You are currently viewing Εύη Χατζηχαραλάμπους: Γιώργος Πρεβεδουράκης, Δίστομο. Εκδ. Πανοπτικόν, 2025. ISBN: 978-618-5918-17-6

Εύη Χατζηχαραλάμπους: Γιώργος Πρεβεδουράκης, Δίστομο. Εκδ. Πανοπτικόν, 2025. ISBN: 978-618-5918-17-6

 

«Κάπου εδώ αναστέναξες»[1]
«Πιστεύω πως βρισκόμαστε σε πολύ καλό δρόμο»[2]
«Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως χαλίκι»[3]

 

Μετά την ανάγνωση  της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Γιώργου Πρεβεδουράκη (της έκτης του) με τον τίτλο «Δίστομο» από τις εκδόσεις Πανοπτικόν (Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2025), βρίσκομαι απρόσμενα στην άβολη θέση να μην μπορώ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Άβολη, γιατί το εγχείρημα είναι δύσκολο: ελάχιστα γνωρίζω το προηγούμενο έργο του, δε διαθέτω τις ιστορικές γνώσεις[4] για να μπορέσω να ακολουθήσω όλα τα νήματα που τείνει στον αναγνώστη και αμφιβάλλω αν θα μπορέσω επαρκώς να μεταφέρω όσα σκέφτηκα και ένιωσα διαβάζοντας την ποίησή του. Αισθάνομαι, όμως, ότι οφείλω να προσπαθήσω.

Ο τίτλος, στην πρώτη επαφή με το βιβλίο, παραπέμπει στη ναζιστική θηριωδία, αφού το Δίστομο είναι ένας από τους εμβληματικούς τόπους που εισέπραξαν τη ναζιστική μανία κατά την περίοδο της Κατοχής. Αρκετοί εξάλλου από τους τίτλους των ποιημάτων συνδέονται με τη φρίκη που έσπειρε ο ναζισμός («Οραντούρ», «Hondos Center, Μέρλιν 6», «Φον Γιοσμάς», «Δομένικο», «Άνω Βρύσες», «Λίντιτσε», «Εδώ υπήρχε η Κάνδανος»). Πολύ περισσότερα ποιήματα έχουν το ίδιο θέμα ή περιέχουν σχετικές αναφορές.

Πέρα από το κεντρικό θέμα του ναζισμού (που συμπυκνώνει όση διαστροφή και κακότητα μπορεί ο νους του ανθρώπου να συλλάβει), σε όλο το εύρος της συλλογής διακρίνουμε παραλλαγές του μοτίβου της βίας, του μίσους, καθώς και του παραλογισμού και της αλαζονείας κάθε μορφής εξουσίας (στρατιωτικής, κρατικής, έμφυλης, οικογενειακής κλπ). Υπό αυτό το πρίσμα τα ποιήματα αποτελούν μια ενότητα με κοινό στίγμα: στο «Δίστομο» καταγγέλλονται ιστορικά και σύγχρονα εγκλήματα, οι παραχαράκτες της ιστορικής μνήμης, οι δωσίλογοι, οι κερδοσκόποι, οι κάθε είδους κακοποιούντες, όλα όσα ευτελίζουν την ανθρωπιά μας.

Προχωρώντας στην ανάγνωση των ποιημάτων αποκαλύπτεται στον αναγνώστη η δισημία του τίτλου «Δίστομο». Η λέξη «δίστομο», εκτός του προαναφερθέντος τοπωνυμίου, έχει και τη σημασία «δίκοπο». Το επίθετο «δίκοπο» συνοδεύει κατά κανόνα το ουσιαστικό «μαχαίρι». Το βιβλίο αποτελείται από 37 τέτοια ποιήματα – καλά ακονισμένα δίκοπα μαχαίρια. Η «διπλή κόψη» τους γίνεται ένα δομικό-λειτουργικό στοιχείο όλου του έργου.

Η αιχμηρότητα του λόγου του Πρεβεδουράκη υπηρετεί ακόμα πιο αποτελεσματικά τον στόχο της καθώς συνδυάζεται  με πολυφωνική ποιητική αφήγηση που καθίσταται άλλο ένα ξεχωριστό γνώρισμα αυτής της συλλογής. Είναι πολλές οι ποιητικές φωνές, ποικίλων αποχρώσεων και προελεύσεων. Τον λόγο παίρνουν τα θύματα (αλλά και οι δικοί τους που πενθούν) εκθέτοντας τις ανοιχτές πληγές τους. Τη σκυτάλη παίρνουν, όμως, και οι θύτες, επιχειρώντας να αιτιολογήσουν την άσκηση του δικαίου της πυγμής, υιοθετώντας αντίστοιχο ύφος[5]. Ακούγονται και φωνές σύγχρονες που εύκολα θα μπορούσαν να είναι οι δικές μας. Εν τέλει, όλες, στρέφουν τη «δεύτερη» κόψη των λόγων τους προς τη συνείδησή μας. Εναντίον του μικρού φασίστα που κρύβεται μέσα μας και προσπαθεί να μας κατευθύνει, αυτού που, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, στρέφει το βλέμμα του αλλού και παριστάνει ότι όλα πάνε καλά.

«το βήμα μας             κι ας μην το ξέρουμε

έχει κάτι απ’ αυτό

της χήνας»

 

(Κασκαντέρ, σελ. 36)

Ο λόγος του Πρεβεδουράκη αξιοποιεί ποιητικά την ιστορική γνώση και επίγνωση, ασκεί τεκμηριωμένη κριτική στο άδικο, εκκινεί από τη βαθιά έγνοια για τον πάσχοντα άνθρωπο. Σκοπός του είναι να βγουν οι σκελετοί απ’ την ντουλάπα, (όπως θα μας πει στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής), να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να παραμείνει ζωντανή στη μνήμη, να απονεμηθεί Δικαιοσύνη[6]. Είναι λόγος ευθύβολος, υψηλής ποιητικής έμπνευσης, δουλεμένος με χειρουργική ακρίβεια, αιχμηρός και ευφυώς ειρωνικός, συχνά σκοτεινός. Εξαιρετικά δουλεμένοι με μια γλώσσα-φωτιά είναι συνήθως οι τελευταίοι στίχοι των ποιημάτων του.

Για παράδειγμα, οι τελευταίοι στίχοι της «Στουτγκάρδης» (σελ.11-12):

 

«θέλω να επιστρέψω                     στο χωριό   στην πατρίδα   οπουδήποτε

φτάνει να επιστρέψω                   εκεί που αποκαλούν

από καθαρόαιμη ειρωνεία             τον βαρύ μου καπνό

 

στούκας»

 

Ο χρόνος και ο χώρος στο «Δίστομο» λειτουργούν ως αξεδιάλυτα συνεχή που ανεμπόδιστα αλληλοδιεισδύουν. Το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον συνυπάρχουν με το εδώ, το κοντά, το μακριά. Με αυτόν τον τρόπο πιθανώς υπογραμμίζεται ότι ο κίνδυνος δεν έχει παρέλθει. Και όχι μόνο αυτό. Ενδεχομένως υπονοείται ότι οι σφαγές στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα, στην Κάνδανο, στο Λίντιτσε, κλπ συμβαίνουν και σήμερα, συμβαίνουν τώρα, κάπου αλλού, με άλλους ίσως όρους και ονόματα, μα με θύματα αθώους ανθρώπους που θρυμματίζεται η ύπαρξή τους χωρίς κανείς να μπορεί να τους εξηγήσει λογικά γιατί συμβαίνει αυτό.

Το ποίημα «Επίκαιρα» (σελ.9), που είναι το πρώτο της συλλογής τοποθετείται σε ένα εναρκτήριο παρόν («απόψε»). Η ποιητική φωνή αποκαλύπτει την πρόθεσή της.

«απόψε είναι η νύχτα που θα βγουν απ’ τις ντουλάπες

οι περιβόητοι σκελετοί

και μ’ αυτό εννοούμε πραγματικούς σκελετούς

δεν είναι ώρα για συμβολισμούς

νύξεις και υπαινιγμούς, τα πληκτικά σας μυστικά

έπαψαν να μας αφορούν εξάλλου»

 

Ένα παράδειγμα της σύμφυρσης χώρων, χρόνων και προσώπων βλέπουμε στο παρακάτω ποίημα (σελ. 16):

 

«Hondos Center, Μέρλιν 6»

 

Κάπου εδώ αναστέναξες          χωρίς να το μάθει κανείς

 

καμάρι μου              λατομείο βραχνό

παιδάκι εγκλωβισμένο

στις μπουγάδες

 

είναι η ώρα που μορφάζει στο ταμείο 12 το σαρκοβόρο φυτό

 

τα μαύρα μάτια σου θα φτερουγίζουν

σφαλιστά

τα ματοτσίνορα θα εφορμούν

βαθιά μες στις συστάδες των μυαλών

όταν κλείνουν

 

ώστε είναι τρίξιμο αυτό

που διατρέχει τη γειτονιά

είναι σανίδι που τρίζει

κι από μέσα του σαλτάρουνε

καμάρι μου      λιγνή σκιά

κτηνώδη κτήρια κι όλοι οι ανελκυστήρες

 

είναι η ώρα απογραφής των λυγμών

τ’ αρώματα δραπετεύουν απ’ τις ζελατίνες

 

λογάκι μου κληματόβεργα      μέσα στις πέρλες

και τις κρέμες νυκτός

 

κάπου εδώ αναστέναξες         το μαρτυρούν οι υδρατμοί

 

της πρωινής πωλήτριας που εξατμίζεται

πριν έρθουν οι πρώτοι πελάτες

 

Στον αριθμό 6 της οδού Μέρλιν στο Κολωνάκι βρισκόταν το αρχηγείο της Γκεστάπο, τόπος βασανιστηρίων και θανάτου. Στον αριθμό 6 της οδού Μέρλιν, σήμερα, λειτουργεί υποκατάστημα της γνωστής εμπορικής αλυσίδας που βλέπουμε στον τίτλο του ποιήματος. Η ώσμωση των δύο εποχών είναι ευδιάκριτη. Η αίσθηση των «κινούμενων» χρόνων που «συναντιούνται» και διαπερνούν ο ένας τον άλλον υπάρχει και σε άλλα ποιήματα.

Η ποίηση του Πρεβεδουράκη ρίχνει φως σε τραγικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας, σε τραγικές στιγμές του «ειρηνικού» (παρακμιακού) παρόντος μας[7], ενώ τραγικό διαγράφεται και το μέλλον[8]. Το μίσος παρουσιάζεται σαν μια προκλητική λιχουδιά στην οποία λίγοι μπορούν να αντισταθούν.

«το μίσος στριφογυρνά σαν πασχαλινό αρνί

που συναινεί κάθε που τσιμπολογάς

πάνω απ’ τη σούβλα γλυκάδια»

(από το: «Ύψωμα 736», σελ. 15)

Ερωτήματα που σχετίζονται με την Ιστορία βρίσκονται στον πυρήνα του «Δίστομου». Πόσο καλά γνωρίζουμε σήμερα την Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου; Πώς σχετίζεται η επιλογή ιστορικής αφήγησης με τη διαμόρφωση του παρόντος και του μέλλοντος; Αν η Ιστορία διδάσκεται σωστά, γιατί αναβιώνουν με τόση ένταση και επιθετικότητα στην εποχή μας ο ναζισμός και ο φασισμός που βύθισαν την ανθρωπότητα στο σκοτάδι; Ποιες εν πάση περιπτώσει είναι οι ιστορικές μας πηγές;

 

Παραθέτουμε σχετικά το ποίημα:

 

«Όλοι για το Βερολίνο δουλεύουνε» (σελ. 17)

 

Οι μισές αλήθειες μάς προτιμούν

όπως τα υπόγεια τους τυφώνες

 

πάρτε για παράδειγμα τις ιστορικές σας πηγές

κι αφαιρέστε τους οφθαλμούς

απ’ τις κόγχες

 

οι πλύστρες εξαιρέθηκαν

απ’ τις επικρατέστερες αφηγήσεις

κανείς δεν έγραψε ιστορία

δίχως να λασπώσει μια στολή παραλλαγής

 

γδύνεται η υδρόγειος στο κραυγαλέο της πάλκο

κι από κάτω οι μπεκρήδες χειροκροτούν

 

το καθιερωμένο συνοικέσιο θα ρευστοποιηθεί

μετά το κλείσιμο του οικονομικού έτους

 

υπάρχουμε από σύμβαση          ρωτήστε τους παρτιζάνους

τα παιδικά μας βλέμματα επιμερίζονται στα βαγόνια

με αριθμό προτεραιότητας, συνδετήρα, πρωτόκολλο

μέσα στα κομοδίνα οι ράγες αντηχούν

 

οι αριθμοί των θυμάτων πάλλονται

πάνω απ’ τον διάκοσμο του κουλοχέρη

θέλω να έρθει μια λασπωμένη ρουλέτα εδώ

με ιστορίες από χειμώνες της Ρωσίας

 

άλλοι λοιπόν ψάχνουν ακόμα την αφορμή

μιλούν για ενέδρα ανταρτών

και για δώδεκα νεκρούς Γερμανούς στρατιώτες

 

όλοι για το Βερολίνο δουλεύουνε

 

πάρτε για παράδειγμα τις ιστορικές σας πηγές

και κόψτε τους το λαρύγγι

 

Πολιτικός ποιητικός λόγος που δεν εκπίπτει σε μανιφέστο, μα προχωρά σε υπαρξιακό – οντολογικό βάθος. Στο ανατριχιαστικό «Λίντιτσε» (σελ.47) σε α΄ πληθυντικό οι φωνές από μια άλλη διάσταση, φωνές νεκρών, ζητούν τον λόγο με αφοπλιστικό τρόπο από τον Θεό, χωρίς ποτέ να τον κατονομάζουν, αξιοποιώντας εμπνευσμένες περιφράσεις: «Ύπατε αρμοστή των επιγείων υποθέσεων άραγε πού να έτρεχε η σκέψη σου /όταν μας στρίμωχναν στο ζεστό σου καθιστικό (…) θεάνθρωπε-πορτρετίστα….» και συνεχίζεται έτσι ως το τέλος.

Στο «Δίστομο» αναπτύσσεται μία οντολογία της οδύνης[9] και του πένθους. Τα σώματα μπορεί να χάνονται, να σφαγιάζονται, να καίγονται, να μη μένει ίχνος τους, (είτε μιλάμε για παρελθόντα, είτε για σύγχρονα εγκλήματα) ο πόνος, όμως, δε σβήνει. Η διάχυτη στον αέρα επιζήσασα οδύνη «πιέζει» για να αποκτήσει σχήμα, ζητά δικαίωση[10]. Ζητά την επιβεβαίωση της ύπαρξής της: αφού υπήρξε, υπάρχει ακόμα. Ο ποιητής δέχεται να γίνει ο ενδιάμεσος, αναλαμβάνει να μεταστοιχειώσει ποιητικά την οδύνη και το πετυχαίνει.

Σε συνάρτηση με όλα τα παραπάνω, οφείλουμε να παρατηρήσουμε, τέλος, ότι το «Δίστομο» αναφέρεται στην ίδια την Ποίηση και τη θέση, τον ενεργό ρόλο της στη ζωή μας. Στο ερώτημα αν μπορεί, αν πρέπει, αν χρειάζεται να γράφουμε ποίηση στους δύσκολους καιρούς (ας θυμηθούμε τον σχετικό «διάλογο» Εγγονόπουλου – Αναγνωστάκη την περίοδο του Εμφυλίου), η απάντησή του είναι προφανώς καταφατική[11]. Η απάντησή του είναι το «Δίστομο».

Στο στόχαστρό του με τον χαρακτηριστικό ειρωνικό τόνο του αλλά και με παιγνιώδη διάθεση μπαίνει και ο διαχωρισμός σε «καθαρή» και «κοινωνική-πολιτική» ποίηση.

Το ποίημα «Η επιστροφή των εκδρομέων», (σελ. 52) κλείνει έτσι:

 

«σε περιμένουνε χαρές που αντιβαίνουν

στους κανόνες της Τέχνης

 

και σα να μην έφταναν αυτά          οι λέξεις

στήθος_πικροδάφνη_φιλιατρό

 

ανήκουνε       σε άλλους συναδέλφους»

 

Σκέφτομαι πως οι περισσότεροι συνάδελφοι (χρησιμοποιώ χωρίς εισαγωγικά τον όρο του Πρεβεδουράκη), θα θαύμαζαν, ή και θα ζήλευαν αυτή την ποιητική δύναμη. Πρόκειται για ποίηση που σε τραντάζει, σε αφυπνίζει, σε εμπνέει. Ξεκινάς να διαβάζεις και ολοκληρώνοντας την ανάγνωση ενός ποιήματος, αισθάνεσαι έκπληξη, γοητεύεσαι, νιώθεις ότι ανακαλύπτεις κρυμμένα μυστικά, σου γεννιούνται ερωτήματα, θέλεις οπωσδήποτε να συνεχίσεις με το επόμενο, θέλεις να μοιραστείς με κάποιον αυτή τη αίσθηση. Καθόλου εύκολα δεν προσδιορίζεται αυτό το «κάτι» που κάνει την ποίηση σπουδαία. Αντιλαμβάνομαι, ασφαλώς, ότι μπορεί ο ευθύς, ειλικρινής και οξύς τρόπος του Πρεβεδουράκη κάποιους να ενοχλήσει. Είτε, όμως, σε γενικές γραμμές, συμφωνείς, είτε διαφωνείς, αν έχεις κάποια ιδέα για το πώς γράφονται τα ποιήματα, υποκλίνεσαι μπροστά στον ποιητικό μόχθο που χρειάστηκε για να πάρει σάρκα και οστά η παρτιτούρα του «Δίστομου».

 

Σημείωση: Στο παραπάνω κείμενο, στις περιπτώσεις που παρατίθενται αποσπάσματα ποιημάτων ή ολόκληρα ποιήματα έγινε προσπάθεια να διατηρηθεί κατά το δυνατόν η ιδιαίτερη μορφοποίηση που επέλεξε για την οπτική εμφάνιση των ποιημάτων του ο Γ. Π. Πρόκειται για ένα ακόμα στοιχείο που θα άξιζε να σχολιαστεί.
Εύη Χατζηχαραλάμπους
[1] Από το ποίημα «Hondos Center, Μέρλιν 6», σελ. 16
[2] Είναι η φράση με την οποία ανοίγει και κλείνει το ποίημα «Ντόμινο», σελ.41.
[3] Φράση από το ποίημα «The falling man», σελ.33.
[4] Χρειάστηκε αρκετές φορές να «ψάξω» για μια σειρά γεγονότα,
[5] Κορυφαία τέτοια περίπτωση το ποίημα «Ανακοινωθέν των αρχών κατοχής», σελ. 22-23.
[6] «καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι έχω απόλυτη κατανόηση
     τώρα ωστόσο ήρθε η δική σας σειρά
                    να εισέλθετε τακτικά
     και με πλήρη επίγνωση της χρησιμότητάς σας
                              στο φούρνο στο βαγόνι στην αίθουσα διαλογής
     στην ντουζιέρα»
 «Ανάστροφο», σελ. 14.
[7] Ενδεικτικά: «Επίκαιρα» (σελ. 9), «Τυφλόμυγα» (σελ.13), «Η γλώσσα των ερειπίων» (σελ.40), «Για μια θέση parking» (σελ. 50)
[8] Ενδεικτικά αναφέρουμε το ποίημα «Ελάτη 2078 μ.Χ» (σελ.26),  που μας μεταφέρει σε μια δυστοπία – ταιριαστή συνέχεια της σύγχρονης εποχής.
[9] «άπιστε καθρέφτη της καλοκαιρινής μας βροχής
τι κάλπικος χρονομέτρης είσαι εσύ που δεν μας χάρισες
               ούτε λίγες στιγμές για να εγκαταλείψουμε τη σκακιέρα
               εσύ που μας δίδαξες την ευσπλαχνία μέσα απ’ τα ανοιχτά σωθικά
όσων ματιών πιστεύαμε πως θα προστάτευες απ’ την οδύνη»
«Λίντιτσε», σελ.47
[10] Στο ποίημα «Κληματόβεργες» (με θέμα τις γυναικοκτονίες, σελ. 49) καταλήγει:
«ακούστε      όχι εμάς
  μα ετούτο το ματωμένο μαδέρι              την ώρα που στριφογυρνά
  μες στα μυαλά             των μανάδων       σαν έγνοια»
[11] Οι αναφορές του σε προγενέστερους περιώνυμους ποιητές (τους δύο Νομπελίστες τουλάχιστον) είναι συγκεκριμένες και με την ίδια κριτική διάθεση που χαρακτηρίζει τη συλλογή. Το όνομα Οδυσσέας με πιθανή απόδοση στον Ελύτη το συναντάμε στην «Επιστροφή των εκδρομέων» (σελ.52): «το Αιγαίο έπαψε να είναι ηλιοκεντρικό/ γι’ αυτό κι ο Οδυσσέας μαίνεται/ μέσα στα εφετεία». Στο ποίημα «Χάγη» (σελ. 51) αναφέρεται ονομαστικά ο Σεφέρης:  «να το βράσω εγώ-το ζεστό νερό του Σεφέρη».

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.