You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος:  ΠΟΛ  ΟΣΤΕΡ ( 1947-2024 ) – Ο συγγραφέας της περίφημης  Τριλογίας της Νέας Υόρκης και ένας από τους κορυφαίους ιδαλγούς του μεταμοντερνισμού.

Φάνης Κωστόπουλος:  ΠΟΛ  ΟΣΤΕΡ ( 1947-2024 ) – Ο συγγραφέας της περίφημης  Τριλογίας της Νέας Υόρκης και ένας από τους κορυφαίους ιδαλγούς του μεταμοντερνισμού.

Ο  Πολ Όστερ γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ στις  3 του Φλεβάρη το 1947 από  εβραίους γονείς πολωνικής καταγωγής και είναι βέβαιο ότι πολλές από τις παιδικές του αναμνήσεις σχετίζονται με τα οικογενειακά του βιώματα από την Κεντρική Ευρώπη και ειδικότερα από τη Γαλικία, που ανήκει σήμερα στην Πολωνία. Ο Πολ Όστερ – που ήταν ένας από τους  πολυγραφότερους και διασημότερους συγγραφείς  της γενιάς του  –  πέθανε στις 30 του Απρίλη την περασμένη χρονιά στα 77 του χρόνια από καρκίνο του πνεύμονα.

Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και όταν τέλειωσε τις σπουδές του, μπάρκαρε για ένα διάστημα με ένα δεξαμενόπλοιο. Στη συνέχεια τον βρίσκουμε να ζει, για αρκετό καιρό,  στο Παρίσι, όπου αφοσιώνεται στη μελέτη σύγχρονων γάλλων ποιητών. Και αυτό γιατί ο Πολ Όστερ ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα ως ποιητής και μετά ασχολήθηκε με την πεζογραφία, στην οποία οφείλει σήμερα  την παγκόσμια φήμη του.  Κατά την παραμονή του στο Παρίσι στις αρχές του 1970, μεταφράζει, κάνει διάφορες δουλειές και συζεί  με τη φίλη του συγγραφέα Λίντια  Ντέιβις. Το  1974, ο Όστερ και η φίλη του επιστρέφουν στη Νέα Υόρκη, παντρεύονται, αποκτούν έναν γιο, τον Ντάνιελ, που το 2022 πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών, και λίγο μετά χωρίζουν.

Στη Νέα Υόρκη πιάνει δουλειά σε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο ως υπεύθυνος των μεταφράσεων από τα γαλλικά. Αυτή την εποχή δημοσίευσε ορισμένα ποιήματά του και μεταφράσεις γάλλων ποιητών. Το 1981 ο Όστερ γνώρισε και παντρεύτηκε τη συγγραφέα Σίρι  Χούστβεντ με την οποία  απέκτησε μια κόρη.

    Το πρώτο του έργο σε πρόζα δημοσιεύτηκε το 1979 και επιγράφεται Η επινόηση της μοναξιάς.  Το βιβλίο  είχε αξιόλογη  επιτυχία και το όνομα του συγγραφέα άρχισε να γίνεται γνωστό. Έχοντας πάρει τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει την ποίηση, έγραψε και προσπάθησε να εκδώσει ένα μυθιστόρημα με τίτλο Γυάλινη πόλη. Πρόκειται για ένα λάθος τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα που θα σταθεί αφορμή ο συγγραφέας μυστηρίου Ντάνιελ Κουίν να υιοθετήσει μια άλλη ταυτότητα και  να εμπλακεί σε μια υπόθεση  που   τον υπερβαίνει. Το  βιβλίο,  δυστυχώς,  θα το απορρίψουν δεκάδες εκδοτικοί οίκοι. Τελικά ο Πολ Όστερ στάθηκε τυχερός, όταν ένας μικρός εκδοτικός οίκος ανέλαβε την έκδοση του βιβλίου, το οποίο, με τις εγκωμιαστικές κριτικές που δέχτηκε,  είχε τεράστια εμπορική επιτυχία και το όνομα του συγγραφέα  περνούσε από στόμα σε στόμα στους λογοτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης. Τη μεγάλη αυτή εκδοτική επιτυχία ακολούθησαν τα βιβλία Φαντάσματα και Κλειδωμένο δωμάτιο, που μαζί τη Γυάλινη πόλη συνθέτουν την περίφημη Τριλογία της Νέας Υόρκης ,η οποία έχοντας μεταμοντέρνα στοιχεία καλά συνδυασμένα με την ιστορία μυστηρίου, καθιέρωσε τον Πολ  Όστερ ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του.

Την περίφημη Τριλογία ακολούθησαν άλλα 34 μυθιστορήματα. Οι ιστορίες των βιβλίων του φαίνονται ότι είναι ιστορίες μυστηρίου, αλλά δεν είναι απλές αστυνομικές ιστορίες. Ο Πολ Όστερ χρησιμοποιεί την αστυνομική ιστορία, για να αναζητήσει υπαρξιακά θέματα και να θέσει ερωτήσεις γύρω από το θέμα της  ταυτότητας, δημιουργώντας έτσι το δικό του μεταμοντέρνο στυλ γραφής. Το θέμα της ταυτότητας απασχόλησε τον Όστερ και στα άλλα του βιβλία. Τα στυλιζαρισμένα, ενίοτε, φιλοσοφικά του μυθιστορήματα απέσπασαν εγκωμιαστικές κριτικές και ο Πολ Όστερ προβλήθηκε ως νέος μετρ του αμερικάνικου μεταμοντέρνου αστυνομικού μυθιστορήματος.

Για ένα διάστημα, μάλιστα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, κατά τη διάρκεια του οποίου  κέρδισε, μεταξύ άλλων, το γαλλικό  Prix  Médicis  ξένου μυθιστορήματος, ήταν ένας από τους πιο  διάσημους μεταμοντέρνους  μυθιστοριογράφους της χώρας του.  Ο ίδιος ο Όστερ παραδέχτηκε ότι, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό είδος,  η αστυνομική ιστορία προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες στον μυθιστοριογράφο που θέλει να αναρωτηθεί και να παίξει  με το ίδιο το μυθιστόρημα ως μορφή. Ο Πολ Όστερ  προώθησε τη μεταμυθοπλαστική μορφή της αμερικανικής  λογοτεχνίας  με την επιμονή του να θεωρεί ότι η γραφή μπορεί να είναι μια μορφή  συνωμοτικής σκέψης. Σε μια εκδοτική εποχή που  κυριαρχείται από τον ρεαλισμό  θα πρέπει να τον θυμόμαστε ως έναν τολμηρό πειραματιστή που πίστευε ότι το μυθιστόρημα παραμένει ακόμα ικανό να είναι νέο.

Το Μπαουμγκάρτνερ  είναι το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε ο Πολ Όστερ και που κυκλοφόρησε το 2023 , έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του.  Αυτοβιογραφικά στοιχεία θα βρει ο εξοικειωμένος   με  το έργο του αναγνώστης και στο κύκνειο άσμα του Όστερ, όπως και στα άλλα βιβλία του, μόνο που εδώ το αίσθημα της ζωής και του θανάτου και το πρόβλημα της ύπαρξης  είναι πολύ πιο έντονα. Στον κεντρικό ήρωα του βιβλίου  ο Όστερ έδωσε το ονοματεπώνυμο  Σάι  Μπαουμγκάρτνερ.  Το Σάι  παραπέμπει στην αγγλική λέξη  sigh,   που σημαίνει  αναστεναγμός, ενώ το επώνυμο είναι συνδυασμός των γερμανικών λέξεων  baum    που  θα πει δέντρο και  gartner    που θα πει κηπουρός. Τέτοια λογοτεχνικά τεχνάσματα τα συνήθιζε και σε άλλα του βιβλία ο Όστερ, εξαιτίας των οποίων τον χαρακτήριζαν μεταμοντερνιστή.

Μετά το μνημειώδες ‘4 3 2 1’ οι κορυφαίοι του μεταμοντερνισμού έπιναν νερό στο όνομά του. Θα το έκαναν άραγε και για το Μπαουμγκάρτνερ, το κύκνειο άσμα   του    Πολ   Όστερ;  Η   λογική  λέει    όχι.   Τι   δουλειά   έχει    μια   ιστορία   στρωτού ρεαλισμού – χωρίς μυθοπλαστικά πυροτεχνήματα,   παραμορφωτικές όψεις  της πραγματικότητας  ή επινοήσεις που θα ενίσχυαν τη συναρπαστική δύναμη της αφήγησης  – σε ένα βιβλίο του Πολ  Όστερ; Δεν είναι πια στη ζωή για να μας πει τι ακριβώς σκεφτόταν γράφοντας αυτό το βιβλίο.

Ωστόσο,   δεν πρέπει να    ξεχνάμε ότι οι μεγάλοι συγγραφείς δεν χρειάζεται να δίνουν πολλές εξηγήσεις για τις προθέσεις τους. Μπορούμε λοιπόν να διαβάσουμε αυτό το μυθιστόρημα σαν μια βαθιά ένδειξη αναστοχασμού  για τη ζωή, καθώς το γήρας έχει αρχίσει το φθοροποιό έργο του και μαραίνει τα πάντα. Μεταφορικά μιλώντας , θα μπορούσε κανείς να πει  – επικαλούμενος το όνομα του κεντρικού ήρωα – πως αυτό το μυθιστόρημα είναι ένας  αναστεναγμός (  sigh  )  και ο κήπος του  ένας κήπος των αναμνήσεων, όπου κρύβεται το νόημα της ζωής και του θανάτου.

 

 

Ο  Μπαουμγκάρτνερ, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου,  κάθεται στο γραφείο του σπιτιού του και  γράφει μια μονογραφία πάνω στα ψευδώνυμα του Κίρκεγκορ, του πρώτου φιλόσοφου του Υπαρξισμού. Το δωμάτιο αυτό το αποκαλεί cogitorium  (από το καρτεσιανό  cogito –  σκέπτομαι). O καθηγητής όμως δεν σκέπτεται μόνο, αλλά και αισθάνεται και θυμάται. Και τη μνήμη του την κινητοποιεί μια αλυσίδα ατυχημάτων  που δημιουργούν μια κωμωδία καταστάσεων. Μέσα σε λίγη ώρα έχουν συμβεί τα πάντα στον ήρωα του βιβλίου: έχει κάψει το χέρι του με ένα κατσαρόλι που ξέχασε στο αναμμένο μάτι της κουζίνας. Στη συνέχεια μαθαίνει ότι ο άνδρας της γυναίκας που καθαρίζει το σπίτι του έχασε δυο δάχτυλα στη δουλειά του και τέλος γκρεμοτσακίζεται ο ίδιος στη σκάλα που οδηγεί στην αποθήκη του σπιτιού. Με μια κλασική, οστερική κίνηση, το μυθιστόρημα δεν στέκεται πουθενά συγκεκριμένα. Υπάρχουν ιστορίες μέσα στην ιστορία του βιβλίου που αρχίζουν για να τελειώσουν σύντομα. Αυτό που διατηρείται ως κυρίαρχο μοτίβο μέσα στο μυθιστόρημα είναι η άσβεστη μνήμη του ήρωα, που φέρνει διαρκώς στον νου του την πεθαμένη γυναίκα του Άννα. Θυμάται τη μέρα που νεαρός φοιτητής τη συνάντησε και που τώρα δεν είναι  πια στη ζωή. Η Άννα ήταν ταλαντούχα ποιήτρια και μεταφράστρια.  Ο δεσμός τους ήταν τόσο βαθύς που κάποια στιγμή, διαβάζοντας κάτι στο περιοδικό Νew York Review of Books,  τη φωνάζει να έρθει να το διαβάσει, ξεχνώντας ότι η Άννα δεν είναι πια στη ζωή . Η αγαπημένη του γυναίκα ήταν ο άλλος του εαυτός  και η ανάμνησή της στοιχειώνει τη ζωή του. Δεν είναι ότι δεν ζει στο παρόν και αγνοεί το εφήμερο× γι’ αυτόν –  που βρίσκεται στας δυσμάς του βίου του  – το παρελθόν και το παρόν αλληλοτροφοδοτούνται μέσα του.

Στην αφήγηση περιλαμβάνονται και θαυμάσιες περιγραφές από την παιδική του ηλικία. Σύντομα αλλά θαυμάσια πορτρέτα της αδελφής του και των γονιών του, που όπως είπα και πιο πάνω, ήταν Εβραίοι πολωνικής καταγωγής και είναι βέβαιο ότι πολλές από τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας σχετίζονται με τα οικογενειακά τους βιώματα από την Κεντρική Ευρώπη, ειδικότερα από τη Γαλικία στην Πολωνία.  Σχολιάζοντας τα συγγραφικά προβλήματα του κεντρικού ήρωα, ο Πολ Όστερ, θα ’λεγε κανείς , σχολιάζει τη δική του συγγραφική δουλειά.  Για όλα αυτά και κυρίως για το ιδιαίτερο μείγμα ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού και παιχνιδιάρικου αμερικανικού μεταμοντερνισμού  που χαρακτηρίζει το έργο του υμνήθηκε ο μεγάλος αυτός αμερικανός συγγραφέας, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο σε ποσότητα και σπουδαίο σε ποιότητα έργο στην παγκόσμια λογοτεχνία.

 

—————————–

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.