Στην τέταρτη ποιητική του συλλογή, Νίκος Σαββάκης επανακάμπτει ωριμότερος, με πλουσιότερη θεματολογία, πιο μεστή γλώσσα και με νοήματα, κρυμμένα πίσω από τις γραμμές, τα ονόματα και τις λέξεις, που χρειάζονται και μια δεύτερη ανάγνωση για να μπορέσουμε να τα ξεκλειδώσουμε.
Μαζί με τα βιωματικού περιεχομένου ποιήματα, όπου κυριαρχεί η υπαρξιακή αγωνία για τις ανθρώπινες σχέσεις, τους καταναγκασμούς της ζωής, την ελεύθερη επιλογή των απολαύσεων, συνυπάρχουν και ποιήματα, η προσέγγιση των οποίων απαιτεί γνώσεις πολεμικής, οικονομικής (Wall) και πολιτικής ιστορίας, ιστορίας της τέχνης, του πολιτισμού, των εξερευνήσεων και ανακαλύψεων.
Πρωταρχικό ρόλο σ’ αυτήν την ποιητική συλλογή παίζει η τέχνη και ο ορισμός της, η αναζήτηση των ορίων της ελεύθερης έκφρασης του καλλιτέχνη που βρίσκεται υπό την προστασία ενός Μαικήνα, η αξία τού κατά παραγγελία έργου, το μεγέθους και η ποσότητα παραγωγής: […]/ Είναι ο καλλιτέχνης/ Δεμένος/ Με το θρόνο/ Ή με τον ένοικο;// Τυφλώνει/ Η διακονία της τέχνης; «Το Ερώτημα»
«Ζωγραφικά» ποιήματα, όπως «Ο μαέστρος του Ντελφτ», μας μεταφέρουν στα εργαστήρια των Φλαμανδών ζωγράφων, αγαπημένων του ποιητή, γιατί απεικονίζουν την καθημερινή ζωή, άλλα και στο εργαστήριο του Λεονάρντο, ενώ πίνακες, όπως το «Ένα Ζευγάρι Άρβυλα» του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, αναβαπτίζονται μέσα από τον ποιητικό λόγο και αποκτούν πολυσημία και πολλαπλάσια αξία της αρχικής, παίρνουν νέες διαστάσεις και ψυχή.
Το ’να το ’χει ρίξει στον ύπνο.
Ψόφιο στην κούραση
Έχει γείρει δεξιά.
Με μαξιλάρι τα χέρια του
Κοιμάται ήσυχα.
Το άλλο παίρνει μια ανάσα
Πριν γλαρώσει.
Σαν φοράδα
Θα κοιμηθεί όρθιο
Προστάτης του μικρού δίπλα της.
Η πολιτική, η ιστορία και τα ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Παυσανίας, ο Robespierre, «ο Monsieur Roucher» που «σφάχτηκε σαν τραΐ» στη Σφακτηρία [σ]το αλάτι της αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς, συνυπάρχουν με ανθρώπους της καθημερινής ζωής, κοντινούς ή ξένους.
Ξεχωριστή, όμως, θέση στη συλλογή έχουν τα ζώα, που πρωταγωνιστούν είτε ως είδος «Τακχ-Το πνεύμα», «Η απόγονος της Αμάλθειας», μικρές ποιητικές πραγματείες που ξετυλίγουν την ιστορία των αντίστοιχων ειδών, «Το Δάσος του ανατέλλοντος Ηλίου», ή ως ζώα οικόσιτα, όπως το «Σκυλί στην άλυσσο». Η «Ντίνα» σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι πού είχες το μυαλό σου, την πρώτη φορά που το διάβασες, και δεν κατάλαβες ποια ήταν και, μέχρι τη μέση του ποιήματος, πώς και δεν έχεις δει τα εγκλήματά της στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Μόνο διαβάζοντάς το ξανά ή μετά τη μέση του ποιήματος, μπορείς να διακρίνεις τι είδος είναι ο θύτης και το θύμα.
Έσβησε μια οικογένεια σε πέντε βράδια
Τηρώντας την ιεραρχία στο ακέραιο.
Πρώτα τον αρσενικό, ακολούθως τη μάνα
Και τελευταία τα τέκνα.
Αιωνίως στην τσίλια οι ποντικοί – δεν έχουν
την πολυτέλεια της απόλυτης αμεριμνησίας
[…]
Στα χωρικά της ύδατα – στέλνει
το μύθο του σκύλου και της γάτας για αναθεώρηση.
Καθημερινά αντικείμενα, μηδαμινής αξίας, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, παίρνουν τεράστιες διαστάσεις και μετουσιώνονται σε αντικείμενα-σύμβολα όπως ο καθρέφτης, «Η Πύλη της Αλίκης» ή το μολύβι, «Alias Faber & Castell»:
[…]
Και κατεξοχήν σκλάβος του χαρτιού
– Έτερόν του ήμισυ –
Σκιέρ της επιφανείας του.
[…]
Θύμα της ηλεκτρονικής επανάστασης
Βορά του πάλαι ποτέ ποντικιού.
[…].
Kalasnikov του καμβά
Δοκιμασμένη παλιοσειρά
Βετεράνος με πλάκα τα παράσημα.
[…].
Η σχέση αγάπης και μίσους
Με τη λαστιχένια μπαλαρίνα
Που ανά πάσα στιγμή το αναιρεί
Είναι η δύναμή του.
Τα βιωματικά ποιήματα που αναφέρονται στο παρελθόν και την πραγματική πατρίδα του, δηλαδή την παιδική ηλικία του ποιητή στη Φοινικούντα Μεσσηνίας, είναι έντονα συγκινησιακά φορτισμένα και μας αγγίζουν βαθιά, ιδιαίτερα αν μοιραζόμαστε τον ίδιο χώρο, χρόνο και εμπειρίες μαζί του, όπως στην «Εκδίκηση»:
Ο εχθρός μόλις είχε καβατζάρει τα 11.
Τα γόνατά του, όπως των περισσοτέρων,
Πλήρη μεταλλίων της μπάλας
Και του κυνηγητού.
Το πρώτο χαστούκι
τον βρήκε αριστερά,
Έχασε την ισορροπία του
Αλλά το λάστιχο
Βρέθηκε πάλι όρθιος
Για να δεχτεί το δεύτερο
Που σφυρίζοντας προσγειώθηκε δεξιά.
[…]
Στην άκρη, στα σκίνα
Η σάρκα του σπουργιτιού
Άχνιζε
Καθώς ο γάτος
Την καταβρόχθιζε
Με βουλιμία.
Το θύμα είναι στην ουσία ο θύτης και, προφανώς, η εξόντωση του σπουργιτιού με τη σφεντόνα του είναι ένα passage de rite, που θα οδηγήσει το παιδί από την παιδική στην ενήλικη ζωή.
Το καταληκτικό, ομώνυμο της συλλογής, ποίημα «Η Δραπέτης» μας ταξιδεύει από το Τσατάλ Χουγιούκ στα Γριβιτσά (Ευαγγελισμός, Μεσσηνίας), περιγράφοντας την αρχετυπική γυναίκα, τη γυναίκα των πρώτων ιστορικών καταγραφών, μια γυναίκα τραχιά σαν τα βράχια του χωριού της από τις κακουχίες και μαλακή σαν θλίψη από τους θανάτους των παιδιών και των ζωντανών της, τη γυναίκα του νυν και αεί:
Άσπιλο και αμόλυντο το γονίδιό της
Έκανε μακροβούτι αργό, μεθοδικό και πετυχημένο.
Πιο κοντά στην Αφροδίτη του Βίλεντορφ
Παρά σ’ αυτήν του Boticelli.
Ανεδύθη ανάμεσα.
[…]
Γέννησε στο θέρο, τον τρύγο, το ράβδο.
Όπου βρισκόταν τέλος πάντων.
Κάνα δυο δεν την έβγαλαν καθαρή.
Τα’ θαψε επί τόπου.
Τώρα κρατάει τα σάβανα
Αλλά αγνοεί παντελώς το Χάρο δίπλα της.
Δεν τον αναγνωρίζει.
Αρνείται πεισματικά ότι ο τύπος υφίσταται.
Ο θάνατος γι’ αυτήν
Υπάρχει όσο υπάρχει και για τα ζα της.
Σ’ ένα ταξίδι στον χρόνο και στον χώρο, από το Τσατάλ Χουγιούκ στα Γριβιτσά, περνώντας από τις στέπες της Μογγολίας, τον Νέο Κόσμο, μέσα από τα εργαστήρια των Φλαμανδών μαστόρων και του Βίνσεντ, με τα χρώματα και τις μυρωδιές τους, σ’ ένα ταξίδι στο υποσυνείδητο, στους λαβύρινθους του μυαλού και της ψυχής του ποιητή, των ηρώων του, οι αναγνώστες μοιράζονται συναισθήματα και αγωνίες, προβληματισμούς, κοινωνικούς ή συνειδησιακούς, μα πάντα αφυπνιστικούς, ευελπιστώντας να μην είναι «Πολύ Αργά»
Εύχομαι
Να το είχα κάνει.
Χίλιες φορές το έχω σκεφτεί
Και πάντα
Στο ίδιο απαράλλαχτο συμπέρασμα καταλήγω.
Ήταν το απόλυτο
Λάθος μου.
Αυτό που δεν θα διορθωθεί
Ποτέ.
Δεν βγήκα μπροστά.
Δεν φώναξα.
Η εσωτερική μου κραυγή
Δεν δραπέτευσε.
Η έκρηξη μέσα μου
Δεν είχε καμιά αξία για το θύμα.
Η απελπισία μου
Πνίγηκε
Στον ωκεανό της δειλίας μου.
Το βασανιστήριο
Μπροστά στα μάτια μου
Κυρίως στα αυτιά μου
Με μαρμάρωσε.
Θρηνούσα βουβά
Χωρίς ανάσα
Ενώ έπρεπε
Να είχα ουρλιάξει εκκωφαντικά.