You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Δυο  παιδικές  «αρετές»

Φάνης Κωστόπουλος: Δυο  παιδικές  «αρετές»

  Μεγάλωσα σε μια αθηναϊκή γειτονιά με χωματόδρομους γεμάτους παιδιά, την α υ τ ο κ ρ α τ ο ρ ί α  τ η ς  α θ ω ό τ η τ α ς. Αυτά που είχαν την ηλικία μου και σήμερα θεωρούνται παιδικοί φίλοι ήταν όλα υπάκουα και προκομμένα αγοράκια: καλοί  μαθητές στο σχολείο, προσευχή πριν από το φαγητό στο σπίτι, χειροφίλημα σε παπά στον δρόμο, στην εκκλησία την Κυριακή το πρωί, στο κατηχητικό το απομεσήμερο του Σαββάτου. Πού καιρός για παιδική διαβολιά ή περιπέτεια! Έπαιζαν πάντοτε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Τι γινόταν πέρα απ’ τον χωματόδρομο της  γειτονιάς τους  δεν ήξεραν, αλλά κι ούτε ποτέ καρφώθηκε ο πειρασμός στο μυαλό τους  να μάθουν. Όπως καταλαβαίνετε, ήμουν η εξαίρεση,   το  μαύρο  πρόβατο   της   γειτονιάς: α λ ή τ η με ανεβάζανε, τ ε μ π έ λ η με κατεβάζανε.  Και αυτό γιατί, σύμφωνα με την παιδική μου «φιλοσοφία», τίποτα δεν ήταν για μένα πιο βαρετό από το ν’ ακολουθώ την πορεία της αστικής και χριστιανικής αγέλης. Μόλις άνοιγε η πόρτα του σπιτιού, μ’ έχανε  η μάνα μου για όλη σχεδόν τη μέρα. Το παιχνίδι, ο κινηματογράφος και οι αθηναϊκοί δρόμοι ήταν τα κύρια ενδιαφέροντά μου – με ένα λόγο, το πραγματικό μου σχολείο. Ζούσα κυριολεκτικά με την καρδιά και όχι με τη λογική, γι’ αυτό και δεν άντεχα   τον  σχολικό  αυταρχισμό  της   εποχής    και   τις   θρησκευτικές «υποχρεώσεις» του Σαββατοκύριακου. «Όταν ο δρόμος είναι ωραίος», έλεγα στα παιδιά του κατηχητικού και γίνονταν πυρ και μανία, «δε χρειάζεται να ρωτάς παπά ή κατηχητή πού οδηγεί». Όσο για τη μαθητική μου επίδοση, όπως γύριζε η σάκα απ’ το σχολείο, έτσι ξαναπήγαινε. Η αναλφάβητη μητέρα μου – ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκέπασε! – νόμιζε ότι άμα γράψω τις τέσσερις ή πέντε σειρές της αντιγραφής ήμουν  έτοιμος για το σχολείο, διαβασμένος και γραμμένος. Και εγώ – που ήμουν   διαόλου  κάλτσα – εκμεταλλευόμουν την πλάνη της σε όλες τις τάξεις του δημοτικού,  από το οποίο (αν θέλω να είμαι ειλικρινής) πήρα απολυτήριο με τον βαθμό πέντε, για ν’ απαλλαγεί το σχολείο από τις ταραχές που προκαλούσε ο απειθάρχητος χαρακτήρας μου και όχι για την μαθητική μου επίδοση που ήταν κάτω για κάτω απ’ τη βάση.

Τεμπέλης, λοιπόν, και αλήτης. Δυο κωδωνοκρουσίες που αντηχούσαν  στ’ αφτιά μου για κάμποσα χρόνια στη γειτονιά που μεγάλωσα. Σήμερα, βέβαια, ο χαρακτηρισμός «τεμπέλης» δε θα μ’ ενοχλούσε καθόλου, έχοντας συνήγορο τον μεγάλο Ιρλανδό: Τεμπέλης, λέει ο συγγραφέας του μυθιστορήματος Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, είναι αυτός που «μελετά τη μ ε γ ά λ η  α ρ ι σ τ ο κ ρ α τ ι κ ή   τ έ χ ν η  πώς να μην κάνεις απολύτως τίποτα». Η υπογράμμιση δική μου. Αν δεν γίνομαι κουραστικός, θα ‘λεγα ακόμη ότι συμφωνεί  μαζί του και ο Βίκτωρ Ουγκώ: «Οι τίτλοι ευγενείας κερδίζονται με το σπαθί και διατηρούνται με την τεμπελιά» (Εργάτες της θάλασσας).  Ήμουν όμως μικρό παιδί και αυτή η   σ υ κ ο φ α ν τ ί α  μ’ ενοχλούσε αφάνταστα. Όσο για τον δεύτερο χαρακτηρισμό, δεν μπορώ να πω ότι δεν μου ταίριαζε. Ακόμα και απ’ το σχολείο, οχτώ χρονών παιδί, το ‘σκαγα μαζί με δυο αλάνια και πηγαίναμε καβάλα στον προφυλακτήρα του τραμ στις μακρινές γειτονιές της Αθήνας. Τεμπέλης όμως δεν ήμουν. Αρκεί να έβρισκα κάτι που να μ’αρέσει και να μην είναι σαν τον « φράχτη » που έβαλε η θεία Πόλυ τον Τομ Σόγερ ν’ ασπρίσει, και γινόμουν αμέσως εργατικός και τελειομανής. «Χρειάζεται κανείς», λέει ο Ντιντερό στο καλύτερό του βιβλίο, τον Ανεψιό του Ραμώ, «μεγάλο κουράγιο για ν’ αποκαλέσει τον εαυτό του με χαρακτηρισμούς  που του ταιριάζουν».  Προσωπικά, πάντως, δεν χρειάστηκα ποτέ για τη δεύτερη «αρετή» μου αυτό το «κουράγιο». Είχα τη στόφα, για να μην πω τον ‘τίτλο’, του αλήτη  στο αίμα μου – κι ας μ’ έντυνε η μάνα μου με ακριβά ρούχα. Αυτός ο χαρακτηρισμός αντηχούσε στ’ αφτιά μου ως τίτλος ευγενείας : Μαρκήσιος des Rues. Ήμουν όμως πολύ σβέλτος και δραστήριος για να με πει κανείς τεμπέλη. Τρανή απόδειξη το «εφηβικό μου θαύμα», η μεγάλη, δηλαδή, στροφή που έκανα, στα δεκατέσσερα, από τους δρόμους στα βιβλία. Πώς έγινε αυτή η στροφή; Ακόμη και τώρα που γράφω δεν μπορώ να δώσω μια πειστική εξήγηση. Στην  ηλικία που ήμουν και έχοντας χάσει δυο σχολικές χρονιές, το μόνο που μπορούσα να κάνω για το μέλλον μου ήταν να πάω να μάθω μια τέχνη: μαραγκός, υδραυλικός, σιδηρουργός ή κάτι παρόμοιο. Ο δρόμος της μόρφωσης που πήραν οι παιδικοί μου φίλοι ήταν κλειστός για μένα. Ήμουν, λοιπόν, έτοιμος ν’ακολουθήσω τη μοίρα μου, όταν η αναλφάβητη μάνα μου – που το ‘χε κρυφό μαράζι να σπουδάσω – μου είπε με δάκρυα στα μάτια: «Σου δίνω ακόμα μια ευκαιρία και σε στέλνω για τελευταία φορά στο  σχολείο. Αν και τώρα με διαψεύσεις, διάλεξε μια τέχνη που σ’ αρέσει. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει».

Ήταν  τότε, στη χρυσή για τα παιδιά δεκαετία του ’50, που ο Καραμανλής, για να εξευρωπαΐσει την ελληνική πρωτεύουσα, κατάργησε τα τραμ. Τύχη βουνό για μένα! Κι ας μην το κατάλαβα τότε. Η Αθήνα, χωρίς το τραμ, χωρίς    το   ά τ ι   τ η ς   π α ι δ ι κ ή ς   α λ η τ ε ί α ς , έπαψε να είναι η μαγική πόλη όπου είχα ως εκείνη τη στιγμή ζήσει. Αυτό με βοήθησε πολύ στην απεξάρτησή μου από τους αθηναϊκούς  δρόμους. Τα ταξίδια στις μακρινές αθηναϊκές  γειτονιές με τα τραμ που έχανα τότε για πάντα, τα αναζήτησα σε βιβλία με θαλασσινές περιπέτειες για να επιβιώσω από τη μεγάλη συμφορά που νόμιζα ότι με βρήκε. Αυτά ήταν τα πρώτα βιβλία που άρχισα να διαβάζω εκείνο το καλοκαίρι, προτού ανοίξουν τα σχολεία και υποχρεωθώ να παρακολουθήσω ως τριετής μαθητής στην Τρίτη τάξη του «εξαταξίου γυμνασίου» της εποχής εκείνης. Τα βιβλία του Στίβενσον, του Μέλβιλ, του Κίπλινγκ, του Τζάκ Λόντον και τόσων άλλων που δεν έχω τώρα στη μνήμη μου με έκαναν ν’ αγαπήσω το βιβλίο και ν’ αντέξω αργότερα τις πικρές ρίζες της γραμματικής για να μάθω σωστά  τη γλώσσα μου. Και είναι αλήθεια ότι αυτά που με βοήθησαν πολύ σ’ αυτή την προσπάθεια ήταν τ’ αρχαία Ελληνικά και η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, του οποίου η στίλβουσα καθαρεύουσα με έκανε να παθιάζομαι με τη γλώσσα, όπως  παθιαζόταν  κι ο Μαγιακόφσκι με τα ρωσικά του Λένιν:

Και νέγρος να ήμουνα

                            στα εκατό και τόσα

                           θα μάθαινα τα ρωσικά

                           στιγμή δε θ’ άφηνα να πάει χαμένη

                           μου φτάνει

                           που σ’αυτή τη γλώσσα

                           εμίλησε ο Λένιν.

Αυτοί οι στίχοι του ποιητή αφήνουν να εννοηθεί ότι  πρώτη γλώσσα του Μαγιακόφσκι ήταν, όπως και του Στάλιν, τα γεωργιανά.

Τώρα, που λόγω της προχωρημένης μου ηλικίας δεν έχω πια μέλλον και αναγκάζομαι να κοιτάζω μόνο  πίσω στο παρελθόν, τα θυμάμαι όλα αυτά και γυρίζω πάλι στις εφηβικές μου συνήθειες: να γράφω τετράστιχα για ό,τι θαύμαζα και με συγκινούσε. Ένα τέτοιο τετράστιχο είναι κι αυτό που έγραψα τώρα για τα πρώτα βιβλία που διάβασα αποχαιρετώντας για πάντα  τους αθηναϊκούς δρόμους, τους  πρώτους μου δασκάλους:

Βιβλία μου, αδέρφια μου, θαλασσινοί μου φίλοι,

                   μικρό παιδί τις ώρες μου μαζί σας μοιραζόμουν

                  κι όσο εγώ μεγάλωνα και ψήλωνε ο νους μου,

                 πάντα από πάνω ήσασταν ο μέγας ουρανός μου.

Όσο για την προσωνυμία «τεμπέλης» που μου είχαν κολλήσει στην παλιά γειτονιά, την έχουν σήμερα – όσοι είναι, βέβαια , ακόμη στη ζωή –  σχεδόν ξεχάσει, ενώ οι παιδικοί φίλοι πήραν γρήγορα τον λόγο τους πίσω , όταν είδαν να ξεπερνώ τα εμπόδια, τα οποία  μου έφραζαν τον δρόμο που είχαν εκείνοι πάρει, και το σπουδαιότερο: να φτάνω εκεί που φίλος παιδικός δεν έφτασε.

Κλείνοντας αυτό το κείμενο, θα ‘θελα να πω  ακόμη ότι αυτός ο χαρακτηρισμός μού φέρνει τώρα στη μνήμη εκείνον τον π ε ρ ί ε ρ γ ο  τύπο στο Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, που τον είχαν επίσης αποκαλέσει «τεμπέλη» και που γι’ αυτό τον χαρακτηρισμό λέει με χιούμορ και αυτοσαρκασμό: «Ερώτηση: τι είναι αυτός; Απάντηση: ένας τεμπέλης!  Και θα μου ήταν πραγματικά ευχάριστο να ακούσω αυτό που ειπώθηκε  για μένα. Αυτό θα  σήμαινε ένα θετικό προσδιορισμό, θα σήμαινε ότι υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να ειπωθεί για μένα. ‘ Ένας τεμπέλης !’, μα αυτό είναι ένα όνομα, μια προσφώνηση, είναι μια σταδιοδρομία! Μη γελάτε, είναι αλήθεια. Ύστερα με το δίκιο μου   θα ήμουν μέλος της πιο καλής λέσχης, και δεν θα είχα άλλη απασχόληση από την αυτοεκτίμηση». Αυτά, λοιπόν, λέει για τον «τεμπέλη» ο  π ε ρ ί ε ρ γ ο ς  αυτός τύπος της κορυφαίας νουβέλας του Ντοστογιέφσκι, η οποία αποτελεί, θα ’λεγε κανείς, ένα πρελούδιο στο δεύτερο μέρος της δημιουργικής του σταδιοδρομίας με τα σπουδαία έργα των ιδεών, ενώ, σε άλλο σημείο αυτής της νουβέλας, λέει μεταξύ άλλων για τη στάση μας απέναντί του: «Κι αν δεν διαλέξετε να με τιμήσετε με την προσοχή  σας,  εγώ δεν πρόκειται να τα χαλάσω μαζί σας. Στο κάτω-κάτω, μπορώ να ξαναχωθώ στην τρύπα μου – στο υπόγειο». Θα είναι, νομίζω, άδικο και μαύρη αχαριστία, αναγνώστη, αν αποσιωπήσω αυτό που θέλω και που του οφείλω ευγνωμόνως εδώ να πω: «Αν  και μένω σε ρετιρέ, αγαπητέ συνήγορε της  αριστοκρατικής νωχέλειας, δεν μπορώ να μην υποκλιθώ στο Υπόγειό σου!».

—————————-

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.