You are currently viewing Ισιδώρα Μάλαμα: Χλόη Κουτσουμπέλη, Ταχυδρομική Θυρίδα: Κιβωτός, Εκδ. Θίνες, (2025)

Ισιδώρα Μάλαμα: Χλόη Κουτσουμπέλη, Ταχυδρομική Θυρίδα: Κιβωτός, Εκδ. Θίνες, (2025)

Μια αλληγορία2 (στη δευτέρα) για τον πραγματικό Άνθρωπο του Μέλλοντος

Το αλληγορικό πεζογράφημα Ταχυδρομική Θυρίδα: Κιβωτός συνιστά ένα ιδιόμορφο κείμενο σχετικά με την ειδολογική του κατάταξη, συμπαγές, ωστόσο, αναφορικά με τα διαχεόμενα μηνύματα. Γιατί όλες οι επιμέρους ιδέες που εμφωλεύουν  στα νήματα της αφήγησης φαίνεται ότι στοχεύουν στη διατύπωση ερωτημάτων που συνθέτουν κατά την πραγμάτευσή τους μία και μοναδική απάντηση, την κατάφαση στην ελευθερία και στην αγάπη: Ποιος καθορίζει κάθε φορά την Αναγκαιότητα και θέτει τα πρόσωπα σε μια αυθαίρετη περιδίνηση ανάμεσα στα γρανάζια της; Πόσο ψευδεπίγραφες μπορεί να υπήρξαν οι κατά καιρούς ανακύπτουσες Αναγκαιότητες, στο όνομα των οποίων συνεθλίβη πνευματικά και σωματικά το γυναικείο φύλο και κατ’ επέκταση κάθε αδύναμη κοινωνική ομάδα; Πόσο λογική είναι η έμπρακτη έκφραση συναισθημάτων μίσους από τον Θεό της αρετής και της αγάπης; Γιατί ο Θεός ήταν ανέκαθεν ταυτισμένος με το αρσενικό φύλο; Γιατί ο κάθε διαλεκτός του Θεού των βιβλικών κειμένων ανήκε κατά κύριο λόγο στο αντρικό φύλο; Γιατί ο «σοφότατος» Θεός και ο «σοφός» Νώε δεν μπόρεσαν να ενσταλάξουν λίγη από τη «σοφία» τους στον κόσμο στον οποίο δέσποζαν ‒και επιμένουν να δεσπόζουν‒, ώστε να αποσοβηθεί ο καταστροφικός Κατακλυσμός ‒ και όλοι οι ακόλουθοι κατακλυσμοί που διασαλεύουν σήμερα την κοινωνική ευταξία; Γιατί κανείς δεν πρόσεξε το πνευματικό μεγαλείο της γυναίκας, μολονότι η αντρική στρατηγική στη διοίκηση του κόσμου είχε αποτύχει, ενώ ο θηλυκός νους είχε βοηθητικές απαντήσεις κι ευαγγελιζόταν διεξόδους από οικονομικοκοινωνικά αδιέξοδα; Μπορεί ο Νέος Κόσμος να είναι καλύτερος, αν βλαστήσει από το σπέρμα του πατριαρχικού μένους; Ποιο οφείλει να είναι το βασικό συστατικό του Νέου Κόσμου, για να είναι πράγματι «νέος» και «καλύτερος» από τον παλιό;

Όλα αυτά τα ερωτήματα αναφύονται σταδιακά κατά την ανάγνωση της αφήγησης  που εμπνεύστηκε η Χλόη Κουτσουμπέλη, προκειμένου να καταυγάσει με τον δικό της επιδέξιο τρόπο ένα μήνυμα που, αν και εναργές, δεν φαίνεται ακόμη να έχει αποκρυσταλλωθεί στον ανθρώπινο νου: Ο κόσμος μας μπορεί και πρέπει να είναι καλύτερος, μόνο μέσω της αγαστής συνύπαρξης των δύο φύλων και μόνο μέσα από την κατίσχυση του μόνου και μοναδικού συναισθήματος που αρμόζει στο έλλογο ον που λέγεται άνθρωπος, την αγάπη. Ο δραματικός χρόνος του έργου τοποθετείται τον καιρό του Κατακλυσμού, τότε που ‒σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη και, συγκεκριμένα, με το πρώτο βιβλίο της, τη Γένεση‒ ο «δίκαιος» Νώε επιχείρησε να διασώσει ‒πέρα από την οικογένειά του‒ τα είδη του ζωικού βασιλείου από τη θεϊκή οργή, τοποθετώντας τα ανά ζεύγη στην Κιβωτό και ξεκινώντας ένα μεγάλο ταξίδι στο άγνωστο. Η Κιβωτός της Κουτσουμπέλη, παρά το γεγονός ότι εκτυλίσσεται στον γνωστό από τα βιβλικά κείμενα δραματικό χρόνο, διαφοροποιείται τεχνηέντως σε σημεία, προκειμένου να καταυγάσει τη δική της θεωρία στον χρόνο του αναγνώστη σχετικά με τη Γένεση και, κυρίως, με την Αναγέννηση του ανθρώπου. Η βασική διαφορά της έγκειται στο γεγονός ότι ο «δίκαιος» Νώε έχει εγκαταλείψει τη γυναίκα του Εμζάρα εκτός Κιβωτού, ενώ μαζί του αντ’ αυτής έχει επιλέξει τη δεκαεξάχρονη Σιγκάλ, η οποία ξεκινά το ταξίδι της μαζί του ενθουσιασμένη ‒μέσα στην άγνοιά της‒ που θα υπηρετήσει την Αναγκαιότητα ως το ιερό Δοχείο Εκκόλαψης του Νέου Ανθρώπου, ως το Ιερό Σκεύος, ως η εκλεκτή για να συμμετάσχει στο Ιερό Έργο της Σύλληψης του Ανθρώπου του Μέλλοντος («Ήμουν η Εκλεκτή ανάμεσα στις γυναίκες και αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξει συθέμελα όλη μου η ζωή και τι θαυμάσια περιπέτεια με περίμενε δίπλα σ’ αυτό τον τόσο χαρισματικό άντρα που με συνάρπαζε, αυτό τον άντρα με πυγμή κι εξουσία, που συνομιλούσε απευθείας με τον Θεό…», σελ. 18).  Είναι, ωστόσο, αυτή η διαφοροποίηση που καθιστά τον δραματικό χρόνο άχρονο και για αυτό διαχρονικό και άμεσα εφαπτόμενο με τον χρόνο του αναγνώστη, που μπορεί και επιμηκύνει την έννοια του κατακλυσμού στο τώρα και στο πάντα, που διατρανώνει ότι κατακλυσμοί συμβαίνουν διαρκώς, όταν η Ανάγκη διαμορφώνεται κατά βούλησιν ‒συγκεκριμένων ανθρώπων‒, επιτρέποντας τα στυγνότερα εγκλήματα να γίνονται πίσω από το προπέτασμα μια επιλογής που έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, ώστε να εμφυτεύσει στο μυαλό κάποιου ότι ανήκει στους «εκλεκτούς» ‒ πόσο μάλλον όταν αυτοί οι κάποιοι ενδύονται το προσωπείο του εκλεκτού Νώε, του χρισμένου ως Σωτήρα της ανθρωπότητας, οι οποίοι κάτω από το βάρος του χρίσματος μπορούν και αποδύονται ατιμωρητί σε όποιες πράξεις ικανοποιούν τον ζωώδη ανδρισμό τους («…γι’ αυτό κι εγώ πρέπει να του παραχωρώ πρόθυμα πάντα το σώμα μου, γιατί δεν είναι πια δικό μου, του ανήκει, ή, μάλλον, ανήκει στον ίδιο τον Θεό, είναι το σκεύος Του, να καταλάβω ότι δεν με επέλεξε μόνο για τις καμπύλες και τα στητά μου στήθη, αν και αυτά τα προσόντα μου δεν είναι αξιοκαταφρόνητα, γιατί τόσο γέρος που είναι πρέπει να βλέπει ένα νεανικό κορμί για να ερεθιστεί και να φροντίζω να μάθω τρόπους για να τον διεγείρω και να θυμάμαι ότι τίποτε από αυτά που κάνουμε δεν θεωρείται αμαρτωλό στα μάτια του Θεού, αφού όλα αυτά που γίνονται στο κρεβάτι μας, πάνω στα στρωσίδια, αποσκοπούν στον Ιερό Σκοπό της Τεκνοποίησης», σελ. 25).

Η παραμονή της Σιγκάλ στην Κιβωτό συνιστά το ταξίδι της προς την αυτο- και την ετερογνωσία. Μέσα σε αυτήν η μικρή ηρωίδα θα ωριμάσει απότομα, θα μετασχηματίσει την άποψή της για τον Νώε και τον «καλό» Θεό που ο σοφός γέρος  κι έμμεσα η ίδια υπηρετεί, θα βιώσει την πίκρα από την αντιζηλία των γυναικών, θα νοιώσει τον πραγματικό έρωτα και την πίκρα της απόρριψης, θα παραβιάσει την προκατασκευασμένη ηθική της συντήρησης του πατριαρχικού αυταρχισμού και μόνο τότε θα κατορθώσει να φέρει στον κόσμο τον πραγματικό Άνθρωπο του Μέλλοντος, αυτόν που θα γεννηθεί από το σπέρμα της πραγματικής Ανάγκης  ‒της επιτακτικής ανάγκης να γαλουχηθεί η ανθρωπότητα από τον τρυφερό μαστό της αβίαστης αγάπης‒ και όχι της αρσενικά κατασκευασμένης Αναγκαιότητας των κάθε είδους βιασμών ‒ μιας κατάστασης διαμορφωμένης έτσι ώστε στο όνομα του υψηλού στόχου να ικανοποιούνται τα πιο ταπεινά ένστικτα και ορμέμφυτα. Με αυτή της τη δύναμη και τη δυναμική η Σιγκάλ μπορεί και «σπάει το συμβόλαιο με τον Νώε και τον Θεό» και επιτυγχάνει τον βαθύτερο στόχο της:  να σταματήσει κάποτε η μανιώδης βροχή και να προσαράξει το πλοίο της ανθρωπότητας στο πιο ελπιδοφόρο Αραράτ, στο πιο ψηλό όρος της περιοχής, στο πιο ψηλό σημείο της ανθρώπινης πνευματικότητας: στην ανιδιοτελή αγάπη. Εκεί που το νερό (θάλασσα) συναντά το χώμα (όρος), ψηλά στον αέρα και αναγεννιέται η φωτιά της σκέψης και της καρδιάς, της δικαιοσύνης και της ηθικής· εκεί όπου τα τέσσερα στοιχεία, τα ριζώματα της ιωνικής φιλοσοφίας (γη, νερό, αέρας και φωτιά) δίνουν το σύνθημα για να εκκινήσει η ανασύσταση του κόσμου, η αναγέννησή του.

Σε αυτό το πλαίσιο, σε μια πρώτη ανάγνωση η Κιβωτός είναι το μέσο διάσωσης των ζωντανών όντων αλλά σε μία δεύτερη, βαθύτερη ανάγνωση η Κιβωτός είναι το μέσο προσέγγισης, κατάκτησης και διαφύλαξης της αρετής. Είναι ο στεγανός εκείνος χώρος, όπου αρχικά διαφεντεύει η βία και ο αυταρχισμός, για να αρχίσει σταδιακά να αποδυναμώνεται και να κατανικάται από τη δύναμη που διαθέτει η εμπεδόκλειος Φιλότητα να συμπτύσσει τα βασικά στοιχεία της ύπαρξης σε ένα οργανικό και λειτουργικό σύνολο. Είναι ο χώρος του βαθύ συνειδητού, εκεί όπου ο πόνος συνιστά τον μόνο τρόπο για να γνωρίσει κανείς, τον μόνο τρόπο για να μεταστρέψει τις αρχικές του πεποιθήσεις, για να μεταβεί από την άγνοια στη γνώση και να διεκδικήσει την επιβολή της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης. Η μετάβαση στο φως της γνώσης προϋποθέτει τη δυνατότητα απόρριψης και κατάρριψης κάποιων θεσφάτων που επισκιάζουν και θολώνουν την αλήθεια. Και είναι διαδικασία αναγκαστική κι εξαναγκαστική· όπως και η πορεία των πλατωνικών φιλοσόφων κατά την έξοδό τους από το σπήλαιο στο φως. Και μπορεί η αλήθεια των τελευταίων να βρίσκεται εκτός σπηλαίου αλλά η «τραχεία ανάβασις», το βασικό πνευματικό ταξίδι, συντελείται μέσα σε αυτό, όπως ακριβώς και το φιλοσοφικό ωρίμασμα της Σιγκάλ και του κόσμου που εκπροσωπεί συντελείται εντός της Κιβωτού.

Ο δρόμος προς την αυτογνωσία ανοίγεται για την ηρωίδα από τη συγγραφέα με έναν επιδέξιο τρόπο: μέσω της αποστολής παπύρων στην Εμζάρα, τη σύζυγο του Νώε που αφέθηκε σε ένα δέντρο με την ελπίδα να επιβιώσει από τον κατακλυσμό. Η ανάπτυξη της αφήγησης θέλει τη Σιγκάλ σε ένα πρώτο στάδιο να εκδηλώνει στα γράμματα τον ενθουσιασμό της για τη Μεγάλη της Αποστολή και να εκφράζει τον  θαυμασμό της για τη σύζυγο του Νώε. Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, όταν συνειδητοποιεί ότι αποτελεί βορά στα αρσενικά νύχια του Νώε, που μόλις νοιώσουν κορεσμό δεν διστάζουν να απευθυνθούν σε άλλο Ιερό Σκεύος, το γράμματα σταματούν να στέλνονται στην Εμζάρα, αλλά η γραφή συνεχίζει να φιλοξενεί τις σκέψεις και τα συναισθήματα της ηρωίδας, να αποτελεί το αποκούμπι της. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η κατάθεση ψυχής στο χαρτί, αυτή η ανάγκη για επικοινωνία δεν συνιστά τίποτε άλλο παρά την ανάγκη διείσδυσης στα πραγματικά «θέλω» και  «μπορώ», μακριά από τα «πρέπει» και τα «μην», την ανάγκη γνωριμίας με τον εαυτό, επαναπροσδιορισμού  και εκτίμησής του. Άλλωστε, η Εμζάρα δεν απαντά ποτέ στη Σιγκάλ, δεν γίνεται καν λόγος για την παραλαβή των γραμμάτων, στοιχείο που επιτρέπει στον αναγνώστη να προβεί στη σκέψη ότι αποστολέας και αποδέκτης στην περίπτωσή μας μπορεί να ταυτίζονται κι ότι ο δεύτερος δεν είναι παρά ένα άλλο προσωπείο του πρώτου, ένας καθρέφτης που καταυγάζει αλήθειες που δεν γίνονται διαφορετικά αντιληπτές, ένα εφαλτήριο από όπου μπορεί ο αναστοχασμός κι αναπηδά σε μεγαλύτερα ύψη και κατακτά ουσιώδη βάθη.

Η ιδιοτυπία του αφηγηματικού λόγου να αναπτυχθεί μέσω της αποστολής γραμμάτων, μέσω δηλαδή μιας ιδιότυπης μορφής επιστολογραφίας (καθώς και η Εμζάρα αποστέλλει γράμματα στον αγαπημένο της γιο, Ιάφεθ, που δεν τυγχάνουν ποτέ ‒φανερής τουλάχιστον‒ απάντησης, όπως και τα γράμματα της Σιγκάλ), του ανοίγει μεγάλες δυνατότητες: κρατά κάτι από τον προφορικό τόνο μιας αυθόρμητης συνομιλίας, από την κατάθεση των μύχιων σκέψεων των ηρώων, από τη δυνατότητα έκφρασης στο χαρτί όσων δεν θα μπορούσαν να λεχθούν σε μία κατά πρόσωπο επικοινωνία, ταυτόχρονα όμως ‒δεδομένου ότι τα γράμματα αρχικά δεν απαντώνται και στη συνέχεια δεν στέλνονται‒ διατηρεί όλα εκείνα τα στοιχεία του εσωτερικού μονόλογου, που αναδεικνύει το «μέσα» των ηρώων, το συνονθύλευμα των σκέψεων και των συναισθημάτων και μπορεί και φωτίζει εναργέστερα τη μεταστροφή, την πορεία προς τη γνώση και προς το φως μιας κοινής και πιο δίκαιης Δικαιοσύνης. Δεν είναι, άλλωστε, άνευ σημασίας το γεγονός ότι το πεζογράφημα τούτο τιτλοφορείται Ταχυδρομική θυρίδα: Κιβωτός: πρόκειται για εκείνη την προσωπική θυρίδα που ανοίγει με το δικό μας μοναδικό κλειδί, για εκείνη τη δική μας κιβωτό, τη σκέψη και τον νου μας, η οποία μπορεί να αποτελεί κάποτε τη φυλακή μας (την αδυναμία μας να διαβούμε, να διαπεράσουμε, την απουσία πόρου, την α-πορία μας) αλλά την ίδια ώρα συνιστά και το μέσο της δραπέτευσής μας (η α-πορία μας καθίσταται αρχή αναζήτησης της λύσης)· πόσο μάλλον όταν ο αποστολέας είναι και ο παραλήπτης, πόσο μάλλον όταν το υποκείμενο της όλης διαδικασίας είναι και το αντικείμενο-στόχος αυτής.

Το πεζογράφημα της Κουτσουμπέλη είναι διττώς αλληγορικό, ξεπερνώντας στην τεχνική της αφήγησης τις απλές αλληγορίες που απασχόλησαν διαχρονικά τους μεγάλους συγγραφείς, από την Πολιτεία του Πλάτωνα, τον Μύθο του Έρωτα και της Ψυχής του Απουλήιου και τη Θεία Κωμωδία του Δάντη μέχρι τον Μικρό Πρίγκιπα του Εσπερύ και το Watership Down του Richard Adams. Είναι μια αλληγορία με αφορμή μια άλλη αλληγορία και με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό των νοημάτων της σε μια άλλη, νέα βάση και την αποκωδικοποίησή τους στο πλαίσιο μιας νέας κοσμοθεωρίας. Πιο συγκεκριμένα, εδράζεται σε ένα αλληγορικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης και το αξιοποιεί επίσης αλληγορικά. Κι αν τα βιβλικά κείμενα λειτουργούσαν αλληγορικά στο πλαίσιο της ανάγκης δημιουργίας ηθοπλαστικών διδαχών, η δημιουργική αλληγορία της αλληγορίας που τεχνουργεί η Κουτσουμπέλη λειτουργεί πολυεστιακά ως προς τις «διδαχές» της. Όχι γιατί υποδεικνύει κι επιβάλει ηθικές αρχές ‒κάτι τέτοιο θα ήταν ανακόλουθο με το περιεχόμενο και τον στόχο της, θα συνιστούσε αφορμή κατηγορίας ότι το κείμενο εφαρμόζει κι επεκτείνει ό,τι καταδικάζει, ότι αποτελεί άλλη μια μορφή ηθικολογίας‒ αλλά γιατί διανοίγει τη δυνατότητα της σκέψης. Ο διδακτισμός της, με λίγα λόγια, έγκειται στο ότι γεννά ερωτήματα ‒αφήνοντας τις απαντήσεις στον  αναγνώστη‒, μέσω του συμβολικού και αναπαραστατικού λόγου, που  μπορεί και συμπυκνώνει ζητήματα ‒επικαιροποιημένα αλλά και διαχρονικά‒  κοινωνικής και πολιτικής φύσης. Αν, τέλος, η αλληγορία είναι μια εκτεταμένη μεταφορά και αν η αλληγορία της Κουτσουμπέλη είναι μια αλληγορία μιας αλληγορίας, τότε καθίσταται σαφές ότι η μεταφορά στην περίπτωσή μας λειτουργεί στη δευτέρα (δύναμη), στα καλύτερα και δυνατότερά της: προσδίδει νέες διαστάσεις στις λέξεις και νέο ύψος και βάθος στα νοήματα, μεγαλύτερη δυνατότητα καταβύθισης κι ανύψωσης στον αναγνώστη, πολλαπλάσια αποκωδικοποιητική δυναμική, σε συνδυασμό με την αισθητική απόλαυση.

Στο πλαίσιο αυτό, η σκέψη της Εμζάρα σχετικά με τον μισογυνισμό του Θεού και της αντρικής εκπροσώπησής του στον κόσμο («Ξέρουμε ότι και Αυτός δεν έχει σε μεγάλη υπόληψη της γυναίκες. Τις μετατρέπει σε άφωνες και άβουλες στήλες άλατος, εκπρόσωποι και διαμεσολαβητές του άλλωστε είναι πάντοτε οι άντρες», σελ. 44) αναγκάζει τον αναγνώστη σε έναν επαναπροσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο έχει εσωτερικευθεί και εδραιωθεί η κανονικότητα της αντρικής κυριαρχίας. Η αυθόρμητη ερώτηση της δεκαεξάχρονης στην Εμζάρα, «Αλήθεια, Εμζάρα, γιατί ο Θεός δεν διάλεξε εσένα; Από τα καθημερινά εγκώμια που σου πλέκουν όλοι και όλες εδώ μέσα, φαίνεται ότι διοικούσες το σπιτικό σου αρμονικά με σοφία και σύνεση,  άρα και γιατί όχι και αυτό εδώ το πλωτό μας σπίτι;» (σελ. 40), εμβολίζει στη σκέψη του αναγνώστη ένα καίριο ερώτημα, από την απάντηση του οποίου κρίθηκε κάποτε αλλά και θα κριθεί μελλοντικά η εξέλιξη της ανθρωπότητας. Αρκεί να μη θεωρηθεί για άλλη μια φορά το ερώτημα ρητορικό· αρκεί να μην είναι μονόδρομος η αποκωδικοποίηση μιας έντεχνα καμωμένης αλληγορίας, που δίνει την εντύπωση του ηθικού λόγου, επιδέξια αποκρύπτοντας τις προκατασκευασμένες απόψεις που θεωρεί δεδομένες και τις εγκαθιδρύει ως θέσφατα.

Όχι· το πεζογράφημα της Κουτσουμπέλη δεν είναι ένα φεμινιστικό κείμενο, με στόχο τη διεκδίκηση μιας ταλαιπωρημένης ισότητας. Είναι και αυτό, αλλά είναι κυρίως η υπέρβασή του. Γιατί πίσω από το πρόσωπο του πατριαρχικού Νώε αχνοφέγγει σε όλη την αφήγηση το πρόσωπο του τρυφερού Ιάφεθ, του αγαπημένου γιου της Εμζάρα ‒  έχει φροντίσει για αυτό η συγγραφέας, καθιστώντας τον παρόντα τόσο μέσω των γραφομένων της Σιγκάλ όσο και στο πλαίσιο που αποτελεί τον αποδέκτη των γραμμάτων της Εμζάρα. Και σταδιακά η αφήγηση δίνει ολοένα και περισσότερο φως στο δικό του χαρακτήρα, αμαυρώνοντας τη ρυτιδιασμένη όψη του μέθυσου Νώε, προκειμένου σε κάποια στιγμή ο αφηγηματικός φακός να γεμίσει από τη λάμψη αισιοδοξίας που μπορεί και γεννά το γέννημα του Ιάφεθ και της Σιγκάλ, το δημιούργημα μιας συνάντησης «ευλογίας και όχι κατάρας»,  που «δόθηκε μέσα από την αγάπη και όχι μέσα από το βιασμό» και που προοιωνίζεται έναν «κόσμο αγάπης και όχι μίσους». Κλείνοντας, λοιπόν, και σχηματίζοντας το σχήμα του κύκλου, θα αποκαλούσα την Ταχυδρομική Θυρίδα: Κιβωτός ένα δι-αλληγορικό πεζογράφημα αυτο- και ετεροανακάλυψης, αιώρησης ανάμεσα στα βάθη της σκέψης και στα ύψη των ιδεών, γόνιμου προβληματισμού για τις στάσεις που κρατούμε, για τις αντιστάσεις και τις προτάσεις που μας λείπουν, για τις καταστάσεις που επιτρέπουμε να εξελιχθούν σε μεταστάσεις και, τέλος, για τις αναστάσεις που οφείλουμε στο ανθρώπινο εν γένει είδος.

 

 

Ισιδώρα Μάλαμα

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.