σε β’ πρόσωπο, με κλητικές προσφωνήσεις: «αγέννητε, ακίνητε, Τιτάνιε, πελώριε, αόριστε» ή με κάποιο συνοδευτικό επίθετο: «Γίγαντας αγίνωτος», «θείο βρέφος». Απευθύνεται στον κούρο με ανάμικτα αισθήματα, οίκτου και θαυμασμού: «Έτσι εκεί θα μείνεις, γελοίος και τραγικός/ {…}Σε μουσείο δε θα στεγαστείς,/πελώριε {…}Τέτοιο θείο βρέφος/δεν έχουμε μέσα να μεταφέρουμε/.Σ’ αφήνω κι εγώ, αόριστε, με/το μυστηριώδες χαμόγελο,/στην ακινησία σου μεταξύ/μορφής και αμορφίας/. Στην τελευταία όμως εξάστιχη υποενότητα ο ποιητής απευθύνει λόγια παρηγορητικά στον ξαπλωμένο κούρο και τον μακαρίζει που βασιλεύει μέσα σε ένα μεγαλειώδες τοπίο: «Ο δρόμος για το μουσείο μακρύς/δεν θα τα καταφέρεις, το ξέρω/Πες πως το μεγαλειώδες τοπίο/πες πως όλη η βόρεια Ναξιά/είναι ιερό δικό σου τέτοια λατρεία,/ποιος μπορεί να πει πως την έχει;»

«Η μονή του Φωτοδότη» (σελ. 31-33) είναι το τέταρτο ποίημα της ενότητας Νάξος και αποτελείται από δύο ενότητες Η πρώτη με 23 στίχους, αναφέρεται σ’ ένα ένδοξο παρελθόν, με αγώνες να μη σβηστεί το Βυζάντιο: «Φως εξ Ανατολών», «μαχόμενη εκκλησία», «ράσα αιματηρά κι αποφασισμένα, το Βυζάντιο να μην/ σβηστεί στα κάτεργα της Εσπερίας». Στο καταληκτικό, ειρωνικό για την απληστία των αρχόντων, τετράστιχο της πρώτης ενότητας ο ποιητής επισημαίνει με μια έντονη μεταφορά πως «Το χέρι του αρχοντολογιού εδώ δεν φτάνει/κι ας έχει στην τσέπη την υπόλοιπη Νάξο/κάστρα και βίγλες, μάρμαρα και κρασιά/». Η δεύτερη ενότητα του ποιήματος περιγράφει την ερημιά του σήμερα, μόνο ένα «ουζερί ανόητα καρφωμένο στο τοπίο». Όμως «το οχυρωμένο κτίσμα, δίνει φως στην κτίση, και η εκκλησία «γαλήνη και εσπερινός/όπου το ένα φως συναντάει το άλλο» σ’ ένα είδος ιστορικής δικαιοσύνης.

«Ο κούρος των Μελανών» (σελ.35) είναι ένα ποίημα με είκοσι δύο συνεχόμενους στίχους. Η περιγραφή του τοπίου, όπου βρίσκεται λαξεμένος στον βράχο σαν όνειρο ο κούρος είναι εντυπωσιακή. Και στο ποίημα αυτό ο ποιητής διαλέγεται με τον κούρο, με ένα οικείο β’ πρόσωπο και του τονίζει πως στο περιβόλι αυτό που βρίσκεται ξαπλωμένος, όπου ενώνονται: « χώμα, πέτρα, πίστη και πνεύμα» και «πουλούν μέλι και φρούτα/εσύ θα μείνεις απούλητος/, αφού «Γερά σε κρατεί ο βράχος στην πλάτη».

Η τρίτη ενότητα, «Αμοργός», περιλαμβάνει τρία ποιήματα και εγκαινιάζεται από το ομότιτλο ποίημα (σελ. 39) που αποτελείται από είκοσι οκτώ συνεχόμενους στίχους. Τα άλλα δύο ποιήματα που θα ακολουθήσουν είναι «Το νησί των ανέμων» και η «Μινώα». Με εντυπωσιακές περιγραφές, εικόνες και προσωποποιήσεις ο ποιητής μάς συστήνει την Αμοργό: «Όπου και να πας θα βρεις τη θάλασσα μπροστά σου/.{…}δεν έχει παραλίες, παρά μονάχα/γκρεμούς που ρίχνονται παράτολμα προς το βυθό/και στενάχωρα λιμάνια {…}Βουνοκορφές καρφωτές και απόμακρες/λίγα χωριά και πολλή αρχαιολογία {…}Καταμεσίς ο τεράστιος βράχος/τρεις χιλιάδες χρόνια κατοικείται τώρα/φρούριο φυσικό και γαλάζιο παλάτι του αέρα/{…}Στο βοριά /η θάλασσα φοράει νυφικό λευκό/και κυματίζουν τα στήθη της από συγκίνηση/».

«Το νησί των ανέμων», (σελ. 41-43) αποτελείται από τρεις ενότητες, με δώδεκα, δεκατρείς και επτά στίχους αντίστοιχα η καθεμία. Να πώς περιγράφει ο ποιητής το νησί στην πρώτη ενότητα: Στα βαθιά γαλάζια νερά «τινάζεται στον ουρανό σκούρος βράχος αγκαθωτός {…}φορτωμένος με ιστορία, σύννους και συχνά συννεφιασμένος/σαν πειρατικό ναυάγιο». Και καταλήγει: «Εδώ η θάλασσα είναι πεπρωμένο, και το φως/εξαφανίζει κι ο άνεμος παρασέρνει κάθε/σκέψη πολύ μακριά/». Φως και άνεμος, λοιπόν, τα κυρίαρχα στοιχεία των Κυκλάδων. Στη δεύτερη και την τρίτη ενότητα του ποιήματος ο ποιητής απευθύνεται σε β’ πρόσωπο στον άνθρωπο και φιλοσοφεί: «Εσύ που δεν είσαι πέτρα, έστω πελεκημένη {…}εδώ δεν έχεις/ μέλλον. Σκιά ο άνθρωπος, και ίσκιος δεν υπάρχει/ {…}εξορία η ζωή στο πουθενά/της ιστορίας, μία στάλα σε εξατμίζει στο τίποτε/ο ήλιος και ο αίολος/». Και στην τρίτη ενότητα τον προτρέπει: «Πέτρα στην πέτρα, και/παραπέρα πέτρα, και συ χαμογέλα και χόρευε», ενώ απευθυνόμενος στον Δημιουργό, τον ρωτάει για τον Κούρο, χρησιμοποιώντας τολμηρές μεταφορές και σύνθετη λέξη: «Τι έπεσε εδώ απ’ το μιστρί σου Δημιουργέ/και καίγεται, λίθινο όνειρο, στα φωτοκύματα/της αιωνιότητας ξαπλωμένος Κούρος;»

Το τρίτο και τελευταίο ποίημα της ενότητας, με τον τίτλο «Μινώα», (σελ. 45) αποτελείται από δύο ενότητες, μία με δέκα στίχους και η άλλη με δεκατρείς. Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται τα τείχη της προϊστορικής πόλης και οι χρόνοι ως την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, με ένα πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων. Στη δεύτερη ενότητα ανατρέπονται όλα. Η τοποθεσία γίνεται μεταφυσική: «δεν είσαι εκεί/Εκεί δεν είναι τίποτε. Μόνο φως, αέρας, πέλαγος/βράχος, καμιά σαύρα μαρτυρεί πως κάποτε/εδώ υπήρχαν άνθρωποι. Μάταια σκάβουν οι αρχαιολόγοι/εκεί δεν υπάρχει τίποτε. Μόνο τα στοιχεία./ {…}Τόπος ιερός, τόπος λατρείας, που ανθρώπου χέρι/δεν πρέπει ν’ αγγίξει. Ούτε τώρα, ούτε τότε./ {…} η γύμνια/στο φως δεν αφήνει άλλα μυστικά, απ’ όσα τα βράχια βαριά και παντοτινά σκεπάζουν».

Η μεγάλη ενότητα «Αττικά οράματα», (σελ. 49-71), η δεύτερη ουσιαστικά ενότητα της συλλογής, περιλαμβάνει οκτώ ποιήματα. Η λέξη «οράματα» του τίτλου είναι χαρακτηριστική για το είδος των συναισθημάτων που γεννά το αττικό τοπίο στο ποιητικό υποκείμενο.

Το πρώτο ποίημα αυτής της ενότητας, «Απόγευμα στην Αττική», (σελ. 49-51)αποτελείται από έντεκα τρίστιχες στροφές, με τολμηρές μεταφορές (π.χ. «Λίμνη φωτεινή ο Σαρωνικός», «η Αίγινα ωκεανόπλοιο μεγαλόπνοο») και προσωποποιήσεις («Αλαφροϊσκιωτος ο Πειραιάς», «Ο Υμηττός νωχελικά στο θρόνο ξαπλωμένος», «Σκεπτική η Πάρνηθα», «Κάποιος ήπιος πόνος συνδέει τους κόσμους/αόρατους και ορατούς, κάποιος καημός, μια νοσταλγία/μπερδεύει τα πράγματα ευχάριστα»). Στα τρία τελευταία τρίστιχα ο ποιητής αφήνει να αιωρείται μια γλυκιά προσμονή («Μια τρυφερή σύγχυση αναγγέλλει/πως κάτι πάει να γίνει, κάτι απίθανο πρόκειται να συμβεί»)  ή μια αξέχαστη ανάμνηση («Κάπου μέσα μας υπάρχουν κάτι καλοκαίρια/που δε σβήνονται με τίποτε»).

Το ποίημα «Πεντέλη», (σελ. 53-55)είναι ένας ύμνος σε β’ πρόσωπο στην Πεντέλη και στα μάρμαρά της. Αποτελείται από έξι πεντάστιχες στροφές, από τις οποίες οι τρεις πρώτες εκθειάζουν την ομορφιά και το σώμα της και την αποκαλούν: «υψηλή θεά», «Άγαλμα στον αττικό ουρανό», «φωτεινή αδελφή της μελαχρινής Πάρνηθας», «ο Σαρωνικός σε βλέπει οπτασία/ και ο Υμηττός δίπλα στάζει μέλι». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί και οι ύμνοι συνεχίζονται και στις επόμενες τρεις στροφές, «θεϊκή Υπάτη», «άγαλμα αγαλμάτων», ναέ των ναών», «μαρμαρένια καλλονή ολόλευκη», όμως σ’ αυτές καταγγέλλονται οι ταπεινωτικές πράξεις των καλογέρων και όσων την εκμεταλλεύονται: «Σου κάψαν τον χιτώνα, σου κόψαν τα μαλλιά {…}σε διαπομπεύουν{…} «το κορμί σου πουλιέται κομμάτι κομμάτι/ως τα πέρατα της γης {…}Κι ασχημαίνεις μες το χρόνο. Όπως κι εμείς». Ο ύμνος τελικά στην Πεντέλη μετατρέπεται σε θρήνο για το ξεπούλημά της.

Στο ποίημα «Κούμουλα», (σελ.57, αναγραμματισμός του Κούλουμα;), που αποτελείται από πέντε στροφές, με άνισο αριθμό στίχων η καθεμιά, οι μεθυσμένοι εκδρομείς της Καθαράς Δευτέρας, αντικρίζουν μια διαφορετική Αθήνα, σαν ένα καταπράσινο λιβάδι της άνοιξης, με τις καμπάνες του Άη Γιώργη του Λυκαβηττού και τις κολόνες του Παρθενώνα, μπροστά στον «φωτοπόταμο» του Σαρωνικού και τίποτε άλλο, καμωμένο από ανθρώπινα χέρια. Ο ποιητής εκφράζει τους ευσεβείς πόθους του και ονειρεύεται μια πιο ανθρώπινη πόλη, γιατί, όπως λέει: «όποιος δεν έχει μάτια δεν βλέπει και χωρίς ψυχή δεν ονειρεύεται». Φαντάζεται τα τρία αδέλφια, τον Υμηττό, την Πεντέλη και τη μελαψή Πάρνηθα που «βιγλίζουν από ψηλά το κοιμισμένο τέρας της Αθήνας» να νοσταλγούν μια νέα αρχή.            

Το επόμενο ποίημα «Πράσινο και ασημί», (σελ. 59-61) που αποτελείται από πέντε επτάστιχες στροφές, με τον τίτλο του μας παραπέμπει αμέσως στα χρώματα της ελιάς. Το πρώτο ημιστίχιο της κάθε στροφής αρχίζει με τη φράση: «Στο μούχρωμα της άνοιξης» και ακολουθεί και πάλι ένας ύμνος στην προσωποποιημένη, αλλά και πληγωμένη Πεντέλη, που την αποκαλεί με θαυμαστικά επίθετα και αντίστοιχες εκφράσεις: «μαρμαρόσαρκη Αφροδίτη της Αττικής», «πληγωμένη μαρτύρισσα», «ολόλευκη», «υπέροχο άγαλμα», «μαρμαρένια Πεντέλη», «η από μάρμαρο Πεντέλη», κ.ά. Η Πεντέλη που στους πρόποδές της δεν έβλεπε καμιά πόλη, αλλά μια θάλασσα από πράσινο και ασημί, μια θάλασσα από ελαιώνες. Δάση και δάση, πουθενά ανθρώπους. Όμως στην τελευταία στροφή όλα ανατρέπονται. Η Πεντέλη μαρμαρωμένη μουρμουρίζει με χείλη στεγνά πικρούς χρησμούς. Έχει παραισθήσεις και νέες πληγές στο σώμα της. Είναι πια «Μεγαλομάρτυς της πόλης». Ο ποιητής θλίβεται για την κατάντια και την εκμετάλλευσή της.

Το εξαιρετικό ποίημα που ακολουθεί ο «Δωδεκάλογος του αττικού τοπίου», (σελ. 63-65) αποτελείται από δώδεκα τετράστιχες στροφές. Οι τέσσερις πρώτες αρχίζουν με τη φράση: «Σ’ αυτό τον τόπο» και περιγράφουν πώς ζούμε, όσοι κατοικούμε σ’ αυτόν τον τόπο: «πίνουμε φως για νερό/και ξεδιψάμε στου ήλιου τους καταρράχτες/δεν υπάρχουν σκιές, παρά μόνο των νεκρών/{…}Σ’ αυτό τον τόπο οι γραμμές σκληρές/και το αγκάθι οικόσημο του τοπίου/{…}μόνο οι ηλιαχτίδες παίζουν, βάφουν χρωματιστά». Οι επόμενες τέσσερις στροφές αρχίζουν με τη φράση: «Αυτό το τοπίο», με χαρακτηρισμούς σκληρούς: Άνυδρο, καυτό, σκληροτράχηλο, πάντα ανήφορος. Εδώ πέτρωσαν πολιτισμοί, μαρμάρωσαν ιδέες, το τοπίο αυτό σε ταπεινώνει, σε εξαφανίζει σε λαβύρινθους φωτεινούς, δύσκολα γίνεται πατρίδα, σαν’ να’χει συμπυκνωθεί σ’ αυτούς τους λίθους ο κόσμος όλος, εδώ βασιλεύουν μόνο οι νεκροί, οι ζωντανοί έχουν πεθάνει. Ακολουθούν τρεις στροφές που αρχίζουν με τη φράση: «Αυτός ο κόσμος», που χαρακτηρίζεται σιωπηλός, τόπος για αρχαιολόγους, φίδια και σαύρες, τραγωδία της μνήμης και της λήθης. Αλλά είναι κόσμος ιερός, το φως υμνεί και δοξάζει. Και ο ποιητής, συνοψίζοντας, καταλήγει: «βρισκόμαστε στον φωτεινότερο τόπο του κόσμου», «Εδώ η σιωπή έγινε ύλη, ύλη και το φως». Παρατηρούμε πως ο ποιητής αναγνωρίζει τα σημάδια της εγκατάλειψης και της φθοράς στον τόπο, όμως αναγνωρίζει και χαίρεται την πανδαισία του φωτός που είναι διάσπαρτο παντού.

Άλλωστε, και ο τίτλος του επόμενου ποιήματος, «Δοξαστικό του φωτός», (σελ. 67), εκεί μας παραπέμπει: Στο φως και στην αισθητική του τοπίου. «Στην πολιτεία του φωτός», λοιπόν, πρυτανεύουν αιώνιοι οι νόμοι του ωραίου. Οι θεοί έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και πάθη και οι άνθρωποι γίνονται θεοί. Σαρώνει παντού το φως που τύφλωσε τους Πέρσες στη Σαλαμίνα. «Στην πολιτεία του φωτός» λάμπει λευκή η πέτρα. Πεντέλη και Παρθενώνας, ίδια ομορφιά. Είναι οι φωτεινοί νόμοι του ωραίου, θεών και ανθρώπων. Ίσως να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει μια κάπως εξιδανικευμένη οπτική για το ελληνικό θαύμα του φωτός, όμως είναι γνωστό πως όλοι οι φιλέλληνες ζωγράφοι και διανοούμενοι που πέρασαν από την Ελλάδα εντυπωσιάστηκαν από αυτό το φως και τη διάφανη ατμόσφαιρά της.

Εκκλησιαστικός ο τίτλος του ποιήματος «Τα μετά Παύλον», (σελ. 69) που αναφέρεται σε όσα συνέβησαν, μετά την ίδρυση της Εκκλησίας, από τον Απόστολο Παύλο. Το ποίημα αποτελείται από τέσσερις στροφές, με άνισο αριθμό στίχων η καθεμία. Στις δύο πρώτες και στην τέταρτη στροφή ο στίχος αρχίζει με τη λέξη «χιλιόμετρα», για να αποδώσει το τεράστιο μήκος από τις ενωμένες κολόνες, τα κυπαρίσσια, τις τοιχογραφίες στις εκκλησίες. Στο ποίημα καταγγέλλεται ο κατακερματισμός των αγαλμάτων και των αρχαίων ναών, σε μια έξαρση φανατισμού, κατά τη διάρκεια της πάλης ειδωλολατρείας και χριστιανισμού. «Λαιμητόμος ο κοφτερός σταυρός/τα ράσα ξαναγράφουν ιστορία./Τα θύματα δεν προσμένουν ανάσταση» {…} «οι αμνοί του ποιμνίου κατάστρεψαν/κορμιά που ζήλεψαν, εξαίσια πλάσματα/κορμιά που δεν μπόρεσαν να φτιάξουν». Οι χριστιανικές εκκλησίες παραλληλίζονται στο τέμπλο με «τρίπορτη πρόσοψη σκηνικού/και ο ναός ορχήστρα, τα ψαλτήρια χορικά/και οι παπάδες τραγωδοί που παριστάνουν θυσία {…}σπαραγμός και σταύρωση, θεοφαγία, κοινωνία/Ο Άγιος Βάκχος, η Παναγία η Γοργοεπήκοος». Στοιχεία, λοιπόν, των αρχαίων ναών και της λατρείας επιβιώνουν στις χριστιανικές εκκλησίες.

Το τελευταίο ποίημα της ενότητας, αλλά και της ποιητικής συλλογής, με τον παράξενο τίτλο «Υπάλληλοι αρχαιολογικής υπηρεσίας», (σελ. 71), αποτελείται από δύο ενότητες, επτά και έντεκα στίχων αντίστοιχα. Εδώ οι κάτοικοι της Αττικής, αυτής της λευκής και φωτεινής Χερσονήσου «που βρέχεται ολόγυρα απ’ τους αφρούς του Αιγαίου», νιώθουν και ζουν σαν «φύλακες σε εθνικό πάρκο» σε «μαρμαρένιο δρυμό» από τις πολλές κολόνες. Ο ποιητής τους παραχωρεί τον λόγο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Εμείς και οι κολόνες και ξεροτράχαλα/και πάλι πέτρα, λίγες μέλισσες. Η σαύρα/στοιχειό του τόπου, το θυμάρι οικόσημο/και λίγη άνοιξη. Όση γίνεται/σ’ ένα μαρμαρένιο αλώνι». Σ’ αυτό το ξερό τοπίο, ο ήλιος είναι ανελέητος. Με εντυπωσιακές μεταφορές και εικόνες περιγράφεται η Αττική, το μαρμαρένιο αλώνι, όπου έχουν την τύχη να βρίσκονται οι κάτοικοί της. Να επισημάνουμε επίσης κάποιες σταθερές του ποιητή στη συλλογή, όπως: φως, ήλιος, άνεμος, βράχια, πέτρα, αλώνι, σαύρα, μάρμαρα.              

Ολοκληρώνοντας την περιδιάβασή μας στη νέα ποιητική συλλογή του Βάλτερ Πούχνερ, αισθανόμαστε συνεπαρμένοι από τη γνώση και τη σοφία του, τον φιλελληνισμό και τη φυσιολατρία του, την εξαιρετικά καλλιεργημένη ελληνική του γλώσσα, τον πλούτο και την ποικιλία των εκφραστικών του μέσων, τον πλούτο και την ποικιλία των μορφών και των στίχων του, την ειλικρίνεια της γραφής του, όταν καταγγέλλει ή όταν εκθειάζει ένα γεγονός, την έκσταση και το δέος του για το σκληρό και άνυδρο τοπίο των κυκλαδίτικων νησιών, για το θαύμα των αρχαιοτήτων τους, το τυραννικό φως τους. Συμμεριζόμαστε την αγωνία του για την καταστροφή του περιβάλλοντος, την εκμετάλλευση των εξαίσιων μαρμάρων της Πεντέλης, την αισθητική κακοποίηση των πόλεων, αλλά και συμφωνούμε μαζί του στο «δοξαστικό» του ελληνικού φωτός, χωρίς εξιδανικεύσεις και υπερβολικές εξάρσεις, για την τύχη και την ευλογία να ζούμε «στον φωτεινότερο τόπο του κόσμου».

 

 

Ελένη Λόππα

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.