Το χρυσάφι και η ηδονή
Ο Γιάννης Μαρής, ο εισηγητής τη αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα είχε γράψει μυθιστόρημα με χώρο δράσης το Άγιον Όρος, με θέμα την κλοπή του θησαυρού που υπήρχε σε κάποια μονή. Γνώριζε καλά τους χώρους εκεί διότι είχε σπουδάσει νομικά στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκε εκεί. Τώρα έρχεται ένας νέος αστυνομικός συγγραφέας, ο οποίος τοποθετεί το δικό του μυθιστόρημα στο ίδιο μέρος, στο Όρος Άθως της Χαλκιδικής. Προφανώς, γνωρίζει κι αυτός τους χώρους όπου διαδραματίζεται η ιστορία του, έτσι ο αναγνώστης ακολουθεί τα ίχνη του ήρωά του, του συνταξιούχου ιδιωτικού ερευνητή Ιούλιου Φέρτη στις Ιερές Μονές. Ο Φέρτης, έχοντας φτάσει στα ογδόντα του χρόνια αποφασίζει να κάνει το ταξίδι του στο Όρος, έχοντας στο μυαλό του το θάνατο που πλησιάζει και πιο συγκεκριμένα το θάνατο της συζύγου του.
Μπορούμε να πούμε πως οι σκέψεις του ήρωα (στην ουσία του ίδιου του συγγραφέα) είναι πολύ σκληρές για τον αναγνώστη, καθώς αυτός αναλογίζεται πως το σώμα της νεκρής γίνεται «γεύμα» για «τους εργάτες της γης, τα σκουλήκια». Φιλοσοφεί λοιπόν πάνω στο φαινόμενο του θανάτου και προκύπτει μεταξύ άλλων και η φράση «Αν η ζωή είχε γεύση, αυτή θα ήταν στυφή. Σαν να γλείφεις ένα παλαιό χάλκινο νόμισμα». Προβληματισμένος φτάνει με λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στην Ουρανούπολη κι έπειτα με το πλοιάριο στο Άγιο Όρος, όπου καταλήγει μαζί με άλλους προσκυνητές στην Ιερά Μονή Δ.
Ο μοναχός που τον υποδέχεται λέγεται Σωφρόνιος, αυτός τον ξεναγεί στους χώρους της Μονής με τα εννιά παρεκκλήσια. Ακολουθεί η γνωριμία του με τον Εφραίμ και με τον Παχούμιο, οπότε μαθαίνει για τη δολοφονία του μοναχού Νεκτάριου –κάποιος τον έχει χτυπήσει στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Προσφέρεται να βοηθήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος και δέχεται ειρωνικά σχόλια περί Ηρακλή Πουαρό, του ντετέκτιβ που λύνει παρόμοια προβλήματα στα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι.
Ακολουθούν κι άλλες δολοφονίες μοναχών, η Μονή αναστατώνεται, οι μοναχοί γεμίζουν φόβο και τρόπο, ενώ εμφανίζεται κι ο Ηγούμενος της Μονής. Κι ενώ ο Ιούλιος προσπαθεί να μαντέψει τα κίνητρα του δολοφόνου, ένας μοναχός του αποκαλύπτει πως οι Ηγούμενος αγαπάει τα χρήματα, αγαπάει το χρυσάφι. Μήπως αυτός είναι ο δράστης;
Κι αφού ο Ιούλιος διακινδυνεύει τη ζωή για να εξιχνιάσει τα εγκλήματα, ο συγγραφέας επιχειρεί να εισέλθει στο μυαλό του και τον βάζει να σκέφτεται διάφορα. Λ.χ. σκέφτεται τη σχέση της αρχαίας Ελλάδας και του χριστιανισμού, που ήταν ανύπαρκτες, δεδομένου ότι ο χριστιανισμός απόρριπτε με βδελυγμία το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Ασφαλώς και υπάρχει λύση στα μυστήρια των δολοφονιών. Κι όπως στην περίπτωση του Γιάννη Μαρή, τα εγκλήματα έγιναν για χάρη κάποιου θησαυρού, κάποιος σκοτώνει ανθρώπους σ’ εκείνο το Ιερό βουνό μόνο και μόνο για να καρπωθεί οικονομικά οφέλη, ν’ αποκτήσει το χρυσάφι που έχει βάλει στο μάτι. Διαβάζουμε πως η ακτινοβολία του χρυσού του πρόσφερε ηδονή, ηδονή που δεν μπορούσε να αντικατασταθεί ούτε με «την ηδονή του έρωτα», μάλιστα «φθάνει σχεδόν σε οργασμό».
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, ο αναγνώστης, αφού επαινέσει τον συγγραφέα για τις άπειρες γνώσεις του πάνω στον μοναστικό βίο, αναρωτιέται τι προσδοκούσε όταν έγραφε το μυθιστόρημά του. Μήπως ήθελε να διασκεδάσει εκείνους που θα το διάβαζαν; Γνωρίζουμε πως η αστυνομική λογοτεχνία σκοπεύει στην ψυχαγωγία, η Κρίστι βάζοντας τον κοντό και άσχημο, αλλά ευφυή, Πουαρό να επιλύει γρίφους (αντί να το κάνουν οι αρμόδιοι αστυνομικοί) ήθελε να προσφέρει γέλιο στους αναγνώστες. Εδώ, όμως, ο Άγγελος Χαριάτης βάζει τον ηλικιωμένο και ταλαιπωρημένο από θα βάσανα της ζωής ήρωά του να σκέφτεται την πεθαμένη γυναίκα του, μάλιστα ακούει συχνά τη φωνή της. Ίσως, να ήθελε να του προσφέρει συγκίνηση και χαμόγελα ταυτόχρονα.