Ληστές και χωροφύλακες στη Θεσσαλία
Κάποτε στην Ελλάδα, στις αρχές του εικοστού αιώνα, προτού εμφανιστεί η αστυνομική λογοτεχνία με βιβλία και μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες σε συνέχειες, κυκλοφορούσαν βιβλία με ληστρικές ιστορίες. Το θέμα προκαλούσε ενδιαφέρον στους αναγνώστες διότι η χώρα αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα με τους ληστές στα βουνά της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Τα συγκεκριμένα ληστρικά βιβλία είχαν τόσο επιτυχία που ορισμένες εφημερίδες δημοσίευαν ιστορίες με ληστές σε συνέχειες. Λ. χ. τον Ιούλιο του 1960 η Απογευματινή, μαζί με Το φεστιβάλ του θανάτου του Γιάννη Μαρή δημοσίευε και το ληστρικό ανάγνωσμα του Θ. Τσακιρίδη Γκερ-Αλής, ο ιππότης των ορέων της Μαγνησίας και του Αιδινίου.
Σήμερα δεν γράφονται πλέον ιστορίες με ληστές, το αναγνωστικό κοινό έχει διαφορετικά λογοτεχνικά γούστα. Ωστόσο, ένας συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο Γιάννης Μόσχος (γενν. 1982) που μεγάλωσε στη Γάβριανη του νομού Μαγνησίας και σπούδασε οικονομικές επιστήμες στο ΑΠΘ, τόλμησε: έγραψε και εξέδωσε το ληστρικό μυθιστόρημα Αμνοί και λέοντες (εκδ. Τόπος).
Η ιστορία αρχίζει τον Σεπτέμβριο του 1925, όταν πρωθυπουργός της Ελλάδας (στην ουσία υπήρξε δικτάτορας και σύντομα καθαιρέθηκε) είναι ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος. Στην περιοχή βορειοδυτικά του κάμπου Αλμυρού, και των Αγράφων, που τη διασχίζει ο ποταμός Αγραφιώτης, η συμμορία ληστών του Μάρκου Μπόμποτα προσπαθεί να ξεφύγει από τους χωροφύλακες που την κυνηγούν. Οι ληστές βρίσκουν καταφύγιο σ’ ένα μοναστήρι, αλλά εξαιτίας του ηγούμενου προχωρούν προς τα Άγραφα για να γλιτώσουν.
Τα πράγματα είναι δύσκολα για τους ληστές, καθώς η κυβέρνηση θέλοντας να πατάξει τη ληστοκρατία ψήφισε νόμο ο οποίος προβλέπει πως κάθε ληστής που παραδίδει κεφάλι άλλου ληστή αποκτά αμνηστία. Την ίδια στιγμή ένα τσελιγκάτο που έχει μια ομάδα Σαρακατσαναίων ακολουθεί αντίθετη πορεία, από τα ορεινά Άγραφα κατεβαίνει προς τον κάμπο, εκδιωγμένο από τους ισχυρούς τσιφλικάδες. Η συνάντηση των ληστών με τους άντρες του τσελιγκάτου θα είναι δραματική.
Κάποια στιγμή βλέπουμε τον λήσταρχο Μπόμποτα να ουρλιάζει από τα νεύρα του, ενώ τα αποσπάσματα του Καλοβούλη, υπομοίραρχου της χωροφυλακής Καρδίτσας, τον καταδιώκουν. Το αστείο ή μάλλον το τραγικό είναι πως ο Κακαβούλης πήρε προαγωγή επειδή ο Μπόμποτας έκοψε το κεφάλι του λήσταρχου Νταή και του το παρέδωσε για να γλιτώσει το δικό του. Κάποια στιγμή ο Καλοβούλης κάνει μιαν αποτρόπαια πράξη: δένει τον καπετάν Γούσια, του μπήγει ένα μαχαίρι στο στέρνο, και καθώς τρέχει το αίμα, παραμερίζει τα κόκαλα, φτάνει στην καρδιά, τη χουφτώνει, την ξεκολλάει με μανία, την πετάει σ’ έναν άλλο και του παραγγέλνει να την ψήσει για να την φάει με το κρασί του.
Στο μυθιστόρημα υπάρχουν και γυναίκες, σύζυγοι και μανάδες, άλλες τρώνε ξύλο από τους άντρες τους, άλλες σκοτώνονται από ληστές, άλλες κάνουν κουμάντο στο σπίτι τους μετά τον θάνατο του άντρα τους. Κάπως έτσι ο Γιάννης Μόσχος αφηγείται τις περιπέτειες ανδρών και γυναικών στα βουνά και τους κάμπους της Θεσσαλίας που καβαλούν τα’ άλογά τους και πορεύονται, θυμίζοντας περιπέτειες γουέστερν με καουμπόηδες σε ανάλογες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο αναγνώστης απολαμβάνει τις περιπέτειες των ηρώων και των ηρωίδων που είναι γραμμένες με γλαφυρότητα, εκπλήσσεται από την αγριότητα των ληστών και των χωροφυλάκων –σκοτώνουν ακόμα και μικρά παιδιά–, ωστόσο το πλήθος των ονομάτων ίσως τον μπερδέψει λιγάκι. Επίσης, μαθαίνει τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων των χωριών που ορισμένα μένουν αποτυπωμένα στη μνήμη του, όπως ο γάμος στο τέλος του μυθιστορήματος που καταλήγει σε αιματοκύλισμα. Κι αναρωτιέται: τόσο άγρια ήταν τα πράγματα πριν από εκατό χρόνια στα χωριά και τα βουνά της Θεσσαλίας;