You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος:  Όλγκα Τοκάρτσουκ –  Κορυφαία σήμερα πεζογράφος της Πολωνίας και ένα από τα πιο πετυχημένα Νόμπελ των τελευταίων δεκαετιών.
CREATOR: gd-jpeg v1.0 (using IJG JPEG v62), quality = 100

Φάνης Κωστόπουλος:  Όλγκα Τοκάρτσουκ –  Κορυφαία σήμερα πεζογράφος της Πολωνίας και ένα από τα πιο πετυχημένα Νόμπελ των τελευταίων δεκαετιών.

            «Ο ελληνικός πολιτισμός είναι το σύμπαν του ανθρώπου που έχει

          απελευθερωθεί από τη φύση, από τα χειρότερα ένστικτά του, είναι, είναι…»,               

          έψαχνε τις λέξεις και τότε από τα μάτια του κύλησαν δάκρυα.

                           ΟΛΓΚΑ  ΤΟΚΑΡΤΣΟΥΚ,  Εμπούσιον

 

 

       Έχουν δίκιο οι πιστοί αναγνώστες των μυθιστορημάτων της πολωνής συγγραφέα  Όλγκα  Τοκάρτσουκ που ισχυρίζονται ότι κάθε βιβλίο της αποτελεί και ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός. Και αυτό οφείλεται, βέβαια, όχι μόνο στη βράβευσή της από τη Σουηδική  Ακαδημία, που την έκανε παγκόσμια γνωστή, αλλά και στη σαγηνευτική γραφή της και στο γεγονός ότι βρίσκει κανείς στα βιβλία της μια λεπτομερή εικόνα των κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών εντάσεων κάθε εποχής, αφού στο έργο της  το παρελθόν όχι μόνο ζει, αλλά και  μεταμορφώνεται  στο  παρόν. Πράγματι, η Τοκάρτσουκ υφαίνει αριστοτεχνικά πολλά αφηγηματικά νήματα και η γραφή της είναι τόσο ποιητική όσο και ακριβής. Συλλαμβάνει επιδέξια τις αποχρώσεις του ιστορικού σκηνικού και την εσωτερική ζωή των λογοτεχνικών ηρώων της.

    Η Όλγκα Τοκάρτσουκ – συγγραφέας, ποιήτρια, ακτιβίστρια και διανοούμενη  — γεννήθηκε  στο Σουλέχοφ της Πολωνίας το 1962 και σήμερα ζει στο Βρότσλαβ. Σπούδασε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας και από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με το βιβλίο Το  Αρχέγονο και άλλοι καιροί, άρχισε να διακρίνεται ως μια κορυφαία προσωπικότητα της πολωνικής λογοτεχνίας. Έχει αποσπάσει δυο φορές το βραβείο  Nike , τη σημαντικότερη διάκριση στην πατρίδα της. H πρώτη φορά ήταν το 2008 με το μυθιστόρημα Πλάνητες, του  οποίου η αγγλική μετάφραση κατέκτησε το Διεθνές βραβείο Booker  το 2018. Η δεύτερη ήταν το 2015 για το μυθιστόρημα Τα βιβλία του Ιακώβ, που θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά της.

     Τα βιβλία του Ιακώβ είναι ένα μυθιστόρημα του οποίου η δράση τοποθετείται στον 18ο αιώνα κατά  μήκος και πλάτος σχεδόν όλης της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Ο κύριος ήρωας του βιβλίου είναι ο  Ιακώβ  Φρανκ, ένας Εβραίος από την Πολωνία, ο οποίος δημιουργεί γύρω από το πρόσωπό του ένα μυστηριώδες θρησκευτικό καλτ. Πρέπει να πω ακόμη ότι πρόκειται για ένα αληθινό πρόσωπο, το οποίο έζησε μέσα στον 18ο αιώνα και   του οποίου  το πραγματικό  όνομα ήταν Γίακουμπ  Λεϊμπόβιτς ( 1726- 1791). Ξεκινώντας από ένα λασποχώρι της Πολωνίας, ο Ιακώβ  θα περιπλανηθεί στις πόλεις και τους ερημότοπους της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων και εκείνης των Οθωμανών, σέρνοντας πίσω του, σαν άλλος Ναζωραίος, ένα πλήθος πιστών.  Θα ασπαστεί το Ισλάμ και στη  συνέχεια  τον  Καθολικισμό, θα υποστεί διαπόμπευση ως αιρετικός, αλλά και θα λατρευτεί ως  Μεσσίας. Επίσης θα ανατρέψει τη συμβατική τάξη πραγμάτων με τις εικονοκλαστικές πεποιθήσεις του και θα διασαλεύσει τα ήθη με σκανδαλώδεις μυστικές τελετουργίες και σεξουαλικές εκτροπές. Αν και βρίσκεται στον πυρήνα της επικής αφήγησης της Τοκάρτσουκ, ο Ιακώβ Φρανκ παραμένει μια αινιγματική μορφή που εμφανίζεται φευγαλέα και ξαναχάνεται. Η προσωπικότητά του στο βιβλίο ζωντανεύει μέσα από τις αφηγήσεις  τρίτων: αυτών που τον λατρεύουν ή αυτών που τον μισούν. Καθολικοί, ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι, Εβραίοι ( όλες οι σημερινές θρησκείες που ταράζουν στις μέρες μας τον πλανήτη ), έμποροι και ταξιδιώτες, ευγενείς και πένητες, μεθυστικές γυναίκες  και σοφές γριές, οιστρήλατοι κήρυκες και ταπεινοί γραφείς αποτελούν τις ψηφίδες ενός άφθαστου σε λάμψη μωσαϊκού που η συγγραφέας συνθέτει, για να φιλοτεχνήσει ένα πολύπλοκο, πολυσύνθετο και πολυπρισματικό αριστούργημα. Πέντε δεκαετίες συνθέτουν  τον καμβά αυτού του μυθιστορήματος , που συχνά συναντιούνται με τη βαριά ιστορία του εβραϊσμού της ανατολικής Ευρώπης. Η Τοκάρτσουκ, σ’ αυτό το βιβλίο , εγείρει προκλητικά ερωτήματα,  που σχετίζονται με τη φύση της πίστης και τον ρόλο της θρησκείας στη διαμόρφωση ατόμων και κοινοτήτων, ενώ με μια ιδιαίτερη ψυχογραφική ανατομία μελετά τον τρόπο με τον οποίο γεννιούνται και αναπτύσσονται  οι καλτ θρησκευτικοί – και όχι μόνο —  ηγέτες. « Μεσσίας είναι αυτός που δεν έρχεται ποτέ » λέει η συγγραφέας  μέσα στις εννιακόσιες περίπου σελίδες του βιβλίου της και, κατά κάποιο τρόπο, συνοψίζει την ουσία του.

*

Η ετεροχρονισμένη  απονομή, το 2019, του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας 12018 στην Όλγκα  Τοκάρτσουκ επιβεβαίωνε  αυτό που ήταν  ήδη γνωστό: πως πρόκειται για τη σημαντικότερη πεζογράφο της Πολωνίας. Θα περίμενε κανείς ότι μετά το βραβείο Νόμπελ, η συγγραφέας αυτή – που μας έδωσε  τα εξαίσια μυθιστορήματα Πλάνητες, Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών και  Τα βιβλία του Ιακώβ – δεν θα εξέδιδε άλλο μυθιστόρημα της ίδιας αξίας. Με το Εμπούσιον, όμως , που εξέδωσε το 2022, η Όλγκα  Τοκάρτσουκ τους διέψευσε όλους. Όχι μόνο γιατί δημοσίευσε ένα βιβλίο αντίστοιχης λογοτεχνικής αξίας με τα προηγούμενα, αλλά και επειδή πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ενώ σε πολλά μοιάζει με τα προηγηθέντα βιβλία της, σε άλλα τόσα διαφέρει.  Ο τίτλος  Εμπούσιον είναι λέξη που επινόησε η συγγραφέας, συνδέοντας  το Συμπόσιον του Πλάτωνος με  τον μυθολογικό θηλυκό δαίμονα Έμπουσα, ένα φόβητρο που έστελνε  η Εκάτη ως προάγγελο συμφοράς, προκαλώντας τον φόβο  σε θεούς και θνητούς. Γι’αυτό και το μυθιστόρημά της η πολωνή συγγραφέας το χαρακτηρίζει, στον υπότιτλο του βιβλίου, « θρίλερ », όχι απλώς για να εξάψει το ενδιαφέρον και τη φαντασία του αναγνώστη, αλλά για να μας δώσει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης – τόσο χαρακτηριστική  στη λογοτεχνία της Κεντρικής Ευρώπης. Ένας από τους ήρωες του βιβλίου, ο Φρόμερ, ένας κλασικός φιλόλογος και συγγραφέας από τη Βιέννη, πιστεύοντας ότι οι δαίμονες καλύπτουν το κενό που υπάρχει ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους, λέει γι’ αυτό το θέμα: «Αφού υπάρχει χώρος για τους αγίους, πρέπει να κάνετε χώρο και για τους δαίμονες».

Τον Σεπτέμβρη του 1913, ένα χρόνο δηλαδή πριν από τον Α΄  Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μιετσίσλαβ Βόινιτς, φοιτητής μηχανολογίας από τη Λεόπολη, έχοντας προσβληθεί από φυματίωση,, έρχεται, με την ελπίδα να θεραπευτεί, στο σανατόριο Γκέρμπερσντορφ  της Κάτω Σιλεσίας. Το σανατόριο αυτό είναι ένα από τα πιο φημισμένα στην Ευρώπη. Επειδή η διαμονή στο σανατόριο είναι πολύ ακριβή για το βαλάντιο ενός  φοιτητή, ο Βόινιτς αναγκάζεται να μένει στη γειτονική Πανσιόν για Κυρίους και να επισκέπτεται το σανατόριο για τη θεραπεία του. Εκεί  παρακολουθούμε τον ήρωα του βιβλίου να μπαίνει στο σανατόριο, να συναναστρέφεται με τους  άλλους ασθενείς και το προσωπικό, να συμμετέχει σε δείπνα και συζητήσεις για πλείστα θέματα, όπου,  πέρα  από τα σεξιστικά σχόλια για το γυναικείο φύλο, γίνεται λόγος για την τέχνη, την κοινωνία, τη θρησκεία, τη λογική, τα ένστικτα,  την Ευρώπη και  το μέλλον του κόσμου.   Όλα αυτά  η συγγραφέας τα παρουσιάζει με  ειρωνεία, ιδιαίτερα όταν η μόνιμη κατάληξη είναι πως οι γυναίκες συνιστούν  κατώτερα πλάσματα. Οι συζητήσεις των ανδρών ασθενών στο σανατόριο είναι σαν να διεξάγονται σε συμπόσιο, αν όχι και σε κρεβάτι ψυχαναλυτή. Η Τοκάρτσουκ αντλεί τα σεξιστικά σχόλια που βάζει στο στόμα των ανδρών ασθενών του σανατορίου από ένα πλήθος ποιητών, πεζογράφων και φιλοσόφων, όπως ο Πλάτων, ο Ιερός Αυγουστίνος, ο Κάτων, ο Γέιτς, ο Ντ.Χ.Λόρενς και άλλοι. Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι τα σεξιστικά αυτά σχόλια τίθενται στο βιβλίο παραφθαρμένα, γιατί αλλιώς,  εύκολα  θα μπορούσε κανείς να την κατηγορήσει  ότι διακατέχεται από σαρωτικές γενικεύσεις και προκαταλήψεις.

Πολύ συχνά η επιτυχία οδηγεί στη μανιέρα.  Η Τοκάρτσουκ, όμως, στο Εμπούσιον, εισάγει το στοιχείο της ειρωνείας, επιλέγοντας ένα θέμα που πραγματεύτηκε με τρόπο ανεπανάληπτο, έναν αιώνα νωρίτερα , ο Τόμας Μαν στο αριστούργημά του Το μαγικό βουνό, αυτό της αρρώστιας και της κρίσης των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η μεγάλη λογοτεχνία μπορεί να παράγει λογοτεχνία χωρίς ν’ αναπαράγεται, να γίνεται δηλαδή κάτι άλλο όχι συγκρίσιμο, αλλά σε πολλά διαφορετικό. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει στο Εμπούσιον. Η Τοκάρτσουκ επέλεξε το Μαγικό Βουνό για να αναπτύξει τον δικό της φεμινισμό, ο οποίος δεν έχει σχέση με τα στερεότυπα που παρουσιάζονται κάθε τόσο στις μέρες μας. Το δικό της « ταξίδι » στην κουλτούρα κάνει διαφορετικό το βιβλίο της από το αριστούργημα του Τόμας Μαν. Όσο για την απουσία γυναικείων χαρακτήρων στο εν λόγω μυθιστόρημά  της, είναι, νομίζω, η καλύτερη απόδειξη. Τα όσα συμβαίνουν εκεί στους άνδρες είναι το θρίλερ της ζωής τους, δηλαδή η κατάρρευση της πατριαρχίας. Όσο για τα παραθέματα που καλύπτουν το τεράστιο ιστορικό  βάθος , η Τοκάρτσουκ προϋποθέτει αναγνώστες υψηλού επιπέδου, ικανούς να κινηθούν με άνεση στο δοκιμιακό πεδίο του βιβλίου της, που αναπτύσσεται μέσα στην αφήγηση και σε κάνει να θαυμάζεις τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μέσα στον αφηγηματικό της λόγο. Συμπέρασμα: Ακολουθώντας τα ίχνη του Τόμας Μαν, η νομπελίστρια  Όλγκα  Τοκάρτσουκ δίνει στο  Εμπούσιον  το  δικό της Μαγικό Βουνό σε   ένα ακόμα μείζον μυθιστόρημα.

Διαβάζοντας το Εμπούσιον της νομπελίστριας συγγραφέα θυμήθηκα, στα  γυμνασιακά μου χρόνια, τα δικά μου διαβάσματα της Βίβλου, όταν σε κάποια σελίδα του μυθιστορήματός  της σταμάτησε η σκέψη μου σε ένα απόσπασμα, με το οποίο κλείνω αυτό το κείμενο, όπου  γίνεται λόγος για  τη   θ υ σ ί α   που ζήτησε ο Θεός από τον Αβραάμ: «Εξάλλου αυτή είναι η αλήθεια», συνέχισε ο Τίλο ( ένας επίσης φυματικός φοιτητής Καλών Τεχνών από  το Βερολίνο). «Ο Αβραάμ σκότωσε τον πρωτότοκο γιο του  γιατί του το ζήτησε ο Θεός. Στη Βίβλο είναι ξεκάθαρο. Αναφέρεται πως ο Αβραάμ γυρνούσε μόνος του στο  σπίτι από το  όρος  Μοριά. Μόνο με τον υπηρέτη× για τον Ισαάκ δε λέει τίποτα.  Τον σκότωσε τον Ισαάκ. Κι αυτός που εμφανίζεται αργότερα στη Βίβλο είναι κάποιος άλλος, ένας αντικαταστάτης.  Ο Θεός έχει πολλή δουλειά  στο Όρος των Δολοφόνων. Διαρκώς πιάνει ομήρους και ευχαρίστως δέχεται ανθρώπινες θυσίες. Εμάς μας φαίνεται ότι οι θυσίες είναι κάτι φοβερό και βάρβαρο, αλλά έτσι σκεφτόμαστε εμείς, οι σύγχρονοι.  Κάποτε οι άνθρωποι χρειάζονταν τις θυσίες για να έχουν την αίσθηση της δικής τους ικανότητας δράσης σε σχέση με τον Θεό. Άλλωστε χρειάζονται ακόμη θυσίες, γι’ αυτό αναζητούν αδιάκοπα ευκαιρίες και δικαιολογίες για να κάνουν τέτοιες θυσίες. Η θυσία είναι έκφραση της δύναμής μας και της εξουσίας που έχουμε στον κόσμο. Μοιράζεσαι τον κόσμο με τον Θεό, τον αφήνεις να αρπάξει ένα κομμάτι, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητείς τη θεϊκή μεγαλοσύνη και δύναμη. Τι τις θέλει ο θεός τις θυσίες αφού μπορεί μόνος του να πάρει ό,τι θέλει; Γιατί να πάρει κάτι αφού κατέχει  τα πάντα;».

————————–

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.