You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ναζίμ Χικμέτ, ένας λαϊκός ποιητής

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ναζίμ Χικμέτ, ένας λαϊκός ποιητής

«Για μένα το λοιπόν πιο εκπληκτικό και πιο επιβλητικό

          και πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο

          είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει

          είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουν»

 

(Ναζίμ Χικμέτ, απόδοση Γιάννη Ρίτσου)

 

 

«Μήτε υποταγμένος τελείως στο μυαλό του, μήτε και ολοκληρωτικά στην καρδιά του. Ούτε ψυχρός υπολογιστής ούτε άρρωστος αισθηματολόγος», υποστηρίζει ο Στέλιος Μαγιόπουλος που μετέφρασε νωρίς στα ελληνικά όλο το έργο του σε δύο ογκώδεις τόμους στην Σύγχρονη Εποχή[1997]. Και βρίσκει  πως αυτή η ισόρροπη συνεργασία καρδιάς και μυαλού είναι παρούσα σ’ όλο του το έργο.

Ο Χικμέτ χρησιμοποίησε τη γλώσσα του λαού για να μιλήσει σ’ αυτόν.

«Ο Χικμέτ έδειξε ότι η «υψηλή ποιότητα» της ποίησης δεν εξαρτάται από την περιφρόνηση του απλού, ούτε από τη φυγή στο υπεραισθητικό, αλλά από την αλήθεια της σχέσης με τον κόσμο και τη γλώσσα που μοιραζόμαστε με τους άλλους.

Η ποίηση του Χικμέτ δεν είναι «λαϊκιστική» αλλά βαθύτατα λαϊκή , με την έννοια ότι είναι γραμμένη με τη σοβαρότητα που αξίζει σε εκείνους που εργάζονται, πεινούν, βασανίζονται και αγαπούν χωρίς λέξεις», όπως εύστοχα σημειώνει η Αθανασία Δρακοπούλου.

Κι η Σούλα Μπόζη που έχει το προνόμιο να γνωρίζει τη γλώσσα του και τους κανόνες της λέει πως οραματίστηκε μια ελεύθερη κοινωνία. Και πολέμησε με τις λέξεις και την πολιτική του δράση γι αυτήν.

Πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή για τις κομμουνιστικές του ιδέες και πέθανε εξόριστος στη Μόσχα.

Ο Νερούδα συνοψίζει σε δυο μόλις στίχους την ουσία της ζωής και της ποίησης του:

Ο Ναζίμ Χικμέτ δεν έχει όμοιό του στην ποίηση του αιώνα του.

          Ηταν για μένα η ενσάρκωση του ηρωισμού και της τρυφεράδας»

 

Ο Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στην οθωμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου 1902. Ο πατέρας του ήταν γόνος υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Οθωμανικής Αυλής, ενώ η μητέρα του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής από την Ανατολική Ευρώπη.

Ο Χικμέτ μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διδάχτηκε αρκετές γλώσσες και σπούδασε σε σχολείο του Οθωμανικού Πολεμικού Ναυτικού. Με την ενηλικίωση του, εντάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, από όπου αποστρατεύθηκε σχεδόν αμέσως λόγω υγείας, αλλά επανήλθε στην ενεργό στρατιωτική δράση όταν προέκυψε ο Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας. Τότε, άρχισε η συγγραφική καριέρα του Χικμέτ, γράφοντας ποιήματα προς εμψύχωση των Τούρκων εφέδρων, με τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ να τον διορίζει καθηγητή στην Ανώτατη Σχολή του Μπολού.

Το 1921 μαζί με δύο φίλους του ζήτησε να πολεμήσει στο πλευρό του Κεμάλ Ατατούρκ, που πολεμούσε τις Ελληνικές Δυνάμεις στη Μικρά Ασία. Αλλά ο Κεμάλ προτίμησε να τον διορίσει δάσκαλο παρά στρατιώτη.

 

Ωστόσο, λόγω των αριστερών πεποιθήσεων του, δεν έχαιρε εκτίμησης από τις τοπικές αρχές, και έτσι κατέφυγε στο Μπατούμ της σοβιετικής Γεωργίας και αργότερα στην Μόσχα, όπου ο Χικμέτ σπούδασε οικονομία και κοινωνιολογία στο εκεί Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής. Κατά την παραμονή του στην Μόσχα, ήρθε σε επαφή με την ποίηση του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και το ιδεολογικό όραμα του Βλαντίμιρ Λένιν.

Και οι δύο στάθηκαν επιρροές γι αυτόν που κράτησαν όλη του τη ζωή, την πολιτική, την κοινωνική, την ιδεολογική, τη λογοτεχνική που ήταν άρρηκτα δεμένες στη σκέψη και τη δράση του.

 

Το 1924, μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα, ενώ ανέπτυξε κομμουνιστική δράση, για την οποίο συνελήφθη και παρέμεινε στη φυλακή για πολλά χρόνια. Το 1949 διαπρεπείς προσωπικότητες της τέχνης, όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ κι ο Πάμπλο Πικάσο ζήτησαν την απελευθέρωσή του.

 

 

Με αυτές τις πιέσεις και λαϊκές διαδηλώσεις εντός της Τουρκίας, οι τουρκικές αρχές τον αποφυλάκισαν το 1950, με τον Χικμέτ να εγκαταλείπει οριστικά την Τουρκία για την Σοβιετική Ένωση το 1951. Ως απάντηση στην αυτοεξορία του, του αφαιρέθηκε η τουρκική υπηκοότητα. Το ίδιο έτος, του απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης.

 

Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε

Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,

Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,

Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.

Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.

Τὶς πιὸ ὄμορφες μέρες μας δὲν τὶς ζήσαμε ἀκόμα

Κι ἂχ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο θά ῾θελα νὰ σοῦ πῶ

Δὲ στό ῾πα ἀκόμα.

 

[απόδοση Γιάννη Ρίτσου]

 

Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,

τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.

Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω,

ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια·

μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε

στὴν πολυαγαπημένη μου,

ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι

ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·

οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια

μ᾿ ἀπατήσανε.

 

Επειδή το Σιδηρούν παραπέτασμα αναγνώριζε την τουρκική μειονότητα μόνο στην κομμουνιστική Βουλγαρία, τα βιβλία του ποιητή εκδόθηκαν αμέσως στη χώρα, τόσο σε τουρκικά πρωτότυπα όσο και σε βουλγαρικές μεταφράσεις. Οι κομμουνιστικές αρχές στη Βουλγαρία τον εξύμνησαν σε τουρκικές και βουλγαρικές εκδόσεις ως «ποιητή της ελευθερίας και της ειρήνης». Στόχος ήταν να δυσφημιστεί η Τουρκία, η οποία παρουσιάζεται ως «λακές των ιμπεριαλιστικών» Ηνωμένων Πολιτειών στα μάτια της τουρκικής μειονότητας της Βουλγαρίας, πολλοί από τους οποίους επιθυμούσαν να φύγουν για την Τουρκία ή απελάθηκαν στην Τουρκία την περίοδο 1950-1953.

Όταν ξέσπασε ο αγώνας της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, ο Χικμέτ πίστευε ότι ο πληθυσμός της μπορούσε να ζήσει ειρηνικά μαζί και κάλεσε τους Τουρκοκύπριους να υποστηρίξουν το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για τερματισμό της βρετανικής κυριαρχίας και ένωση με την Ελλάδα. Ο Χικμέτ προκάλεσε αρνητική αντίδραση από πλειάδα Τουρκοκυπρίων για τις απόψεις του.

 

Κι εγώ ξεχειλώντας με τη δική σου νοσταλγία,

            και γεμάτος ανυπομονησία για τα μεγάλα ταξίδια,

            κάθομαι σαν αγκυροβολημένο καράβι στην Προύσα…

 

 

Πάνω απ’ τις στέγες της μακρινής μου πόλης,

μες  απ’ το βυθό της θάλασσας του Μαρμαρά, διασχίζοντας τη φθινοπωρινή γη

                                                      έφτασε η φωνή σου

                                                               υγρή και ώριμη.

Ο χρόνος κράτησε τρία λεπτά μόνο,

ύστερα κατάμαυρο έκλεισε το τηλέφωνο

 

[από τα ποιήματα των 9-10μ.μ.που έγραψε από τη φυλακή ορισμένα στην Πιραγέ, την τότε γυναίκα του, σε μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη]

Η προσωπική ζωή του Χικμέτ υπήρξε πολυτάραχη. Σύνηψε τέσσερις γάμους, τον πρώτο με μια Τουρκάλα την περίοδο της στρατιωτικής του καριέρας, τον δεύτερο με μια Ρωσίδα κατά την διάρκεια των σπουδών του στην Μόσχα, ενώ τον τρίτο (και μεγαλύτερο σε διάρκεια γάμο του) τον έκανε με μια αστή από την Προύσα, την Πιραγιέ Αλτίνογλου, και υιοθέτησε τον γιο της από τον προηγούμενο γάμο, τον Μεχμέτ (1926–2002), κριτικό λογοτεχνίας και συγγραφέα, ο οποίος έγινε και κληρονόμος του ύστερα. Η Πιραγιέ στήριξε τον Χικμέτ καθ´ όλη την διάρκεια των διώξεων του, αλλά χώρισαν αμέσως μετά την αποφυλάκιση του. Ο Χικμέτ ύστερα έκανε σχέση με την νεαρή μεταφράστρια τότε, Μιουνεβέρ Αντάς, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Μεχμέτ Ναζίμ (1951–2018). Με την αυτοεξορία του στην Σοβιετική Ένωση, παντρεύτηκε για τελευταία φορά με την Ρωσίδα Βέρα Τουλιάκοβα, με την οποία έμειναν μαζί έως τον θάνατό του.

Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από τον συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Με υπουργική απόφαση, το 2009, ο ποιητής ανέκτησε την τουρκική υπηκοότητα που του αφαιρέθηκε το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Το αυτοβιογραφικό του έργο Οι ρομαντικοί μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Κώστα Κοτζιά (Θεμέλιο).

Ο Χικμέτ πέθανε από καρδιακή προσβολή στο εξοχικό του σπίτι στα περίχωρα της Μόσχας στις 3 Ιουνίου 1963, σε ηλικία 61 ετών. Κηδεύτηκε στο Κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι, παρά την επιθυμία του για επαναπατρισμό της σορού του στην Τουρκία και την ταφή του κάτω από ένα δέντρο σε ένα οποιοδήποτε νεκροταφείο. Ο τάφος του παραμένει ως σήμερα τόπος προσκυνήματος για τους απανταχού Τούρκους.

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

 

Βοηθήματα

-Χικμέτ: -Ποιήματα, μτφρ. Γιάννης Ρίτσος, Κέδρος, 2016
-Τα έργα του, μτφρ. Στ. Μαγιόπουλος, Σύγχρονη εποχή, 1997
-Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ., μτφρ. Πέτρου Μάρκαρη, Θεμέλιο, 1978
-Σούλα Μπόζη, μια ματιά στον κόσμο του Ναζίμ Χικμέτ, Λέμβος 2021
-ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.