ΙΟΥΛΙΟΣ
Ανάργυρο το πρωινό παραδομένο
Στην πλησμονή των τζιτζικιών
Ανεξαργύρωτου Ιουλίου του Πρώτου σώμα
Διαρκές αβέβαιο
Ένα σήμερα
Φωτός χρυσού νομίζω
Αυτό που σε καίει όταν κλαις
______
ΑΠΛΗΣΤΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ
Άπληστα στο σώμα που αγάπησες
Αδιαπραγμάτευτα
Να πλέκεσαι
Φίδι να τυλίγεσαι σε φίδι
Κι ας μην υπάρχει επαύριος
Ο κάματος της διπλαδένιας αγάλλεται
Ανθοφορεί κι αυτός
______
ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Δεν είναι παρά μια μικρή εγγονή
και απεργάζεται την τέχνη του θανάτου
Θαυμάζει τα λουλούδια να μαραίνονται
Θάβει τα νεκρά ζώα
Κλαίει πάνω από τα ξεθεμελιωμένα σπίτια
Γόους στο πένθος περιπλέκει μαζί με φυλλαράκια δυόσμου στη γωνία του χωματόδρομου
Είναι μικρή και συνεχώς αναχωρεί
Δεν το ξέρει
Της λένε ότι εκδράμει και το πιστεύει αλλά κατά βάθος ξέρει
Πως συνεχώς αναχωρεί
Υπηρετεί την αναχώρηση σαν κλέφτης
Και μεγαλώνοντας
Φυσάει τον κλέφτη σε ατμόσφαιρες φωτογενούς αβρότητας
Κάνει έρωτα σαν πουλί στον ουρανό
Σπουδάζει το φευγιό
Με τα κλοπιμαία στο δισάκι
Κι όταν βαραίνει το δισάκι ξέρει ότι μεγάλωσε αρκετά
Κι αρχίζει και το αδειάζει
Φασούλι το φασούλι μες στο δάσος
Για να ξαναβρεί το δρόμο αν γεννηθεί ποτέ κοτσύφι
Είναι μικρή και γέλασε
Είναι μικρή και γέρασε
Γιαγιά σκαρώνει παραμύθια
Στο αυτί τα ψιθυρίζει της Ανθούλας που λαγοκοιμάται
Τα ψυχοσάββατα μιλάει στις αράχνες στο παντζούρι
Τα Χριστούγεννα πάντα γίνεται βόδι στο παχνί
Καταμεσήμερο του Αυγούστου κουρνιάζει στις αιμασιές της Βουρκωτής
«Τελέψαμε;», ρωτάει εντέλει η Μίσσες Έμιλυ «ώρα για ύπνο!»
«Όχι ακόμα, γιαγιά, έχω δουλειά. Πού ‘ναι το βελονάκι σου να μπελονιάσω τα ματοτσίνορα του χάρου;»
