You are currently viewing Ευάγγελος Ι. Τζάνος:  ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Ευάγγελος Ι. Τζάνος: ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Καθώς βημάτιζα, το αδιέξοδο στο βάθος του δρόμου πήγαινε ολοένα πιο πίσω. Γινόταν πάλι και πάλι μακρινό. Αριστερά και δεξιά καινούργια, χαμηλά σπίτια εμφανίζονταν. Όπως και στα προηγούμενα, οι κάτοικοι έμεναν κλειδαμπαρωμένοι σαν να απειλούνταν με καταστροφή. Βάδιζα τον ανήφορο στον καυτό ήλιο γοργά, περίπου όπως περνάει ο χρόνος δίχως ηδονή. Ήξερα πως αν χαλάρωνα, το αδιέξοδο θα έπαυε να οπισθοχωρεί, στα επόμενα βήματά μου θα ορθωνόταν μπροστά μου αναπότρεπτο. Ωστόσο κάποτε κουράστηκα. Εξαντλήθηκα. Κι η θάλασσα ήταν χιλιόμετρα μακριά. Όταν απόμεινα χωρίς δυνάμεις, προχωρούσα αργά, τα πόδια μου πονούσαν. Γύρισα το κεφάλι μου στ’ αριστερά και είδα το ομπρελάδικο της νιότης μου. Ήταν μισοσκότεινο αλλά είχε την πόρτα του ανοιχτή διάπλατα. Χώθηκα μέσα για να πάρω την ομπρέλα που είχα αφήσει για φτιάξιμο. «Θείε Ανανία» έκανα έκπληκτος «τι θέλεις εσύ εδώ; Εσύ ήσουν ανθοπώλης. Πού είναι ο ομπρελάς;» είπα. «Τι γυρεύεις;» με ρώτησε ο θείος Ανανίας ατάραχος αλλά ευπροσήγορος, χωρίς να σταματήσει να προσθέτει, οκνηρά, λουλούδια στη μικρή ανθοδέσμη που έφτιαχνε. «Θέλω την ομπρέλα μου, θείε. Γρήγορα, παρακαλώ. Βιάζομαι» είπα. «Δεν υπάρχουν ομπρέλες εδώ» είπε ο θείος Ανανίας με κρυφή ικανοποίηση. «Πάρε αυτό» συμπλήρωσε και μου πρόσφερε ένα κατακόκκινο μισανοιγμένο ρόδι. «Αχ, θείε Ανανία, έχεις όρεξη γι’ αστεία. Κι εγώ έχω τόσο δρόμο ακόμη να κάνω» είπα. «Πάρ’ το!» επέμεινε ο θείος Ανανίας σαν να με συμβούλευε. Πήρα βιαστικά το δώρο του και ξαναβγήκα με φόρα στον δρόμο. Η πόρτα του ομπρελάδικου έκλεισε σαν να μην είχε ανοίξει ποτέ. Πέταξα το ρόδι στην άσφαλτο, σπάζοντάς το, κι έκανα μερικά μέτρα ξαφνιασμένος ευχάριστα. Δεν ήμουν πια ανήμπορος, είχα ξαναβρεί τις δυνάμεις μου. Άρχισα να βαδίζω πυρετικά, επιβεβαιώνοντας πόσο μακρύς είναι ο δρόμος μέχρι το αδιέξοδο.

 

 

Ευάγγελος Ι. Τζάννος

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.