You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ΓΙΩΡΓΟΣ   ΣΕΦΕΡΗΣ και ΙΩΑΝΝΗΣ  ΜΕΤΑΞΑΣ  (Η  ΠΕΝΑ  ΚΑΙ ΤΟ  ΞΙΦΟΣ)

Φάνης Κωστόπουλος: ΓΙΩΡΓΟΣ   ΣΕΦΕΡΗΣ και ΙΩΑΝΝΗΣ  ΜΕΤΑΞΑΣ  (Η  ΠΕΝΑ  ΚΑΙ ΤΟ  ΞΙΦΟΣ)

Είμαι περισσότερο άνθρωπος του διαλόγου παρά της γροθιάς.

                                 Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

Είναι αλήθεια πως όταν αποφασίσεις να ενταχθείς σε μια πολιτική παράταξη, είσαι υποχρεωμένος να βλέπεις πάντα τα πράγματα όπως τα βλέπει εκείνη. Αντίθετη γνώμη δεν χωράει στα κομματικά συμφέροντα. Το ήξερε καλά αυτό ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) και απέφευγε την πολιτική ένταξη, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ο τρόπος ζωής και η ρεπούμπλικα που φορούσε  τον έδειχναν αστό. Τίποτα δεν έβαζε πάνω από την οικογενειακή του γαλήνη και την εργασία του, που του παρείχε τα απαραίτητα για να γράφει και να διαβάζει. Αν και ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος  για ειρηνική ζωή, έζησε δυστυχώς μέσα σε ταραγμένους καιρούς (δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η μικρασιατική καταστροφή, ένας Εμφύλιος και όλες οι  δικτατορίες του αιώνα του). Αυτοί που τον έζησαν από κοντά λένε πως ήταν άνθρωπος κλειστός, ενδοσκοπικός, λιγομίλητος, προσεκτικός. Στο φιλικό του περιβάλλον ήξεραν πως ο Σεφέρης γράφει, αλλά ο ίδιος δεν έκανε λόγο γι’ αυτό ποτέ. Δεν ήταν άνθρωπος που εκμυστηρευόταν εύκολα, ακόμα και στους πιο στενούς φίλους. Το 1925 γύρισε  από το Παρίσι, όπου έκανε τις σπουδές του, στην Αθήνα  του Μεσοπολέμου. Την επόμενη χρονιά διορίζεται ακόλουθος στο Υπουργείο Εξωτερικών. Το 1931 αποφάσισε, με μεγάλο δισταγμό, να τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, τη Στροφή. Ο  Κωστής  Παλαμάς, όπως άλλοτε ο Βίκτωρ Ουγκώ στην ποίηση του Μπωντλαίρ, μαντεύει το «νέο ρίγος» που φέρνουν οι στίχοι της Στροφής στην ελληνική ποίηση. Η μεγάλη στιγμή όμως, αυτή που θα φέρει την πραγματική στροφή στην ελληνική ποίηση, δεν είναι πολύ μακριά. Το 1935 βλέπει το φως της δημοσιότητας  η τρίτη του συλλογή, το Μυθιστόρημα. Με τη συλλογή αυτή ο ποιητικός μοντερνισμός της Ευρώπης μεταφυτεύεται στη λογοτεχνικά επαρχιακή Ελλάδα. Λύσσαξαν οι παραδοσιακοί ποιητές να τον ξεριζώσουν. Ήταν όμως πολύ αργά για να γυρίσει η ποίηση στη ρίμα και το μέτρο. Λες και δεν έφτανε ο μοντερνισμός του Σεφέρη, ήρθε σε επικουρία και ο Υπερρεαλισμός του Μπρετόν και της παρέας του. Σαν τα μανιτάρια ξεφύτρωσαν τότε ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο  Ελύτης. Το απληροφόρητο ελληνικό  κοινό και αρκετοί  δημοσιογράφοι νόμισαν πως πρόκειται για φάρσα. Αυτό που δεν μπορούσαν περισσότερο να καταπιούν ήταν ο υπερρεαλισμός. Καθώς δεν καταλάβαιναν τίποτα, άρχισαν να παίρνουν στο ψιλό τους ποιητές. Σήμερα, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος θα μπορούσαν  στον τόπο μας  να θεωρηθούν Μεγαλομάρτυρες του Υπερρεαλισμού. Το τι άκουσαν και το τι γράφτηκε στις εφημερίδες μόνο με συναξάρι αγίων που μαρτύρησαν συγκρίνεται. Φοβερό πράγμα η άγνοια: σκοτώνει άνθρωπο.

*

Το  1936, όπως θα έλεγαν οι Κινέζοι,  είναι μια ενδιαφέρουσα πολιτική χρονιά. Είναι η χρονιά του νέου «αφεντικού» στο Υπουργείο Εξωτερικών, όπου εργάζεται, όπως είπαμε, ο Γιώργος Σεφέρης ως ανώτερος υπάλληλος. Είναι η χρονιά της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Μη φανταστείτε τανκς και αιματοκύλισμα της χώρας. Δεν άνοιξε μύτη. Απλώς έκλεισε η Βουλή λόγω ασυμφωνίας των πολιτικών κομμάτων να συνεργαστούν και να σχηματίσουν κυβέρνηση.  «Αφού δεν μπορούσαν τα κόμματα», σκέφτηκε, φαίνεται, ο Μεταξάς, υπηρεσιακός τότε πρωθυπουργός μέχρι να σχηματιστεί κυβέρνηση, «θα κυβερνήσω εγώ». Και έτσι έγινε :  έκλεισε τη βουλή οριστικά και αμετάκλητα. Πάντως, δεν έγινε πραξικόπημα με την επέμβαση του στρατού, όπως έγινε και απέτυχε με τους βενιζελικούς αξιωματικούς την προηγούμενη χρονιά και  με την έγκριση του Ελευθέριου Βενιζέλου (σωστά διαβάσατε), που θέλησε ν’ ανατρέψει τον νόμιμα εκλεγέντα από τον λαό πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη. Ευτυχώς που το πραξικόπημα απέτυχε και στην πολιτική μας ιστορία το γεγονός περνάει ντούκου. Τη χρονιά του 1936, η Ελλάδα, πέρα από τη δικτατορία,  είχε την ατυχία να φύγουν από τη ζωή όλοι οι πολιτικοί ηγέτες που κυβέρνησαν τη χώρα: ο Βενιζέλος, που πέθανε το Παρίσι όπου είχε καταφύγει μετά το πραξικόπημα, ο πρωθυπουργός Τσαλδάρης, ο Κονδύλης, ακόμα και ο  Δεμερτζής. Αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Μεταξάς και πήρε την εξουσία. Ήταν αυταρχικός και όσους τον περιστοίχιζαν τους μεταχειριζόταν σαν  υπηρέτες. Άλλωστε, δεν άξιζαν καλύτερη συμπεριφορά, αφού επέλεξαν να συνεργαστούν με έναν δικτάτορα. Δεν πρέπει όμως  να τον βάζουμε στην ίδια κατηγορία  με τους συνταγματάρχες της 21ης Απριλίου. Όλων μαζί τα μυαλά  δεν φτιάχνουν το δικό του.

Και τώρα, αφού έγινε λόγος για τα δυο πρόσωπα που αποτελούν το θέμα αυτού του σημειώματος, έχει σειρά ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Σεφέρη, το οποίο, στο μεγαλύτερο μέρος του, αναφέρεται στο δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Πρόκειται για το Χειρόγραφο Σεπ. ’41, που έγραψε ο Σεφέρης στην Πρετώρια της Νότιας Αφρικής από τον Σεπτέμβριο ως τον Δεκέμβριο του 1941, όταν βρισκόταν εκεί με την εξόριστη κυβέρνηση. Πρέπει ακόμα να λάβουμε υπόψη μας πως το κείμενο αυτό άρχισε να γράφεται, όταν ο Μεταξάς δεν ήταν στη ζωή, ενώ το θέμα που θα μας απασχολήσει εδώ είναι η γνώμη του ποιητή για τον δικτάτορα και κυρίως η ένδοξη, για την ελληνική ιστορία, μέρα της 28ης Οκτωβρίου. Ο βενιζελικός, σύμφωνα με δική του ομολογία, Σεφέρης  είναι φανερό, από αυτά που γράφει, ότι δεν συμπαθούσε τον Μεταξά, ακόμη περισσότερο βέβαια το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Πάντως, έχει ενδιαφέρον η γνώμη του, αφού ο ποιητής εργαζόταν στο Υπουργείο Εξωτερικών. Αυτό όμως που κάθεται στο στομάχι πολλών και κυρίως των αριστερών είναι ότι το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου το είπε ένας δικτάτορας. Ίσως θα ήθελαν να το είχε πει  ο Σιάντος ή ο Ζαχαριάδης. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό, γιατί εκείνη την εποχή η Σοβιετική Ένωση ήταν ακόμα σύμμαχος του Χίτλερ και της ναζιστικής Γερμανίας ( Συμφωνία των Ribbendrop- Molotov, 1939).

Ακόμα και ο Σεφέρης, που δεν ήταν ο άνθρωπος αριστερός, στο εν λόγω  Χειρόγραφο , δεν μπορεί να κρύψει τη δυσαρέσκειά του: «Το ΟΧΙ», γράφει, «ήταν, μαζί με άλλα, η  αντίδραση του ψυχόρμητου του Μεταξά στην προσωπική προσβολή και την απιστία που του είχε κάνει η τροφός του Γερμανία. Δυστυχώς, σ’ ένα παραπλήσιο ψυχόρμητο, το ψυχόρμητο της φατρίας, αποδίδω κι ένα άλλο γεγονός που είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα για τον τόπο. Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η μέρα εκείνη δ ε ν   ε π ι κ ύ ρ ω ν ε   α λ λ ά    κ α τ α ρ γ ο ύ σ ε     τ η ν   4η   Α υ γ ο ύ σ τ ο υ ».  Η υπογράμμιση δική μου. Στο απόσπασμα τούτο, όσο λογικά κι αν ακούγονται αυτά που λέει εδώ ο Σεφέρης, σε μένα τουλάχιστον, δείχνουν και μια προσπάθεια του ποιητή να υποβαθμίσει κάπως την ευθύνη  που πήρε επάνω του αυτός ο άνθρωπος , μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, για τον ελληνικό λαό και τη χώρα του. Δεν είχε καιρό ούτε να σκεφτεί τη Γερμανία, που λέει Σεφέρης, ούτε να ζητήσει τη γνώμη άλλου.  Έπρεπε εκείνη τη στιγμή να πει Ναι ή Όχι. Σε μια  δυο ώρες ο εχθρός θα περνούσε τα σύνορα και θα έμπαινε στη Θεσσαλονίκη. Και ήταν δύσκολη αυτή η στιγμή γιατί όταν ξέσπασε ο Πόλεμος, ο Μεταξάς, αν και στρατιωτικός, δεν ήταν φιλοπόλεμος, ακολουθούσε την πολιτική της ουδετερότητας, πολιτική με την οποία ήταν σύμφωνος κι ο Σεφέρης. Πάντως, τόση χολή από τον ποιητή για έναν άνθρωπο που χάρισε στην Ελλάδα μια λαμπρή στρατιωτική νίκη μετά την ταπεινωτική ήττα του 1897 και τη καταστροφή του 1922 με δημοκρατικό καθεστώς, δεν την περίμενα. Ακόμα και στη μεγάλη αυτή στιγμή του Μεταξά προσπαθεί να μας θυμίσει ότι ήταν ένας δικτάτορας και τίποτα περισσότερο. Βέβαια το 1941 που γράφει δεν μπορούσε να ξέρει πώς θα τέλειωνε αυτός ο Πόλεμος, ενώ  η ανάμνηση της δυστοπίας  που έζησε ο λαός στα χρόνια της 4ης Αυγούστου ίσως δεν του επέτρεψε να βγάλει καλό λόγο από το στόμα του. Έπρεπε να τελειώσει αυτός ο Παγκόσμιος Πόλεμος για να φανεί η σπουδαιότητα αυτού του ανθρώπου. Ακόμα και τότε όμως θέλησαν να τον φάνε. Όχι μόνο προσπάθησαν ν’ αμφισβητήσουν πως είπε το ΟΧΙ, αλλά και κατάφεραν να αποσιωπήσουν την ιστορική αλήθεια: ότι με την πολιτική του επιλογή και τη νίκη επί της Ιταλίας μεγάλωσε  εδαφικά την Ελλάδα με τα ιταλικά τότε Δωδεκάνησα, που ενσωματώθηκαν στην χώρα μας το 1948. Όπως ο Βενιζέλος, με την αγγλόφιλη πολιτική που ακολούθησε, μεγάλωσε εδαφικά την Ελλάδα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τη μεγάλωσε και ο Μεταξάς. Ποιος όμως από τους  Έλληνες που έχουν φωνή και ακούγονται σήμερα ξέρει ή πιστεύει ότι τα νησιά αυτά είναι το αντιστάθμισμα του Μεταξά  στο κακό που έκανε ως δικτάτορας στη χώρα του; Απ’όσο γνωρίζω κανείς ως τώρα.

Δεν ήταν το «ψυχόρμητο» του Μεταξά όπως λέει ο Σεφέρης× απλώς ήταν διορατικός. Είχε  προβλέψει τον  Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήξερε ότι μια μέρα η Ελλάδα θα έμπαινε  στον Πόλεμο, θέλει δε θέλει.  Αυτός είναι ο λόγος που το 1938 είπε στον Μποδοσάκη να αυξήσει στο εργοστάσιό του ( ΠΥΡΚΑΛ ) την παραγωγή των πυρομαχικών, ενώ παράλληλα έχτιζε την αμυντική γραμμή ( Ρούπελ και λοιπά οχυρά ) στα βόρεια σύνορα της χώρας. «Με το χαμόγελο στα χείλη…» που λέει το τραγουδάκι της εποχής δεν θα νικούσαμε τους Ιταλούς., αν δεν είχε γίνει αυτή η προετοιμασία.  Ήταν μεγάλη τύχη για τη χώρα μας που  την εποχή που ο Μουσολίνι θέλησε να υποτάξει την Ελλάδα, είχαμε δικτάτορα τον Μεταξά και όχι πρωθυπουργό δημοκρατικού καθεστώτος. Βάλτε με τη φαντασία σας στη θέση του Μεταξά έναν πρωθυπουργό δημοκρατικού καθεστώτος και σκεφτείτε τι θα έλεγε στον Grazzi: «Δεν μπορώ να σας απαντήσω γιατί πρέπει να καλέσω τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων σε σύσκεψη για ν ‘αποφασίσουμε τι απάντηση θα σας δώσουμε». Ως τότε όμως οι Ιταλοί θα είχαν φτάσει στην Αθήνα. Δεν ήταν ηλίθιοι οι Ρωμαίοι που, εν καιρώ πολέμου, όριζαν έναν δικτάτορα για έξι μήνες με απεριόριστη εξουσία για να παίρνει γρήγορα αποφάσεις. Θυμηθείτε ακόμη τον Δημοσθένη και τους Αθηναίους πόσο αργοκίνητοι ήταν σε σχέση με τον Φίλιππο που έπαιρνε μόνος του αποφάσεις.

Η αντιπάθεια του Σεφέρη για τον Μεταξά, κατά τη γνώμη μου βέβαια, οφείλεται, πέρα από την ιδιότητά του ως δικτάτορα, και στο ότι η δικτατορία του τον εξέθετε στα μάτια των διανοουμένων της εποχής, αφού δεν είχε παραιτηθεί, όπως έκαναν άλλοι που είχαν υψηλές θέσεις. Μη ζητάμε όμως πολλά. Ήταν κάτι πάνω από τις δυνάμεις του και ούτε είχε πίσω του πολιτικό κόμμα να τον στηρίξει. Κρατούσε πάντως ημερολόγιο για να φανεί αργότερα ότι δεν ήταν ζηλωτής του μεταξικού καθεστώτος, όπως  οι γερμανόφιλοι συνάδελφοί του στο Υπουργείο, που, ωστόσο, έτρεμαν τον πόλεμο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικά τα όσα είπε ο Μεταξάς σε μερικούς απ’ αυτούς, όπως μας πληροφορεί ο Σεφέρης: « Κύριοι, πρέπει να ξέρετε πως αύριο θ’ αναγκαστείτε να πολεμήσετε. Πως θα πέφτουν βόμβες πάνω από τα κεφάλια σας. Πως θα ζητήσουμε από τον λαό να χύσει το αίμα του. Δεν σας επιτρέπεται να τρέμουν τα πόδια σας έτσι σε τέτοιες περιστάσεις ». Πάντως, το απόσπασμα αυτό μας δείχνει, με έμμεσο τρόπο, ότι όσο κι αν αντιπαθούσε τον Μεταξά ο Σεφέρης, δεν σημαίνει ότι δεν είχε καταλάβει πως ήταν  έξυπνος και άνθρωπος με σθένος. Όσο για το τι ήταν η πολιτική για τον Σεφέρη μάς το λέει με λίγα λόγια ο ίδιος: «Έπειτα,  η πολιτική, με τη στενή της έννοια, δε μ’ απασχόλησε ποτέ, σαν σκοπός ζωής. Αργότερα, όταν μπήκα στο Υπουργείο και βρέθηκα εξαρτημένος από την πολιτική, πάλι δε μου πέρασε από το νου πως θα μπορούσα να γίνω ποτέ, σαν πολίτης, περισσότερο από ένας τίμιος οπαδός, και σαν υπηρέτης του κράτους, περισσότερο από ένας ικανός βοηθός». Επιστρέφοντας πάλι στο σήμερα, την εποχή των προσφυγικών επελάσεων, μου έρχονται στη μνήμη αυτοί οι στίχοι του νομπελίστα ποιητή:

………….……….. Στα λιμάνια

                                   την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ανασάνουμε

                                 βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα

                               σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν.

                                                ———————–

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.