…. με το ποτήρι αυτό στο χέρι,
του ζητάμε, αν ευδοκεί,
να το τσουγκρίσουμε με το δικό του!
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Άγγελος Σικελιανός
Στα παιδικά και εφηβικά χρόνια τα εξωσχολικά βιβλία που διάβαζα ήταν από συγγραφείς της αγγλικής και γαλλικής κυρίως λογοτεχνίας. Από ελληνική λογοτεχνία δεν θυμάμαι να είχα διαβάσει τίποτα σε εξωσχολικό βιβλίο. Επομένως, τα πρώτα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που διάβασα ήταν τα διηγήματα που διδάχτηκα στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο γυμνάσιο. Και όταν έρχεσαι, πρώτη φορά, σε επαφή με το έργο ενός συγγραφέα σε σχολικό βιβλίο, το βλέπεις και το «καταπίνεις» σαν μάθημα, για να μην πω σαν το μουρουνόλαδο που παίρναμε κάποτε εμείς οι παλαιοί των ημερών, και δεν το απολαμβάνεις… Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω την αξία αυτού του μεγάλου λογοτέχνη και να στρέψω την προσοχή μου στο έργο του. Και αυτό που τράβηξε τότε το ενδιαφέρον μου στο έργο του Παπαδιαμάντη ήταν βέβαια και ο συγγραφέας ως άνθρωπος, ο οποίος όχι μόνο έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην ίδια πόλη με μένα, αλλά και έγινε εκεί αυτό που τον κρατάει σήμερα στη μνήμη μας. Η πλατεία Παπαδιαμάντη με την προτομή του θα έπρεπε να είναι στη γειτονιά της Αθήνας όπου έζησε – και όχι εκεί όπου είναι τώρα. Τον δικαιούται.
Τον φανταζόμουν να μένει μόνος, με τα λίγα που κέρδιζε από την πένα του, σε κάποιο δωμάτιο μιας αθηναϊκής αυλής, σαν αυτές της εποχής του στου Ψυρρή, στη Βλασαρού ή σε κάποια άλλη από τις δυτικές συνοικίες της ελληνικής πρωτεύουσας, τις οποίες περιγράφει, με ακριβείς λεπτομέρειες και αξεπέραστη τέχνη, στα θαυμάσια Αθηναϊκά του διηγήματα. Και για να μη νομίσετε ότι είμαι υπερβολικός, παραθέτω μια από τις πιο σύντομες περιγραφές του: «Δεν ήτο δρόμος, ήτο αυλή, παμπάλαιος, ευρεία, ακανόνιστος, με τους τοίχους υψηλούς , αλλ’ ανίσου ύψους, περιβάλλουσα μιαν των παλαιοτέρων οικιών, παρά την ανέρπουσαν εσχατιάν της αρχαίας πόλεως, προς την Ακρόπολιν, υψηλά, παρά το Αγιοταφίτικον » (Αποκρηάτικη νυχτιά). Δεν αποκλείεται να ήταν αυλή που είχε εντοπίσει στην περιοχή της Αθήνας που αναφέρει. Μόνη του πολυτέλεια και απόλαυση, στη χαμοζωή που τον είχε ρίξει η μοίρα του, ήταν το κρασάκι, που έπινε συνήθως στην ταβέρνα του Καχριμάνη, και το ψάλσιμο στο γνωστό εκκλησάκι του προφήτη Ελισαίου, στο Μοναστηράκι. Ναι, οι ψαλμοί για τον κυρ–Αλέξανδρο, όπως τον αποκαλούσαν φίλοι και γνωστοί στην καθημερινή του ζωή, ήταν ό,τι για τους άλλους το τραγούδι. Υπάρχει, μάλιστα, για την αγαπημένη του αυτή εκκλησιαστική συνήθεια ένα περιστατικό που έχει αναφερθεί από πολλούς μελετητές του έργου του και της ζωής του. Όταν η πριγκίπισσα Μαρία οργάνωσε προς τιμή του Παπαδιαμάντη μια μεγάλη φιλολογική γιορτή στον Παρνασσό, πήγε όλη η Αθήνα, εκτός από το τιμώμενο πρόσωπο. Ο Παπαδιαμάντης – που απέφευγε τη συναναστροφή των άλλων, όπως ο διάβολος το λιβάνι – μόλις το έμαθε, αιφνιδιάστηκε άσχημα και ζήτησε καταφύγιο στο σπίτι του Νίκου και της Πολυξένης Μπούκη. Κάθισαν στη μικρή ταράτσα του σπιτιού και τότε είπε: «Απόψε με περιμένει η πριγκίπισσα Μαρία, με όλη την πλούσια κοινωνία των Αθηνών». Οι Μπούκηδες σάστισαν και η Πολυξένη είπε: «Μα, κύριε Αλέξανδρε, τι κάθεστε εδώ; θ’ αργήσετε πολύ. Δεν είναι σωστό να σας περιμένουν. Τι θα πουν οι άνθρωποι;». Και εκείνος – που όταν ένιωθε άνετα με τους ανθρώπους, ήξερα να είναι ευχάριστος και πνευματώδης – της είπε: « Έννοια σας, κυρία Πολυξένη, είμαι πολύ καλύτερα μαζί σας. Όλ’ αυτά δεν έχουν για μένα καμία σημασία. Προτιμώ να περάσω τη βραδιά στο σπίτι σας. Κυρία Πολυξένη, κάνε μου, παρακαλώ, ένα χαμομήλι και δώσ’ μου ένα σπίρτο». Άναψε το τσιγάρο του και άρχισε να ψέλνει.
Προς το τέλος της ζωής του, το 1906 για την ακρίβεια, άρχισε να συχνάζει στη Δεξαμενή, στο Κολωνάκι. Καθόταν στο πιο φτηνό από τα δυο καφενεδάκια που υπήρχαν εκεί, σ’ αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές (χρυσή εποχή, θα λέγαμε σήμερα, για τους καφενόβιους), είχε μια δεκάρα. Εκεί, μακριά απ’ όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον βρήκε και τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον ξέρουμε σήμερα. Αυτή η φωτογραφία έγινε, μάλιστα, αφορμή για το εξής περιστατικό: Όταν ο Νιρβάνας – που φοβήθηκε μη φύγει ο Παπαδιαμάντης από τη ζωή και δεν έχουμε τη μορφή του, όπως τώρα του Κάλβου – πήγε και βρήκε τον σκιαθίτη συγγραφέα στη Δεξαμενή για να τον φωτογραφίσει, μολονότι γύρω τους δεν υπήρχε σχεδόν κανένας, ο Παπαδιαμάντης, που ήταν αγοραφοβικός , τού είπε ανήσυχα και βιαστικά στα γαλλικά: «Nous excitons la curiosité du public» (Κινούμε την περιέργεια του κοινού).
O Παπαδιαμάντης ήταν μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη και σήμερα τον ανακαλύπτουμε. Μπορεί να του ήταν αδιάφορη η φιλολογική γιορτή της πριγκίπισσας Μαρίας, δεν ήταν όμως καθόλου αδιάφορος στο να δει και αυτός ένα έργο του, μια συλλογή διηγημάτων του, να κυκλοφορεί σε μορφή βιβλίου, όπως τα έργα πολλών άλλων ομοτέχνων του. Το δηλώνει, μάλιστα, δημοσίως, για πρώτη φορά, σε αγγελία που αποστέλλει προς δημοσίευση στις εφημερίδες, με ημερομηνία 1η Αυγούστου 1891, για την προσεχή έκδοση συλλογής 15 διηγημάτων του, με τίτλο Τα θαλασσινά ειδύλλια. Ποτέ, όμως, δεν διέθετε τα οικονομικά μέσα, ούτε ποτέ στάθηκε καλός στο «να κρούει τας θύρας των μεγάλων». Η αγγελία καταλήγει με τη φράση: «Παρακαλώ τους φιλαναγνώστας να με συνδράμουν ». Ωστόσο, παρά τη φήμη, την οποία, συν τω χρόνω, είχε αποκτήσει , ούτε οι εκδότες βιβλίων και περιοδικών, με τους οποίους συνεργαζόταν, τον συνέδραμαν, ούτε και οι υψηλά ιστάμενοι φίλοι και λοιποί θιασώτες του. Ο κορυφαίος διηγηματογράφος της νεοελληνικής λογοτεχνίας έφυγε από τη ζωή με το παράπονο ότι δεν αξιώθηκε ποτέ να δει ένα του έργο να κυκλοφορεί σε μορφή βιβλίου. Η ειρωνεία είναι ότι, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, εκδόθηκαν μαζεμένες δέκα -σωστά διαβάσατε- συλλογές διηγημάτων του, λες και εξαργυρωνόταν απέναντί του κάποια οψιφανής ενοχή.
Πηγή πληροφοριών για τον άνθρωπο Παπαδιαμάντη είναι και όσοι από τους ομοτέχνους του τον ήξεραν και τον έζησαν από κοντά, όπως, για παράδειγμα, ο Γεώργιος Δροσίνης, που τον θυμάται στην αυτοβιογραφία του και λέει: «Σε στενή γνωριμία δεν ήρθα ποτέ. Κουμπωμένος ως το λαιμό, με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια κάτω, σαν να προσκυνούσε, ακόμα και με τα χέρια χωμένα το ένα στο μανίκι του άλλου χεριού, σαν να μην είχε διάθεση να χαιρετήσει κανέναν, έμενε πάντα σε κάποια απόσταση». Δεν πρέπει να είναι καθόλου υπερβολικός ο Δροσίνης στα όσα λέει για τον Παπαδιαμάντη, αν λάβουμε υπόψη μας τον Παπαδιαμάντη που μας δίνει ο Παύλος Νιρβάνας στο βιβλίο του Φιλολογικά απομνημονεύματα. «Στο Άστυ, λόγου χάρη, όταν το διηύθυναν ο Θέμος Άννινος και ο κ. Κακλαμάνος, όπου έτυχε να συνεργασθούμε πολύν καιρό με τον Παπαδιαμάντη – εκείνος μεταφραστής και εγώ χρονογράφος – πολύ σπάνια τον έβλεπα. Έφτανε αργά πάντα και τρύπωνε στο γραφείο του, χωρίς να πλησιάσει κανέναν και ριχνότανε στη δουλειά, για να ξαναφύγει πάλι με τον ίδιο τρόπο. Κάποτε τον είδα να μπαίνει στο γραφείο του κ. Κακλαμάνου, αλαφροπατώντας σαν ίσκιος, να προχωρεί προς το τραπέζι του διευθυντή, ν’ αφήνει τα χειρόγραφά του, χωρίς να πει λέξη, και να φεύγει βιαστικά, περπατώντας σύρριζα στον τοίχο. Ήταν φανερό πως κι αυτή ακόμα η στιγμιαία παρουσία του μέσα στον κόσμο των επισκεπτών του γραφείου, τον ενοχλούσε υπερβολικά. Όσοι δεν τον γνώριζαν, καθώς ήτανε κακοντυμένος, με ξεφτισμένες πάντα τις άκρες των μανικιών του, μπορούσαν να τον πάρουν και για υπηρέτη του γραφείου». Ο Δροσίνης, που είχε γνωρίσει και τον άλλο Αλέξανδρο της Σκιάθου, τον Μωραϊτίδη, με τον οποίο ο Παπαδιαμάντης ήταν και ξαδέλφια, έλεγε ότι, αντίθετα από τον Παπαδιαμάντη, ήταν πάντα εύθυμος και γελαστός, με ένα λόγο πιο ανοιχτός στους ανθρώπους από τον ένδοξο εξάδελφο, και τραβούσε αμέσως τη συμπάθεια όλων. Με τα ίδια τα λόγια του ο Δροσίνης λέει ακόμα για τον Μωραϊτίδη: «Είχε τότε μια παιδική αφέλεια και καλοσύνη που με τον καιρό έγινε αγιοσύνη». Ένας άλλος από τους συγκαιρινούς του ομότεχνους, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης, μας άφησε μια σύντομη περιγραφή του σκιαθίτη διηγηματογράφου, την οποία λίγοι έχουν υπόψη τους. Τον περιγράφει ως « μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή σκονισμένα υποδήματα, ξεθωριασμένο ημίψηλο, με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα, ένα είδος κολάρου, συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο, μάλιστα, ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης.
Όσο για το « σκοτεινό τρυγόνι» που αναφέρεται στον τίτλο του κειμένου, θυμίζουμε ότι έτσι αποκαλεί ο Παπαδιαμάντης τον εαυτό του σε ένα ποίημα προς τη μητέρα του, γραμμένο στο πίσω μέρος επιστολής, που έστειλε στον πατέρα του από την Αθήνα στις 18 Απριλίου 1874. Εκεί, σε αυτό το ποίημα, διαβάζουμε τον στίχο:
Μάνα μου, εγώ ‘μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι.
Σε αυτό τον στίχο το επίθετο «σκοτεινό», με το οποίο χαρακτηρίζεται το τρυγόνι, θα πρέπει να σημαίνει το «έρημο» ή το «δύστυχο». Ταιριάζει, άλλωστε, και με το νόημα που δίνει ο Παπαδιαμάντης στον στίχο του. Ο στίχος αυτός μου φέρνει στη μνήμη μια από τις δυο ανθολογίες διηγημάτων του Παπαδιαμάντη που δημοσίευσε ο Χριστόφορος Λιοντάκης, στη δεκαετία του 1990, αν θυμάμαι σωστά, με τίτλο Σκοτεινό τρυγόνι. Μου φέρνει, όμως, στη σκέψη ακόμα κάτι, ίσως πιο σημαντικό: Το 2002, ο Γκι Σονιέ – καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας και διευθυντής του Νεοελληνικού Ινστιτούτου της Σορβόννης (Paris IV) – τάραξε, με το βιβλίο του Εωσφόρος και Άβυσσος – ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη τα νερά όσων έχουν μείνει ακόμη στην ταπεινοφροσύνη που αναδύει η περιβόητη φωτογραφία του Νιρβάνα, στην οποία βλέπουμε έναν Παπαδιαμάντη ταπεινό, με χαμηλωμένο βλέμμα. Πίσω από αυτή την ταπεινοφροσύνη, λέει ο Γκι Σονιέ , κρύβεται ένας «εωσφορικός δημιουργός». Ακριβώς το ίδιο πράγμα νομίζω ότι ισχύει και για τον χαρακτηρισμό «σκοτεινό τρυγόνι» που έδωσε ο Παπαδιάμαντης στον εαυτό του, και ας μην είχε ακόμη εκδηλωθεί στο έργο του η «εωσφορική» του αυτή ιδιότητα ως δημιουργού, το 1874, που έγραψε τον στίχο.



