Γράφοντας γι’ αυτό το βιβλίο, θυμήθηκα εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό που, πριν από πενήντα περίπου χρόνια, έπαιρνα το τρένο για τη Λιντς με σκοπό ένα προσκύνημα στο πρεσβυτέριο και τα χερσοτόπια του Haworth, όπου η Έμιλυ Μπροντέ εμπνεύστηκε το λογοτεχνικό της αριστούργημα. Το φθινόπωρο, όπως διαπίστωσα, είναι πρώιμο στο Yorkshire, στη βόρεια Αγγλία. Γι’ αυτό και η Έμιλυ, που εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό έτρεμε από λύπη, έτρεμε κι από το κρύο. Μόλις γύρισε στο σπίτι από την ταφή του Μπράνγουελ, του μονάκριβου αδελφού της, άρχισε να βήχει, και όλες τις επόμενες εβδομάδες ένιωθε πόνους στο στήθος. Η Καρλότα, η πιο μεγάλη από τις αδελφές , τη ρωτούσε με ανησυχία και την πίεζε , βλέποντάς την τόσο αδύνατη και τόσο ωχρή , να πάρει φάρμακα. Αλλά η Έμιλυ αρνιόταν, λες και φοβόταν μήπως τα φάρμακα θα φανέρωναν το μυστήριο που έκρυβε μέσα της.
Πώς να την καταλάβει κανείς αυτή τη λεπτή και ψηλή κοπέλα, που ήταν η μόνη που είχε κληρονομήσει το πατρικό ανάστημα και η μόνη όμορφη από τις αδελφές Μπροντέ; Πώς να καθορίσει αυτή τη φλογερή και ωστόσο αμίλητη γυναικεία φύση, που το αθάνατο έργο της είναι όμοια σχεδόν αινιγματικό με αυτή; Τον Μπράνγουελ μπορούμε να τον καταλάβουμε από τις υπερβολές του και την Άννα από τις ανεπάρκειές της. Όσο για την Καρλότα, τη συγγραφέα του μυθιστορήματος Τζαίιν Έυρ, έχει αδυναμίες και απελπισίες που τις υπερνικάει και που την φέρνουνε πιο κοντά μας. Την ξέρουμε, άλλωστε, και χάρη στην πλούσια αλληλογραφία της και τη βιογραφία της κυρίας Γκάσκελ, στην οποία συνεργάστηκε κι η ίδια. Την ξέρουμε ακόμη και από τις αναμνήσεις των λονδρέζων φίλων της. Για την Έμιλυ όμως δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα. Μπροστά σε αγνώστους στεκότανε αμίλητη, ακίνητη και οχυρωμένη πίσω από μια επίμονη επιφυλακτικότητα. Δεν της άρεσε να βγαίνει και να συγχρωτίζεται με τους άλλους. Αν δεν πήγαινε στην εκκλησία ή περίπατο στα χερσοτόπια ( moors ) του χωριού της δεν περνούσε το κατώφλι του σπιτιού της. Με άλλα λόγια δεν είχε φίλους και δεν έγραφε γράμματα. Εκείνο που κυριαρχούσε σε αυτή την κοπέλα δεν ήταν εχθρότητα απέναντι στους άλλους ούτε βέβαια και περιφρόνηση. Απλώς ένιωθε ότι δεν ταίριαζε μαζί τους, γιατί δεν είχε τίποτα να τους πει, αφού πίστευε ότι οι άνθρωποι δεν θα την καταλάβαιναν. Μέσα στη φύση της Έμιιλυ υπήρχε μια δύναμη και μια φλόγα που θα μπορούσαν να ζωογονήσουν το πνεύμα και να γεμίσουν τις φλέβες ενός ήρωα στο βιβλίο της, αλλά αγνοούσε τη συνηθισμένη φρόνηση και οι ικανότητές της δεν ήταν προσαρμοσμένες στην πρακτική ζωή: μπορούσε να αρνηθεί να διεκδικήσει τα πιο ουσιώδη δικαίωμά της, και να σκεφτεί τα πιο νόμιμα πλεονεκτήματά της. Η Έμιλυ γύριζε συχνά στο σπίτι, κρατώντας στα χέρια της ένα πουλί ή ένα μικρό κουνέλι και του μιλούσε τρυφερά. Μια μέρα η υπηρέτρια του σπιτιού της είπε: « Ε ! δεσποινίς Έμιλυ, θα ‘λεγε κανείς πως σας καταλαβαίνει ». « Είμαι σίγουρη γι’ αυτό », απάντησε η Έμιλυ, «είμαι σίγουρη ». Η Καρλότα διηγείται κάπου πόσο αγαπούσε τα moors, που η μελαγχολική μοναξιά τους της φαινόταν παράδεισος, ή, πιο σωστά, « η αληθινή πατρίδα της ψυχής της ». Εκεί ανάσαινε με όλα της τα πνευμόνια την ελευθερία, που χωρίς αυτή θα χανότανε. Tρεις μήνες μετά τον θάνατο του Μπράνγουελ, βγήκε το φέρετρό της από το σπίτι και πέρασε το κιγκλίδωμα που χώριζε τον κήπο από το νεκροταφείο. Το ακολουθούσε ο Κίπερ, ο αγαπημένος της σκύλος, που πήγαινε μπρος απ’ όλη την οικογένεια. Το σκληρό και πιστό μπουλντόγκ μπήκε μέσα στην εκκλησία, που είναι ακριβώς απέναντι από το πρεσβυτέριο , και, χωρίς να γνοιαστεί για όσους βρίσκονταν εκεί, στάθηκε ακίνητο σε όλη τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Ύστερα γύρισε στο πρεσβυτέριο, που σήμερα είναι μουσείο, ξαπλώθηκε μπροστά στην πόρτα του δωματίου της Έμιλυ και έμεινε εκεί, βογκώντας και ονειροπολώντας για πολλές μέρες.
Ανεμοδαρμένα Ύψη (Wuthering Heights) — η λέξη « wuthering » είναι ένας ιδιωματισμός× και οι δυο λέξεις μαζί σημαίνουν τον θόρυβο των ανέμων σ’ ένα εκτεθειμένο ύψωμα — είναι το όνομα ενός απομονωμένου σπιτιού, χτισμένου, με χοντρή πέτρα, πάνω σε έναν λόφο που ανεμοδέρνεται. Εκεί κατοικεί ένας γέρος ευγενής του τόπου, ο Ιρνσόου (Earnshaw), που για τη δυστυχία των δικών του φέρνει μια μέρα μαζί του στο σπίτι ένα παιδί χαμένο στους δρόμους του Λίβερπουλ, ένα μικρό ηλιοκαμένο αγόρι με ολόμαυρα μάτια και με ακατανόητο λεκτικό που το βαφτίζει Χίθκλιφ ( Heathcliff ). Ο Ιρνσόου έχει δυο μικρά παιδιά, τον Χίντλεϋ και την Κάθριν. Κοντά τους ζούσε η οικονόμος του σπιτιού, η Νέλλυ Ντιν, που διηγείται την ιστορία, και ο Ιωσήφ, ένας υπηρέτης μουτρωμένος, προκλητικός και υποκριτής σαν φαρισαίος, που ήξερε απ’ έξω ένα σωρό περικοπές από τη Βίβλο, και τέλος άγριοι σκύλοι που το αδιάκοπο μουγκρητό τους συντρόφευε το μουγκρητό των ανθρώπων.
Όσοι κατοικούν στα Ανεμοδαρμένα Ύψη ζούνε στη μοναξιά, καθώς γύρω από το σπίτι απλώνεται απέραντο και έρημο το χερσοτόπι με τους κακοχαραγμένους δρόμους. Εκεί οι άνθρωποι του σπιτιού στοιβάζονται στην κουζίνα με το χαμηλό ταβάνι και στα στενά δωμάτια. Το λεκτικό τους είναι αφάνταστα απολίτιστο: οι βλαστήμιες, οι βρισιές ανεβαίνουν αυθόρμητα στα χείλη τους. Σκληροί, καθώς είναι από τη φύση τους, ξεσπούν σε ατέλειωτους καβγάδες. Πολλές φορές μάλιστα ρίχνονται ο ένας πάνω στον άλλο και γίνονται μαλλιά κουβάρια.
Σε τέσσερα περίπου μίλια απόσταση από τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, υπάρχει ένα άλλο επίσης απομονωμένο σπίτι, το Θράσκρος Γκρέιντζ (Thrushcross Grange ), όπου κατοικούν οι Λίντον. Αυτοί έχουν επίσης δυο παιδιά, που είναι σχεδόν στην ίδια ηλικία με τους μικρούς Ιρνσόου, τον Έδγαρ και την Ισαβέλλα. Αλλά όσο παράφοροι και σχεδόν άγριοι είναι οι Ιρνσόου, τόσο λεπτοί, αβροί και ευγενικοί είναι οι Λίντον. Το μυθιστόρημα που καλύπτει μια περίοδο είκοσι χρόνων, μας μιλάει για τη διαμάχη που ξεσπάει και ξαναρχίζει αδιάκοπα ανάμεσα στα δυο αυτά σπίτια, με τη μορφή ενός τρομερού έρωτα και μιας ψυχρά υπολογισμένης εκδίκησης. Τα πρώτα χρόνια, ο Χίθκλιφ, το παιδί που βρέθηκε σε δρόμο του Λίβερπουλ, προσηλώνεται με όλο του το είναι στην Κάθριν Ιρνσόου και γίνεται σύντροφός της στα παιχνίδια και στην αλητεία. Είναι ένα μικρό χωριατόπαιδο δύστροπο, βρόμικο, με βάναυσους τρόπους και με θρασύ λεκτικό. Ο γέρος Ιρνσόου που τον έφερε στο σπίτι πεθαίνει και ο γιος του Χίντλεϋ, που είχε φύγει από το σπίτι, ξανάρχεται στα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Αυτός σιχαίνεται τον Χίθκλιφ, τον κακομεταχειρίζεται και τον αναγκάζει να κάνει τις πιο βαριές δουλειές. Συχνά μάλιστα φτάνει στο σημείο να τον δέρνει.
Ωστόσο, ο καιρός περνάει. Η Κάθριν μένει για κάμποσο καιρό στους Λίντον, που της μαθαίνουν τρόπους και τη μεταμορφώνουν σε μια ωραία κοπέλα που μπορεί να σταθεί ευπρεπώς σε κάθε αστικό σαλόνι. Ο Έδγαρ Λίντον την ερωτεύεται και η Κάθριν δέχεται να τον παντρευτεί. Σε μια συζήτηση που είχε η Κάθριν με τη Νέλλυ, που αφηγείται την ιστορία του βιβλίου, είπε ότι είναι αδύνατο να παντρευτεί τον Χίθκλιφ, δεν είναι αντάξιός της ( I would degrade me to marry Heathcliff, know. ). Το άκουσε αυτό ο Χίθκλιφ και έφυγε από το σπίτι για τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό κέρδισε – ένας Θεός ξέρει πώς — πολλά χρήματα και γίνεται άντρας μεγαλόσωμος, καλοφτιαγμένος, ενώ έχει πάντα στο σκοτεινό του πρόσωπο την άγρια και σχεδόν απάνθρωπη έκφραση. Ξαναγύρισε μόνο για να δει την Κάθριν και προπαντός να εκδικηθεί όλους εκείνους που στάθηκαν αφορμή για την περιφρόνησή της απέναντί του.
Πρώτα στρέφεται ενάντια στον Χίντλεϋ, τον αδελφό της Κάθριν, στο σπίτι του οποίου μένει. Αυτός έχει χάσει τη γυναίκα του, που του άφησε ένα αγοράκι, τον Χάρτον. Η θλίψη του για τη χηρεία του τον έχει κάνει να χάσει το μυαλό του. Πίνει και βλαστημάει, ενώ ο Χίθκλιφ τον ενθαρρύνει στον άσχημο αυτό δρόμο, που επιταχύνει τον ξεπεσμό του. Προσπαθεί, μάλιστα, να στρέψει και τον μικρό Χάρτον ενάντια στον πατέρα του. Το μίσος του για τους Λίντον δεν είναι μικρότερο. Προκαλεί τον Έδγαρ και τον βρίζει με περιφρόνηση. Ύστερα έχει σειρά η αδελφή του Έδγαρ, η Ισαβέλλα , που τον έχει ερωτευθεί παρ’ όλη την αρνητική αντίδραση των δικών της. Την απάγει, την παντρεύεται και αμέσως τη γεμίζει προσβολές και τη δέρνει. Ύστερα την φέρνει μισότρελη στα Ανεμοδαρμένα Ύψη, όπου την αναγκάζει να ζει μέσα στην ακαθαρσία, χωρίς υπηρέτες και τρομοκρατημένη από τους σκύλους που απειλούν να την κατασπαράξουν.
Η Κάθριν αγαπάει τον Έδγαρ, τον άντρα της, αλά έχει μείνει μυστηριωδώς δεμένη με τον Χίθκλιφ και τον ξαναβρίσκει τώρα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας. Ο χαρακτήρας της δεν είναι λιγότερο ορμητικός από τον δικό του και οι κουβέντες τους είναι γεμάτες από σαρκασμούς και προσβλητικά λόγια. Ο Χίθκλιφ ,που λατρεύει την Κάθριν, δεν τη συγχωρεί που τον πρόδωσε για έναν άλλο. Στη διάρκεια ενός καβγά ,ανάμεσα σ αυτόν και στον Έδγαρ, η Κάθριν ,στο αποκορύφωμα της αγωνίας της, καταλαμβάνεται από εγκεφαλικό πυρετό. Φεύγει τρέχοντας και κλείνεται στο δωμάτιό της , όπου, επί τρεις μέρες, αρνείται να λάβει τροφή και παραληρεί κυριευμένη από παραισθήσεις. Ο Χίθκλιφ την ξαναβλέπει κρυφά και μαντεύει με απελπισία πως είναι λίγη η ζωή της.
Αγκαλιάζονται και αλληλοβρίζονται με πάθος. Κάποια στιγμή που ο Έδγαρ μπαίνει στο δωμάτιο, η Κάθριν λιποθυμάει και την μεταφέρουν αναίσθητη στο κρεβάτι της. Τη νύχτα χωρίς να έχει συνέλθει, γεννάει ένα καχεκτικό παιδί, την Κάθυ — και πεθαίνει. Στη συνέχεια η Ισαβέλλα, η αδελφή του Έδγαρ και σύζυγος του Χίθκλικ, δραπετεύει από τα Ανεμοδαρμένα Ύψη και φέρνει κι αυτή ένα αγοράκι στον κόσμο, τον Λίντον. Όσο για τον Χίντλεϋ, τον αδελφό της Κάθριν, πεθαίνει πάνω σε μια κρίση αλκοολισμού, εκτός αν τον σκότωσε ο Χίθκλιφ. Αυτός γίνεται τώρα ιδιοκτήτης στα Ανεμοδαρμένα Ύψη, γιατί ο Χίντλεϋ είχε υποθηκεύσει το σπίτι στο όνομά του.
Τώρα ο Χιθκλιφ θα συνεχίσει την εκδίκησή του στη δεύτερη γενιά. Πέρασαν κάπου δώδεκα χρόνια. Στο μεταξύ η μανία του Χίθκλιφ ξεσπάει πάνω στον Χάρτον, τον γιο του Χίντλεϋ, που στην κυριολεξία τον έχει αποκτηνώσει. Η Ίσαβέλλα, η γυναίκα του Χίθκλιφ , έχει πεθάνει χωρίς να τον ξαναδεί και ο Χίθκλιφ παίρνει κοντά του τον γιο που έκανε μαζί της, ένα ευερέθιστο και ασθενικό αγόρι που ο Χίθκλιφ θέλει να το παντρέψει με την Κάθυ, το κοριτσάκι που γέννησε πριν πεθάνει η Κάθριν. Ο Έδγαρ – πατέρας της Κάθυ και χήρος της Κάθριν — πεθαίνει κι αυτός. Ο Λίντον , ο γιος του Χίθκλιφ και της Ισαβέλλας , κληρονομεί το Θράσκρος Γκρέιτζ. Στη συνέχεια θα τον εξαναγκάσει ο πατέρας του να τον κάνει κληρονόμο του. Με τη σειρά του και αυτός πεθαίνει από την πατρική κακομεταχείριση. Ο Χίθκλιφ επί τέλους έγινε κύριος και στις δύο ιδιοκτησίες και κρατάει κάτω από την ανελέητη τυραννία του τους δυο απογόνους των εχθρών του, τον Χάρτον και την Κάθυ, τον ανιψιό και την κόρη της Κάθριν. Ώστόσο, τα θύματα καταφέρνουν να συνεννοηθούν και να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στον Χίθκλιφ. Κυνηγημένος πάντα από την ανάμνηση της Κάθριν, από παράξενα άγχη και ταραχές και μη θέλοντας, όπως η Κάθριν, να λάβει τροφή για ολόκληρες μέρες, ο Χίκθλιν πεθαίνει κι αυτός με τη σειρά του. Σύμφωνα με τη θέλησή του, τον θάβουν δίπλα στην Κάθριν στον ίδιο τάφο.
Ο Χίθκλιφ είναι μία από τις τρομερότερες μορφές που γέννησε ποτέ συγγραφέας και μόνο με τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι μπορούμε να τον συγκρίνουμε. Όπως αυτοί, είναι κι αυτός δαιμονισμένος και ταπεινωμένος. Έχει υποφέρει βαθύτατα από τις προσβολές που έχει υποστεί και τις ταπεινώσεις που του είχαν επιβάλει. Είδε να φεύγει από κοντά του εκείνη που θα τον έσωζε, αν είχε πιστέψει σ’ αυτόν. Τότε αγάπησε τον ίδιο του τον ξεπεσμό και έθρεψε την ψυχή του με την προσβολή που δέχτηκε και δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Η εκδίκηση ήταν το μόνο που του έμενε, αφού του ήταν αδύνατο να συγχωρήσει. Δεν κατορθώνει να γιατρευτεί , ούτε καν να ξαλαφρώσει, παρά μόνο να επιβάλει στους εχθρούς του – ακόμα και σε αθώους – ταπεινώσεις χειρότερες από εκείνες που είχε υποστεί. Η Κάθριν μπορεί να παντρεύτηκε τον Έδγαρ Λίντον, ο Χίθκλιφ όμως ήταν γι΄αυτή κάτι πολύ περισσότερο από σύζυγος. Και είπε ακόμα ότι δεν τον αγαπάει γιατί είναι ωραίος, αλλά γιατί είναι ο εαυτός της περισσότερο απ’ όσο είναι αυτή η ίδια ( I love him not because he’s handsome, but because he’s more myself than I am ).
Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, ενώ ξεχειλίζουν από πάθος, ο αισθησιασμός δεν παίζει κανένα ρόλο μέσα στο βιβλίο. Όχι γιατί οι εραστές είναι αγνοί από αρετή, αλλά γιατί ούτε καν σκέφτονται την ηδονή. Η σάρκα έχει τόσο λίγη σημασία που ακόμη και τα παιδιά που γεννιούνται σε αυτό το μυθιστόρημα γεννιούνται με αναπάντεχο και ανεξήγητο τρόπο. Με αυτή την περιφρόνηση για το σώμα και τις ζωικές του σχέσεις, και με την πεποίθηση ότι η πραγματική ζωή βρίσκεται μέσα στο αόρατο, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη μπορούν, θα’λεγε κανείς , να θεωρηθούν μυστικιστικό μυθιστόρημα.
Για όλα, λοιπόν, αυτά που ειπώθηκαν εδώ, πήρα, όπως είπα στην αρχή αυτού του κειμένου, εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό από το Λονδίνο το τρένο για τη Λιντς και από κει με το λεωφορείο στο μικρό χωριό των αδελφών Μπροντέ. Ο Πάτρικ Μπροντέ, ο πατέρας των αδελφών, ήταν Ιρλανδός και το κανονικό του επώνυμο — όπως φαίνεται από τους καταλόγους του σχολείου όπου φοίτησε — ήταν Μπρούντυ. Ο ίδιος όμως ήθελε να ονομάζεται Μπροντέ. Μια από τις εκδοχές της ετυμολογικής προέλευσης αυτού του ονόματος λέει ότι με τις δυο αυτές συλλαβές: Μπρο – ντε είχε μιμηθεί την ελληνική λέξη που σημαίνει κεραυνός ( βροντή). Δεν αποκλείεται ο αιδεσιμότατος Μπροντέ να γνώριζε από τα αρχαία ελληνικά που είχε διδαχτεί στο σχολείο τη λέξη « βροντή », που είναι αρχαία ελληνική λέξη με την ίδια σημασία που έχει και σήμερα.
—————————




